Χωρίς τις υπερβολές και τις σπατάλες του «κακού» παρελθόντος, αλλά πάντα με περιθώρια βελτίωσης όσον αφορά κυρίως την εσωτερική κατανομή ορισμένων κονδυλίων, εγκρίθηκε από την εθνική αντιπροσωπεία ο ετήσιος προϋπολογισμός δαπανών της Βουλής, για το 2025. Το συνολικό ποσό ανέρχεται στα 169.950.000 ευρώ, στοιχείο το οποίο πιστοποιεί πως και για την προσεχή χρονιά οι δαπάνες κοινοβουλευτικής λειτουργίας κινούνται «εντός του εγκεκριμένου ορίου του μεσοπρόθεσμου προγράμματος δημοσιονομικών στόχων, το οποίο αφορά την τετραετία 2025-2028», όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στην εισηγητική έκθεση.
«Η δαπάνη του Κοινοβουλίου αντιπροσωπεύει ένα γλίσχρο, ένα συμβολικό ποσοστό της συνολικής κρατικής δαπάνης», σχολιάζει χαρακτηριστικά ο πρόεδρος της Βουλής Κων. Τασούλας και προσθέτει: «Είναι μόλις και μετά βίας το δύο τοις χιλίοις των συνολικών κρατικών δαπανών και νομίζω πως αυτό μαρτυρεί ότι η Βουλή εξακολουθεί –χωρίς να υπονομεύει τη λειτουργικότητά της και την γκάμα των ευρύτερων δραστηριοτήτων της, πέραν των πιο εμβληματικών– να σέβεται το δημόσιο χρήμα και να κινείται σε πνεύμα νοικοκυροσύνης και περιστολής».
Το γεγονός αυτό σημαίνει πως το αποκαλούμενο και «κόστος της Δημοκρατίας» με όρους αντικειμενικούς μπορεί να θεωρηθεί έως και αρκετά κατώτερο των απαιτήσεων, σχολιάζεται στους διαδρόμους της Βουλής, με την παράλληλη επισήμανση –ωστόσο– πως σε κάθε περίπτωση κρίσιμο για την εξαγωγή συμπερασμάτων ως προς το αρκετό ή μη της συνολικής δαπάνης είναι ο συνυπολογισμός της ποιότητας του παραγόμενου νομοθετικού και ελεγκτικού ρόλου των αιρετών εκπροσώπων των πολιτών.

Αξίζει να αναφερθεί ότι εκ των σχεδόν 170 εκατ. ευρώ που προϋπολογίζονται για το ερχόμενο έτος, υποπολλαπλάσιο είναι το ποσό που λαμβάνουν οι βουλευτές, με διάφορες αιτιολογίες, όπως συμμετοχή σε επιτροπές, επιδόματα γραφείου κ.λπ. Χωρίς να συμπεριλαμβάνονται τα ποσά για υποστήριξη του έργου τους, όπως επί παραδείγματι για χρονομίσθωση αυτοκινήτων ή αμοιβές επιστημονικών συνεργατών, τα χρήματα που λαμβάνουν, φθάνουν στα 20 εκατ. Υπενθυμίζεται ότι η «ακαθάριστη βουλευτική αποζημίωση» μηνιαίως ανέρχεται στα 5.135,04 ευρώ, οι δαπάνες οργάνωσης γραφείου κυμαίνονται αναλόγως της περιοχής στην οποία εκλέγονται οι βουλευτές από 664-831 ευρώ, και τα έξοδα κίνησης από 291 έως 648 ευρώ. Για κάθε συμμετοχή σε συνεδριάσεις επιτροπών, λαμβάνουν έκαστος 75 ευρώ. Τούτων δοθέντων και με τον κανόνα να λέει ότι μεγάλος αριθμός αιρετών ανταποκρίνονται στις τουλάχιστον τυπικές υποχρεώσεις τους, γενικόλογοι αφορισμοί, όπως αυτός που ακούστηκε προ διημέρου εντός της Ολομέλειας ότι «βουλευτές υπηρετούν την τσέπη και το συμφέρον τους, το κόμμα και την εξουσία τους, αλλά όχι τον ελληνικό λαό», απέχουν της πραγματικότητας.
Συγκριτικά με τον προηγούμενο ετήσιο προϋπολογισμό, καταγράφεται μία αύξηση κατά περίπου 10,5 εκατ., η οποία οφείλεται κυρίως στην «οριζόντια αύξηση των μισθών του Δημοσίου από την 1η Απριλίου του επόμενου έτους», καθώς και «στην αύξηση της συνεργασίας με ορκωτούς ελεγκτικούς μηχανισμούς επαγγελματικής συνεργασίας που έχει η Βουλή για το “πόθεν έσχες”, διότι οι ελεγχόμενοι, με τη νέα νομοθεσία είναι πλέον διπλάσιοι απ’ ό,τι προηγούμενες χρονιές. Εχουμε την ευθύνη περίπου 13.000 ελεγχομένων, ενώ μέχρι πρότινος είχαμε 6,5 χιλιάδες ελεγχόμενους», επισημαίνει ο κ. Τασούλας.
Στα αναμφισβήτητα θετικά των ποσών που δαπανώνται είναι και εκείνα τα οποία αφορούν τη «δημιουργία της Μόνιμης Ελληνικής Εκθεσης στο Κρατικό Μουσείο του Αουσβιτς – Μπιρκενάου, στο Οσβιέντσιμ της Πολωνίας (ελληνικό μπλοκ), η οποία αναμένεται να λειτουργήσει περί τα τέλη του 2025». Υπάρχουν ωστόσο και περιπτώσεις κατανομής πιστώσεων – διάθεσης κονδυλίων που προσελκύουν το, όχι πάντα με θετικό πρόσημο, ενδιαφέρον: Καταγράφονται ενδεικτικά η επιμονή στο να προβλέπεται ποσό 80.000 ευρώ για «αγορές έργων τέχνης» από τη Βουλή των Ελλήνων, ή και την ίδια στιγμή η επιλογή να επιχορηγούνται για λειτουργικές δαπάνες τους, οι «μονάδες κοινωνικής φροντίδας» με 110.000, ενώ οι «εκκλησιαστικοί οργανισμοί» με 180.000 ευρώ.

