Ο Ιάκωβος Μιχαηλίδης και δύο φοιτητές από το Τμήμα Ιστορίας του Αριστοτέλειου βρίσκονται από προχθές στα Αδανα. Συμμετέχουν σε σεμινάριο με θέμα τον «Διαπολιτισμικό Διάλογο». Πανεπιστημιακοί από την Ελλάδα, την Τουρκία, την Ιταλία και βαλκανικές χώρες θα διδάξουν σε αντίστοιχες ομάδες φοιτητών για μία βδομάδα πάνω σε ενότητες σχετικές με την ιστορία και τον πολιτισμό. Δεν είναι η πρώτη φορά. Τα πανεπιστήμια των δύο χωρών χτίζουν αργά και σταθερά μια δική τους αυτόνομη γέφυρα επικοινωνίας. Η γέφυρα στήθηκε πάνω στο ρήγμα των σεισμών στην Πόλη. Το κλίμα διαλόγου μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας βοήθησε από το 1999 να δημιουργηθεί και να αναπτυχθεί η -όλο και διευρυνόμενη- επαφή ελληνικών και τουρκικών πανεπιστημίων.
Τα χρόνια πριν από το 1999 ήταν δύσκολα για τέτοιες επαφές και η πρώτη γενιά, οι πρωτοπόροι αυτής της επαφής (Στ. Πεσμαζόγλου, Ηρακλής Μήλλας, Ρενέ Χίρσον και άλλοι) αντιμετώπισαν σημαντικά προβλήματα και από τις δύο χώρες. Αντίθετα αυτή η δεύτερη γενιά, από το ’99 και μετά, φαίνεται πιο τυχερή. Το διαφορετικό κλίμα στο σύνολο των σχέσεων Ελλάδας-Τουρκίας διευκόλυνε σημαντικά. Οπως και η τουρκική νομοθεσία που σε αντίθεση με την ελληνική επιτρέπει σε πολίτες άλλων χωρών να μετέχουν σε σχετικούς διαγωνισμούς και να διορίζονται ακόμη και σε κρατικά Πανεπιστήμια – από τα πρόσφατα παραδείγματα ο Βαγγέλης Κεχριώτης στο (κρατικό) πανεπιστήμιο του Βοσπόρου και ο Χάρης Τζήμητρας στο Μπιλγκί.
Το κλίμα υποβοηθήθηκε και από την παρουσία μειονοτικών πανεπιστημιακών τα προηγούμενα χρόνια στα τουρκικά πανεπιστήμια που έφεραν πιο κοντά τους Ελληνες πανεπιστημιακούς με τους Τούρκους συναδέλφους τους.
Ανάγκη
Ο Ιάκωβος Μιχαηλίδης εκτιμά ότι ο βασικός λόγος αυτής της επικοινωνίας οφείλεται σε καθαρή ανάγκη: «Πώς είναι δυνατόν να μελετάμε την ιστορία της χώρας μας, όταν ένα σημαντικό κομμάτι της βρίσκεται στα οθωμανικά αρχεία; Η νέα γενιά επιστημόνων βγαίνει σαφώς πιο κερδισμένη, αφού δεν αρκείται στην έρευνα μόνο των ελληνικών ή των βρετανικών ή των γαλλικών αρχείων.
Οπως ο Νίκος Σιγάλας, ιστορικός – ερευνητής στην Πόλη για λογαριασμό του Γαλλικού Ινστιτούτου ή όπως ο Κωνσταντίνος Τσιτσελίκης (πανεπιστημιακός, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας) ο οποίος εδώ και τρία χρόνια επισκέπτεται και διδάσκει στο Μπιλγκί. Εκεί βρίσκεται σε εξέλιξη και ένα πρωτοποριακό εγχείρημα. Είναι το μόνο μέρος στον κόσμο όπου λειτουργεί Ελληνο-τουρκικό Ινστιτούτο (σε μεταπτυχιακό επίπεδο). Διδάσκοντες και διδασκόμενοι είναι Ελληνες και Τούρκοι, στην ίδια αναλογία. Το ινστιτούτο διευθύνεται από τον Χάρη Τζήμητρα και τον Umut ƒzkrml. Τα μαθήματα είναι στα αγγλικά και την πρώτη μέρα, όπως έλεγε χαριτολογώντας στην Turkish Daily News (αναδημοσιεύτηκε προχθές από την «Κ») ο Χάρης Τζήμητρας, «όταν μιλήσαμε ο Umut κι εγώ στους φοιτητές, τους ήταν εξαιρετικά δύσκολο να καταλάβουν ποιος είναι ο Ελληνας και ποιος ο Τούρκος».
Το Μπιλγκί θεωρείται στην Τουρκία ως το πιο προοδευτικό πανεπιστήμιο με πρωτοποριακά προγράμματα και ιδιαίτερα καλό επίπεδο σπουδών.
Επίσης, πολλοί Ελληνες αλλά και Κύπριοι φοιτητές τουρκικών σπουδών (σε ελληνικά πανεπιστήμια) θα επωφεληθούν του κλίματος ώστε να παρακολουθήσουν campus εκμάθησης τουρκικών. Στην Ελλάδα λειτουργούν ήδη τμήματα τουρκικών σπουδών στη Θεσσαλονίκη Αθήνα, Φλώρινα, Ρόδο και ένα από τα καλύτερα τμήματα Οθωμανολογίας, στο Ρέθυμνο.
«Στις βαλκανικές χώρες, λέει ο Ιάκωβος Μιχαηλίδης υπήρχε ανέκαθεν πρόβλημα στην ιστορική έρευνα. Η πρόσβαση στα αρχεία ήταν εξαιρετικά δύσκολη, όπως και στην Ελλάδα. Ετσι οι ιστορικοί των βαλκανικών χωρών επικοινωνούσαν περισσότερο μέσω αρχείων τρίτων χωρών παρά απευθείας. Και επίσης υπήρχαν ελάχιστοι επιστήμονες που ακόμη κι αν είχαν πρόσβαση σ’ αυτά τα αρχεία θα μπορούσαν να τα διαχειριστούν, λόγω γλώσσας. Τώρα αυτά αλλάζουν».
Τα αρχεία
Φέτος στη Θεσσαλονίκη κατατέθηκε ένα από τα ελάχιστα διδακτορικά που ασχολούνται και με την άλλη πλευρά της ανταλλαγής των πληθυσμών μετά τη Συνθήκη της Λωζάννης. Ο φοιτητής αναζήτησε την τύχη των περίπου 3.000.000 προσφύγων που βρέθηκαν στην Τουρκία, την υποδοχή τους από τους ντόπιους και την εξέλιξή τους. Η έρευνα βασίστηκε σε τουρκικά αρχεία. «Ετσι, λέει ο Ιάκωβος Μιχαηλίδης έχουμε μια νέα διάσταση στην οπτική του προσφυγικού ζητήματος εκείνης της εποχής».
Η γέφυρα δεν είναι μονόδρομος. Εχουμε και στην Ελλάδα Τούρκους φοιτητές, λέει ο Κ. Τσιτσελίκης, που ευνοούνται κι αυτοί από την επικοινωνία μεταξύ των δύο εκπαιδευτικών κοινοτήτων. Η ενταξιακή διαδικασία της Τουρκίας αποτελεί ένα ακόμη στήριγμα της ελληνοτουρκικής γέφυρας μέσω του ERASMUS και άλλων διαπανεπιστημιακών ευρωπαϊκών προγραμμάτων.
Και η Ρωμέικη μειονότητα ελπίζει…
Περίπου στους εκατό υπολογίζονται οι Ελληνες που τα τελευταία δύο χρόνια έχουν εγκατασταθεί στην Πόλη. Πανεπιστημιακοί, καθηγητές σε μερικά από τα καλά ιδιωτικά πανεπιστήμια της Πόλης, μεταπτυχιακοί φοιτητές -κυρίως στις ιστορικές, ανθρωπολογικές αλλά και στις θρησκειολογικές σπουδές- και φοιτητές τουρκικής γλώσσας. Και τέλος μερικοί επιχειρηματίες. Οχι πολλοί… Ακόμη.
Αποτελούν «ένεση» αυτοί οι νέοι άνθρωποι (και) για τη Ρωμέικη μειονότητα; Μπήκε φρένο – μάλιστα με τρόπο που δεν φανταζόμασταν – στη ραγδαία πληθυσμιακή μείωση;
Οι περισσότεροι θα συμφωνήσουν ότι είναι νωρίς για τέτοιες εκτιμήσεις. Ωστόσο σ’ έναν πληθυσμό περίπου 3.500 Ρωμιών οι εκατό νέοι άνθρωποι δεν περνούν απαρατήρητοι. Και η παρουσία τους έχει ήδη αποτελέσματα. Οι καλές τους σχέσεις με Τούρκους Πανεπιστημιακούς διευρύνουν με πολλούς τρόπους τους διαύλους επικοινωνίας και δημιουργούν νέους. Παράλληλα, με τη βοήθεια και του Πατριαρχείου και βεβαίως μέχρι σχετικά πρόσφατα και του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών, η Ρωμέικη μειονότητα άρχισε να κινείται. Να θέτει -επιτέλους ανοιχτά- τα προβλήματά της και να συζητά για τους αιρετούς άρχοντες που διαχειρίζονται μεγάλα κληροδοτήματα και ακίνητα-φιλέτα. Η πρώτη «Συνάντηση στην Πόλη» το καλοκαίρι του 2006 ήταν αποτέλεσμα της συνεργασίας νέων κατοίκων της Πόλης με τμήματα της μειονότητας. Για πρώτη φορά οι Ρωμιοί της Πόλης μίλησαν δημόσια για τα εσωτερικά τους προβλήματα και κάλεσαν Τούρκους πανεπιστημιακούς που στάθηκαν αλληλέγγυοι στα προβλήματα με το τουρκικό κράτος. Ολη αυτή η κινητοποίηση οφείλεται στα υπόγεια ρεύματα που δημιουργήθηκαν τα τελευταία χρόνια, χάρη σε λιγοστά αλλά δυναμικά νέα και παλαιά μέλη της μειονότητας.
Κάτι κινείται στην Πόλη. Τόσο από τους 300.000 Ελληνες «εποχικούς» επισκέπτες που για χάρη τους το «Καπαλί τσαρσί» μετατρέπεται σε ελληνόφωνο, όσο και από τους λιγοστούς 20άρηδες και 35άρηδες που αναζητούν στα οθωμανικά και τουρκικά αρχεία ή στα τουρκικά πανεπιστήμια το νέο πλαίσιο συνεννόησης.

