«Πρώτα η Αμερική» και η Ευρώπη πού; Και η Ελλάδα πού ακριβώς μέσα στην Ευρώπη; Πόσο θα επηρεάσει η εκλογή του προέδρου Τραμπ τις διατλαντικές σχέσεις; Ποια επίδραση θα έχει στην ευρωπαϊκή οικονομία; Και ποιος θα είναι ο αντίκτυπος στην Ελλάδα, όχι μόνο από πλευράς εξωτερικής πολιτικής, αλλά και από πλευράς οικονομίας;
Ανεξάρτητα από το ποιες επιλογές θα κάνει ο κ. Τραμπ –και είναι δικαίωμά του, όπως είναι και δικαίωμα του αμερικανικού λαού να τον εκλέξει– η Ευρώπη πρέπει να δει τα του οίκου της, αλλά και η Ελλάδα το ίδιο.
Στην Ευρωπαϊκή Ενωση υπάρχουν ήδη μελέτες που έχουν παραγγελθεί και που προσφέρουν σχεδόν έτοιμες λύσεις: Η έκθεση Λέτα για την ενιαία αγορά, η έκθεση Ντράγκι για την ανταγωνιστικότητα και, επίσης, πολλές και ενδιαφέρουσες προτάσεις για μια κοινή πολιτική άμυνας. Το ερώτημα για την Ε.Ε. είναι: έως πότε θα συζητά χωρίς να δρα και έως πότε θα παραγγέλνει μελέτες χωρίς να τις χρησιμοποιεί;
Υπάρχουν πολλοί που υποστηρίζουν ότι ο Ζαν Μονέ θα δικαιωθεί και πάλι, και πως η Ευρώπη θα προχωρήσει «μέσω κρίσεων». Ας ελπίσουμε ότι η εκλογή Τραμπ θα λειτουργήσει ως καταλύτης, προκειμένου να ληφθούν οι αναγκαίες αποφάσεις για την ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα, για την προώθηση της ένωσης κεφαλαιαγορών, για την ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης, για πραγματικά κοινά ευρωπαϊκά δίκτυα στην ενέργεια, για όλες τις αναγκαίες αποφάσεις στην άμυνα και στην εξωτερική πολιτική. Σε κάθε περίπτωση, όμως, αν οι Ευρωπαίοι δεν αποφασίσουμε να ασχοληθούμε με τα όποια ελλείμματα των πολιτικών μας, δεν θα φταίνε οι επιλογές του αμερικανικού λαού, αλλά εμείς οι ίδιοι.
Τηρουμένων των αναλογιών, τα ίδια ισχύουν και για την Ελλάδα. Τουλάχιστον όσον αφορά την οικονομική πολιτική. Προφανώς, θα επηρεαστούμε σε κάποιο βαθμό από τις όποιες εξελίξεις στις ευρωαμερικανικές οικονομικές σχέσεις. Αλλά έχει πάντοτε σημασία, ιδιαίτερα σε ταραγμένους καιρούς, οι επιλογές που κάνεις εσύ ο ίδιος.
Την ανευθυνότητα και τα «εγώ» της πολιτικής τα πληρώνουμε όλοι και ακόμη πιο πολύ τα νέα παιδιά. Η ίδια η πατρίδα μας.
Η Ελλάδα έχει κάνει σημαντικά βήματα. Παρά το επενδυτικό κενό, οι επενδύσεις έχουν αυξηθεί κατά 53% μεταξύ 2019 και 2023. Οι εξαγωγές έχουν διπλασιαστεί ως ποσοστό του ΑΕΠ το 2023 σε σχέση με το 2008, από 23% έφτασαν στο 43%. Ενώ στην Ελλάδα των 10,5 εκατ., δημιουργήθηκαν τα τελευταία πέντε χρόνια 500.000 θέσεις εργασίας. Δεν είναι καθόλου λίγο! Και θα προχωρήσουμε μπροστά συνδυάζοντας τη δημοσιονομική σύνεση με μια φιλοεπενδυτική προσέγγιση και τη μείωση των φόρων με τον σταθερό περιορισμό της φοροδιαφυγής. Γι’ αυτόν τον λόγο με χαμηλότερους φόρους έχουμε πλέον παραπάνω έσοδα. Αλλά την ίδια στιγμή, καθώς οι συνέπειες της δεκαετούς κρίσης είναι ακόμη εδώ, έχουμε δρόμο μπροστά μας. Και σε αυτόν τον δρόμο υπάρχουν τρεις αντίπαλοι:
Ο πρώτος αντίπαλος θα ήταν η αυταρέσκεια. Οτι δηλαδή έχουμε κάνει αρκετά και γι’ αυτόν τον λόγο δεν θα έπρεπε να είμαστε έτοιμοι για διορθώσεις, για αυτοκριτική όπου χρειάζεται, για επιτάχυνση και, φυσικά, για κατανόηση όλων των συμπολιτών μας που αισθάνονται ότι έχουν μείνει πίσω. Ευτυχώς, ο πρωθυπουργός το κατανοεί πρώτος αυτός. Η κατανόηση των ασθενέστερων δεν είναι μόνο πολιτικό, αλλά και οικονομικό όπλο.
Δεύτερος αντίπαλος είναι η εξιδανίκευση της ακινησίας. Η αντίληψη «μη μιλάς, μη γελάς, κινδυνεύει η Ελλάς». Η πεποίθηση πως, αν δεν αλλάξεις τίποτα, μπορεί να κερδίσεις τις εκλογές, ενώ αν κάνεις διαρθρωτικές αλλαγές, θα προξενήσεις αντιδράσεις. Πέρα από την ηθική απαξία μιας τέτοιας αντίληψης, κανείς δεν θυμάται πολιτικούς ή κόμματα που «πέρασαν και δεν άγγιξαν». Θα ήταν λοιπόν πολύ μεγάλο λάθος, με επιχείρημα το 28,5% των ευρωεκλογών, να δοξαστεί η αντίληψη «τα μολύβια κάτω». Αντίθετα, αυτό που μας ζήτησαν οι εκλογείς, τόσο στις εκλογές του 2023 όσο και στις ευρωεκλογές του 2024, είναι να προχωρήσουμε με ταχύτητα και αποτελεσματικότητα, κάνοντας όλες εκείνες τις αλλαγές που θα ανεβάσουν την Ελλάδα ψηλότερα. Και αν προσωπικά προέτασσα μία από αυτές τις αλλαγές, θα ήταν η μάχη με το βαθύ κράτος.
Τρίτος αντίπαλος είναι ο λαϊκισμός. Τον έχουμε πληρώσει πανάκριβα σε αυτή τη χώρα. Γι’ αυτό και πρέπει, επιτέλους, να διδαχθούμε από τις αλλεπάλληλες χρεοκοπίες του σύγχρονου ελληνικού κράτους μετά την απελευθέρωσή του. Φτάνει πια! Δεν είναι λίγες οι δυνάμεις από το σύνολο του πολιτικού φάσματος που εξακολουθούν να δρουν σαν να μην πέρασε μία μέρα από το ξέσπασμα της κρίσης της περασμένης δεκαετίας. Ή σαν η Ελλάδα να μπορεί ξαφνικά να «διακτινιστεί» οικονομικά και να γίνει Λουξεμβούργο και Νορβηγία. Δεν είμαστε τηλεθεατές σε όσα συμβαίνουν στην οικονομία και στην πατρίδα μας. Είμαστε όλοι παράγοντες διαμόρφωσης των εξελίξεων με τη στάση μας. Την ανευθυνότητα και τα «εγώ» της πολιτικής τα πληρώνουμε όλοι και ακόμη πιο πολύ τα νέα παιδιά. Η ίδια η πατρίδα μας.
Σε αυτή, λοιπόν, την εποχή των ισχυρών διεθνών αναταράξεων χρειάζεται σταθερό τιμόνι, σοβαρότητα και υπευθυνότητα, επιμονή στις διαρθρωτικές αλλαγές: στην οικονομία, στη δημόσια διοίκηση, στη Δικαιοσύνη, στην παιδεία, στην υγεία, παντού. Οι αλλαγές αυτές δεν θα κάνουν καλύτερη μόνο την καθημερινότητα των Ελλήνων, θα δημιουργήσουν επίσης όλες εκείνες τις προϋποθέσεις για μια πιο δυναμική οικονομία, πιο δυναμική Ελλάδα. Για καλύτερο επίπεδο ζωής και κυρίως για καλύτερες προοπτικές για τους νέους Ελληνες. Αυτός είναι σήμερα ο πραγματικός πατριωτισμός και όχι οι εύκολες κορώνες πολιτικής μεγαλοστομίας.
Ο κ. Κωστής Χατζηδάκης είναι υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών.

