Από τον 19ο αιώνα, η έννοια της αλλαγής συνδέεται με τα πολιτικά κόμματα με δύο διαφορετικούς τρόπους. Από τη μια πλευρά αποτελεί προϋπόθεση για την επιβίωσή τους, καθώς ως εκπρόσωποι των κοινωνικών συμφερόντων τα κόμματα προσπαθούν να προσαρμοστούν στο συνεχώς μεταβαλλόμενο πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον, σε εθνικό ή διεθνές επίπεδο. Από την άλλη, τα κόμματα δεν είναι ουδέτερες ή παθητικές οργανώσεις που απλώς προσαρμόζονται στο μεταβαλλόμενο κοινωνικό πλαίσιο. Μέσα από τις πολλαπλές λειτουργίες τους διαμορφώνουν την αλλαγή, είτε προωθώντας την είτε εμποδίζοντάς την. Εν συντομία, τα κόμματα αλλάζουν κυρίως επειδή τα ίδια έχουν δημιουργήσει τις συνθήκες που διευκολύνουν τη μεταβολή τους.
Αυτή ακριβώς η διττή συνθήκη μας επιτρέπει να κατανοήσουμε τη μεταμόρφωση του ΣΥΡΙΖΑ: εκμεταλλευόμενος την οικονομική κρίση και την εφαρμογή πολιτικών λιτότητας, ο ΣΥΡΙΖΑ λειτούργησε ταυτόχρονα ως πρόξενος σύγκρουσης και ως φορέας ενσωμάτωσης. Κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς, με στοιχεία αντισυστημισμού πριν από την οικονομική κρίση –ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν το μόνο κοινοβουλευτικό κόμμα που δεν καταδίκασε ρητά την εξέγερση του Δεκεμβρίου του 2008–, μπήκε στην ταραχώδη δεκαετία συμμετέχοντας ενεργά στη διαμόρφωση των κοινωνικών αιτημάτων γύρω από τη διαίρεση μνημόνιο – αντιμνημόνιο, ενώ ταυτόχρονα το ίδιο το κόμμα μεταμορφωνόταν από ομπρέλα ετερόκλητων συνιστωσών σε κόμμα εξουσίας. Με καύσιμο τον λαϊκισμό τροφοδότησε το αντιμνημόνιο, την πόλωση και το μίσος της περιόδου. Στον βωμό της εξουσίας θυσίασε την αριστερή καταβολή κυβερνώντας με τους ακροδεξιούς ΑΝΕΛ, ενώ σε μια προσπάθεια προσωπικής επιβίωσης του ηγέτη του δεν δίστασε να διχάσει τους Ελληνες με ένα δημοψήφισμα, το αποτέλεσμα του οποίου αγνόησε την επόμενη κιόλας ημέρα, με μια ιστορική στροφή που οδήγησε στο τρίτο μνημόνιο. Η ανανέωση της λαϊκής εντολής τον Σεπτέμβριο του 2015 ερμηνεύθηκε από πολλούς ως συγχώρεση για την «κωλοτούμπα».
Ομως, την οβιδιακή μεταμόρφωση του ΣΥΡΙΖΑ δεν κατάφερε να μεταβολίσει ούτε το εκλογικό σώμα ούτε και ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ. Με εξαίρεση τη συνθήκη των Πρεσπών, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θύμιζε ήδη από τότε σε τίποτα την παράδοση της Αριστεράς από την οποία προερχόταν, αλλά ούτε μπόρεσε να διαμορφώσει έναν νέο δρόμο, συνειδητά μεταρρυθμιστικό, με γνώμονα τα λαϊκά συμφέροντα και τις ανάγκες μιας κοινωνίας που ωστόσο δεχόταν τεράστιες πιέσεις καθοδικής κινητικότητας. Η μεγάλη αποκάλυψη της διανοητικής πενίας ενός άλλοτε πρωτοπόρου πολιτικού χώρου φάνηκε μετά το 2019. Το κόμμα στην αντιπολίτευση δεν έκανε καμία προσπάθεια αναστοχασμού για το πώς διαχειρίστηκε τη χώρα και αποκομμένο από την κοινωνική πραγματικότητα δεν κατάλαβε τις κοινωνικές προσδοκίες και προτεραιότητες στη μεταμνημονιακή εποχή· δεν μπόρεσε, εντέλει, ούτε να ασκήσει αντιπολίτευση, ούτε να αλλάξει προς την κατεύθυνση της μετριοπάθειας, την οποία θα μπορούσε να είχε ομαλά συνεχίσει μετά τον Σεπτέμβριο του 2015. Είτε από ενοχή για τις πολλαπλές μεταλλάξεις είτε από αδυναμία –μπορεί και από απλό οπορτουνισμό– επί Αλέξη Τσίπρα, καμία συζήτηση σοβαρή δεν άνοιξε εντός του κόμματος για την πορεία ή το στίγμα του.
Η ιδέα ότι σαν από μηχανής θεός θα επιστρέψει ο παλαιός ηγέτης για να ενώσει τον χώρο –δηλαδή ο πρωτομάστορας του κατακερματισμού του– είναι μία ακόμη ένδειξη απουσίας επαφής με την κοινωνική πραγματικότητα.
Και ύστερα, κατά τύχη ή με σχέδιο, ήρθε ο Στέφανος Κασσελάκης. Μια ακραία παραφωνία μεταμοντέρνου λαϊκισμού, που με τις ακρότητές του επέτρεψε να βγουν στην επιφάνεια η κακοφωνία, το κενό νοήματος, η έχθρα και οι προσωπικές στρατηγικές επιβίωσης, που ίσως πλέον είναι η μόνη συγκολλητική ουσία των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ. Μέσα σε λιγότερο από 10 χρόνια ο ΣΥΡΙΖΑ έχει παραγάγει τουλάχιστον πέντε κόμματα: Λαϊκή Ενότητα, Πλεύση Ελευθερίας, ΜέΡΑ25, Νέα Αριστερά, κόμμα Κασσελάκη, ενώ δεν αποκλείεται να συνεχίσει να παράγει διασπάσεις. Ας ελπίσουμε όχι όσες οι αρχικές συνιστώσες από τις οποίες προέκυψε. Οι διαλυτικές τάσεις του κόμματος αντανακλώνται άλλωστε και στη δημοσκοπική του εξαέρωση.
Δεν έχει σημασία εάν ζούμε το τέλος του ΣΥΡΙΖΑ ή μια παρατεταμένη κρίση ταυτότητας. Σημασία έχει πόση ζημιά έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ στην ελληνική Αριστερά και πόσα χρόνια θα πάρει την τελευταία να την ξεπεράσει. Η ιδέα ότι σαν από μηχανής θεός θα επιστρέψει ο παλαιός ηγέτης για να ενώσει τον χώρο –δηλαδή ο πρωτομάστορας του κατακερματισμού του– είναι μία ακόμη ένδειξη απουσίας επαφής με την κοινωνική πραγματικότητα και τους λόγους ύπαρξης ενός κόμματος. Ο ΣΥΡΙΖΑ προς το παρόν δεν μπορεί να αλλάξει ούτε τον εαυτό του, ούτε την κοινωνία, που είναι ο λόγος ύπαρξης ενός αριστερού κόμματος.
Η κ. Λαμπρινή Ρόρη είναι επίκουρη καθηγήτρια Πολιτικής Ανάλυσης στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

