Κύριε διευθυντά
Είμαι στενός συγγενής νεκρού του έπους του ’40. Στην ηλικία μου των τριών ετών, η οικογένειά μου έλαβε το μήνυμα της απώλειας του πατέρα μου που πολεμούσε στο αλβανικό μέτωπο. Στα φοιτητικά μου χρόνια φρόντισα να πληροφορηθώ ότι ο τάφος του ευρίσκεται στο νεκροταφείο της Αρτας. Τον αναζήτησα και μου υπέδειξαν ένα τμήμα του νεκροταφείου όπου υπήρχε μία σειρά από μικρούς ξύλινους σταυρούς, χωρίς αναγραφή ονομάτων, πράγμα που καθιστούσε ανέφικτη την εκταφή για την απόκτηση των λειψάνων.
Περιορίστηκα να μοιράσω τα λουλούδια που κρατούσα σε όλους τους σταυρούς. Εκτοτε κάθε παρουσία μου στο Μνημείο του Αγνωστου Στρατιώτη συνοδεύεται από το συναίσθημα του αντικρίσματος του κοινού τάφου των ηρωικών νεκρών του αλβανικού μετώπου. Και δεν διανοήθηκα να εφοδιαστώ με ένα δοχείο χρώματος και ένα πινέλο για να γράψω με μεγάλα γράμματα το όνομα του πατέρα μου στο δάπεδο του χώρου, και πολύ περισσότερο να παρατείνω την παρουσία μου με την εγκατάσταση αντίσκηνου, τέντας, ομπρέλας θαλάσσης και της σχετικής επίπλωσης.
Αντιλαμβάνομαι ότι ο μεγάλος πόνος του αλβανικής καταγωγής Ελληνα πολίτη κ. Πάνου Ρούτσι για την πρόωρη απώλεια του παιδιού του, δεν άφηνε περιθώρια συναντίληψης των συνειρμών που ενδέχεται να δημιουργούσε η «σύληση» του Μνημείου σε στενούς συγγενείς των πεσόντων στο αλβανικό μέτωπο.
Και δεν αντιλαμβάνομαι την υποβάθμιση του κύρους των μνημείων που έχουν ήδη ανεγερθεί στη μνήμη των αδικοχαμένων νεκρών του δυστυχήματος των Τεμπών στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις, με την απόρριψη της καταλληλότητάς τους για παρόμοιες εκδηλώσεις.
Και, τέλος, να επισημάνω ότι ο όρος «Φρουρά του Μνημείου» αποκτά ουσιαστικό περιεχόμενο όταν, εκτός της τιμητικής, υποδηλώνει κυρίως την αποτρεπτική του αποστολή έναντι κάθε απόπειρας «σύλησής» του.
*Πολιτικός Μηχανικός, Κηφισιά
