Κύριε διευθυντά
Γεννήθηκα το 1935 στο ορεινό χωριό Μαλακάσι Καλαμπάκας. Ο παππούς Περικλής (πατέρας της μητέρας) ήταν ο πρώτος παιδαγωγός μου. Αναπλήρωνε τον πατέρα που απουσίαζε συχνά από το σπίτι και για πολλές ημέρες. Αυτό είχε ως συνέπεια να έχω πιο στενούς δεσμούς και μεγαλύτερη οικειότητα μαζί του παρά με τον πατέρα, στα πρώτα δέκα χρόνια της ζωής μου. Ρουφούσα τις ιστορίες του από τα διάφορα μέρη που είχε επισκεφθεί και ποτέ δεν θεωρούσα περιττές τις συμβουλές του. Την ίδια εποχή δεν μπορώ να πω ότι έτρεφα τα ίδια αισθήματα για τον πατέρα. Αυτόν τον σεβόμουν αλλά και τον φοβόμουν. Για τον φόβο μου προς τον πατέρα, υπεύθυνη ήταν η μάνα. Για όλες τις αταξίες μου, που δεν ήταν λίγες, εκτός από τις πολλές και συχνές χειροδικίες της στα οπίσθιά μου, απειλούσε ότι το Σάββατο όταν θα επέστρεφε ο πατέρας, θα του ανέφερε όλα τα «κατορθώματά μου», για να αναλάμβανε εκείνος για τα περαιτέρω, μια και της φαινόταν ότι με τον συχνό «μητρικό ξυλοδαρμό» μάλλον διασκέδαζα! Φρόντιζα να μην είμαι παρών όταν η μάνα εξιστορούσε στον πατέρα τις αταξίες του γιου της. Και κατέληγε:
– Κρύβεται γιατί σε φοβάται.
Και έλεγε την αλήθεια. Ομως, η αναφορά αυτή έφερνε σε δύσκολη θέση τον πατέρα μου. Ηταν δυνατόν να του έχω λείψει για πολλές ημέρες και μετά όταν ανταμώναμε, αντί να με χαϊδέψει, να με δείρει; Οπως απαιτούσε η μάνα μου να πράξει; Αδύνατον!
∆εν ξέρω τι απαντούσε στην ίδια κατ’ ιδίαν για τις αταξίες μου, αλλά όταν ο πατέρας με συναντούσε μετά την πολυήμερη απουσία του εξαντλούσε την τιμωρία του επάνω μου σε ένα αυστηρό του βλέμμα προς το πρόσωπό μου, που με κατακεραύνωνε. Οι ασπασμοί μεταξύ αρρένων στην οικογένειά μας ήταν σπάνιοι, για αυτό και σημαντικοί. Μέχρι τα είκοσι χρόνια μου θυμάμαι δύο πατρικά φιλιά. Το πρώτο τον Ιανουάριο 1941, όταν ο πατέρας επιστρατεύθηκε και το δεύτερο το 1954, όταν επέτυχα στην Ιατρική Σχολή. Πολύ μεγάλο διάστημα ανάμεσα σε δύο πατρικά φιλιά που θυμάμαι. Ισως επειδή τα φιλιά τα είχαν αναλάβει, εργολαβικώς και κατ’ αποκλειστικότητα, η μάνα και η γιαγιά, εναλλάξ με τις συχνές χειροδικίες, οι οποίες όμως πάντα «απέβαιναν επί ματαίω».
ΥΓ.: Από το βιβλίο μου «Η καρυδιά με τους νουμάδες».
*Καρδιοχειρουργός
