Ηθική των ηθών ή των παθών;

Κύριε διευθυντά

Κάποια έθιμα, ιδίως όταν συνδέονται με ασυγκράτητα πάθη, ακόμη και αν είναι βαθιά ριζωμένα στον χρόνο, δεν συμπίπτουν κατ’ ανάγκην με την ηθική και τα κοινωνικά ήθη. Μπορεί, αντιθέτως, ήθη και πάθη να αποκλίνουν και να αντιστρατεύονται τα μεν τα δε, διασαλεύοντας την ειρήνη και τη γαλήνη. Κάποια «έθιμα» ή τρόποι ακραίας συμπεριφοράς, όπως φέρ’ ειπείν η «βεντέτα», η εκδικητική τιμωρία εχθρού ή αντιπάλου, παρέχουν σε εκείνους που είναι αιχμαλωτισμένοι σε αυτά μιαν αίσθηση ισχύος και προσήλωσης σε οικογενειακούς ή άλλους (λ.χ. οπαδικούς) δεσμούς. ∆εν πρόκειται, όμως, παρά για επίπλαστη και βάρβαρη ή πρωτόγονη αντίληψη περί του κοινωνικά ορθού και επιβεβλημένου. Στην πραγματικότητα προσβάλλουν βάναυσα τόσο το κράτος δικαίου όσο και την ηθική. Ο παθιασμένος δράστης της αυτοδικίας πάσχει από μια ψευδαίσθηση ως προς τον ενδεδειγμένο τρόπο αποκατάστασης μιας προσβολής ή, έστω, αδικίας. Το πάθος και η ανεξέλεγκτη οργή, που τον διακατέχει, ο βρασμός ψυχής του, τυφλώνουν μέσα του τη δυνατότητα της αναζήτησης μιας εύλογης αντίδρασης και διαμαρτυρίας για κάτι που ενοχλεί.

Η τρέλα του άγριου θυμού και της βίαιης διάθεσης, που καταλαμβάνει κάποτε κυριαρχικά τη συγκινησιακή ζώνη της ψυχής και συσκοτίζει τη σκέψη, δεν καταλήγει παρά σε ένα ξέσπασμα αυθαιρεσίας και στην τυφλή χαρά του παραλογισμού. Οταν περιέρχεται κανείς σε αυτή την κατάσταση, οι λέξεις, οι αρχές και οι αξίες χάνουν το σύνηθες νόημά τους· η ηρεμία και η αυτοσυγκράτηση εκλαμβάνονται ως δειλία, η σύνεση ως δουλικότητα, η συνεννόηση ως αθέμιτος συμβιβασμός και ενδοτικότητα. Αντιθέτως, η πρόσκληση τρόμου και φόβου στον αντίπαλο εμφανίζεται ως γενναιότητα και ανδρεία. Η αντεκδίκηση μοιάζει στη μανιασμένη από το πάθος ψυχή με πράξη ελευθερίας.

Η αλήθεια είναι, ωστόσο, πως ο φορέας αυτού του πάθους βρίσκεται πολύ πέραν της ηθικής και της δικαιοσύνης, όσο κι αν ο ίδιος δεν το κατανοεί στην έξαψη της συναισθηματικής ταραχής του. Τέτοιο είναι το γνώρισμα αυτού του είδους της μανίας: να θεωρεί κανείς ως υγιή μόνο τον εαυτό του και τους άλλους ως ασθενείς.

Υπάρχει, άραγε, μεγαλύτερη αυταπάτη από αυτήν; Και ποιος πάσχει τελικά περισσότερο, εκτός από το θύμα, ο αψίκορος εκδικητής ή οι «συμβιβασμένοι»; Το παθιασμένο πεπρωμένο του (amor fati) πόσο μπορεί να διαρκέσει; Και αν το ζην επικινδύνως (vivere pericolosamente) ασκεί σε αυτόν μιαν έλξη και γοητεία, παρέχοντας μιαν απατηλή αίσθηση ισχύος και υπεροχής, ποιες είναι οι ευρύτερες συνέπειες; Μπορεί ο ίδιος να αγαπήσει, να ερωτευθεί ειρηνικά και με διάρκεια, να κάνει παιδιά, να αγγίξει τα γεράματα σε γαλήνη και ηρεμία; Περνούν τέτοιες σκέψεις από το μυαλό του; Μάλλον όχι, αφού έχει τυφλωθεί από το πάθος και την οργή, που ξεχειλίζει στην ψυχή και οπλίζει το χέρι με ανεξέλεγκτη βία. Ολα όμως αυτά απέχουν παρασάγγες από την ηθική και τη λογική, το κράτος δικαίου, τη δημοκρατία και την κοινωνική ευημερία.

*Ομότιμος καθηγητής ΕΚΠΑ

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT