Κύριε διευθυντά
Πάντα καλωσορίζω κάθε τεύχος του περιοδικού «Γαστρονόμος» της «Κ» και θαυμάζω το περιεχόμενο, την επιμέλεια και τη συχνότητα της έκδοσής του. Ειδικότερα ως προς το περιεχόμενό του, συντάσσομαι απολύτως με την ευδιάκριτη ανάδειξη από τις σελίδες του κάθε δημιουργικής προσπάθειας ανανέωσης της ελληνικής κουζίνας, ενώ κατανοώ την ήπια απαρέσκεια προς κάποιες γαστρονομικές δηθενιές που εξέθρεψε η άνθηση της εστίασης πολυτελείας στη χώρα μας μετά τη Μεταπολίτευση. Μια άνθηση, που, με την αλόγιστη συμπαράσταση των ειδικών περιοδικών της εποχής, υιοθετήθηκε αναφανδόν, αρχικά από τους νεόπλουτους ιεροφάντες του lifestyle και στη συνέχεια από τους μολυσμένους μιμητές μεσοαστούς, οι οποίοι «είδαν» τη βραδινή έξοδο για φαγητό, αποκλειστικά, ως ένα πεδίο διάκρισης και επίδειξης. Ως event, περίπου ως επίτευγμα.
Προσβλητικά κακέκτυπα ενός καλώς εννοούμενου κοσμοπολιτισμού, ούτε που ένιωσαν την πηγαία φυσική, ιδιωτική ανάγκη της απόλαυσης ενός νόστιμου, καλομαγειρεμένου και καλοσερβιρισμένου φαγητού. Πολύ περισσότερο, με ομόδοξους συνδαιτυμόνες ολόγυρα, στη σάλα του εστιατορίου, με τη συνοδευτική θαλπωρή της μικρής βαβούρας να διατρανώνει την –και μεταδοτική– αίσθηση ευδαιμονισμού, που κάπου κάπου, όλοι νιώθουμε ότι μας αξίζει.
Μολαταύτα, σύμφωνα και με την περίπου επακριβή διατύπωση του πρύτανη της καθ’ ημάς γαστρονομίας Δειπνοσοφιστή – Χρίστου Ζουράρι, η κουζίνα έχει μια ανεκτίμητη, απαράγραπτη οφειλή προς το lifestyle και τους πλούσιους και ισχυρούς που συνωθούνται στις τάξεις του. Χάρις σ’ αυτούς, η γαστρονομία γενικότερα ευτύχησε να δεχτεί και να αφομοιώσει τις ευεργετικές γι’ αυτήν εισφορές της τόλμης, της σπατάλης και του περιττού. Χάρις σ’ αυτούς, οι κατάλογοι των εστιατορίων μας εμπλουτίστηκαν με καινοτόμες πρωτοβουλίες, δάνεια, μιμήσεις και πειραματισμούς. Ανεξάρτητα, βεβαίως, από το γεγονός ότι αυτά δεν προήλθαν από ένα αυθεντικό και ειλικρινές γαστρονομικό ενδιαφέρον.
«Private vices lead to public benefits. Το ιδιωτικό κακό στην υπηρεσία του κοινού καλού», αφορίζει αφοπλιστικά ο Μάντβιλ.
*Βούλα
