Κύριε διευθυντά
Ο αγαπημένος μας ηθοποιός δεν είναι πια μαζί μας. Ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ που κατάφερε να συνδυάσει τη γοητεία με τη σιωπή, την εσωτερικότητα με το φως. Κι αν αναζητούσε κανείς την πηγή αυτής της εσωτερικότητας, θα τη συναντούσε πρώτα στα μάτια του. Μάτια που έμοιαζαν ν’ αναδύονται από τον ωκεανό. Σαν να κουβαλούσαν μέσα τους τον πιο κρυφό διάλογο ενός ανθρώπου με τον εαυτό του και τον κόσμο.
Ο Ρέντφορντ δεν ερμήνευε ρόλους, ενσάρκωνε στάσεις ζωής. Εδινε φωνή σε τρόπους ύπαρξης που σπάνια τολμάμε να ζήσουμε. Και κάθε του εμφάνιση είχε το δικό της βάρος, μια ατμόσφαιρα σμιλεμένη από τα απλά αλλά άρρητα. Στην ομιλία του το 2002, όταν τιμήθηκε με το τιμητικό Οσκαρ, είπε:
«Η δύναμη της τέχνης δεν είναι μόνο να αντέχει στις αλλαγές, αλλά και να τις καθοδηγεί… Η ελευθερία της έκφρασης είναι δώρο. ∆ώρο που μας επιτρέπει, ως καλλιτέχνες, να μιλάμε με τη δική μας φωνή. Να αφηγούμαστε τις ιστορίες μας όπως τις ζούμε, όπως τις νιώθουμε. Για τον άνθρωπο, για την πολύπλοκη ζωή, για τον κόσμο που μας περιβάλλει. Κι αυτό το δώρο δεν είναι ποτέ μικρό, ούτε αυτονόητο».
Για τον Ρέντφορντ το προνόμιο της ζωής ήταν η ελευθερία να αφηγείται τον ανθρώπινο αγώνα και τις αντιφάσεις του κόσμου. Η καλλιτεχνική έκφραση δεν ήταν πολυτέλεια γι’ αυτόν, αλλά όρος ύπαρξης. Το απέδειξε στις ταινίες που σφράγισαν το αμερικανικό σινεμά: στο «The Electric Horseman», όπου μίλησε για τη φθορά του ονείρου, στο «All the President’s Men» και την πολιτική διαφθορά που αποκάλυψε, στο «The Way We Were» όπου συνάντησε τον έρωτα και την ιστορία. Κάθε ρόλος ήταν μια συνομιλία με τον κόσμο, μια κατάθεση ψυχής.
Σε καμία άλλη ταινία όμως δεν μας έδωσε τα βαθύτερά του τραύματα, τις πιο εύθραυστες σκέψεις του, δεν τα κατέθεσε όλα σε κοινή θέα, όπως στον «Γητευτή των Αλόγων». Κι εδώ ακριβώς είναι και το πιο ανθρώπινο και το πιο ηρωικό μέρος της τέχνης του Ρέντφορντ: η απόλυτη έκθεση, η γυμνότητα της ψυχής. Ο Ρέντφορντ όχι μόνο δεν την φοβήθηκε, αλλά την αποκάλυψε κιόλας. Κι αυτή η αποκάλυψη έγινε γέφυρα ανάμεσα στον ίδιο και σε όλους εμάς που βρήκαμε μέσα στους ρόλους του ένα κομμάτι από τον εαυτό μας.
Αυτή η ταινία είναι μια ιστορία για την απώλεια, την επούλωση και τη σιωπηλή επικοινωνία που ξεπερνά τις λέξεις. Ο Ρέντφορντ, ως γητευτής, δεν «υποτάσσει» το ζώο αλλά το αφουγκράζεται. Το ίδιο κάνει και με τους ανθρώπους. Η σχέση του με το τραυματισμένο κορίτσι και το άλογό της γίνεται παραβολή για την ίδια τη ζωή. Η τρυφερότητα μπορεί να θεραπεύσει εκεί όπου η βία και ο εγωισμός μόνο καταστρέφουν. Είναι μια ταινία που μιλάει για το αόρατο, αυτό που ζει στη σιγή, την εμπιστοσύνη, τη συγχώρεση, την επανένωση με τον εαυτό μας. Πόσο βαθιά μες στη σιωπή πρέπει να μπούμε για να ακούσουμε την ανθρώπινη ψυχή. Γι’ αυτό και ο «Γητευτής των Αλόγων» μοιάζει με καθρέφτη του ίδιου του Ρέντφορντ. Ενός ηθοποιού που δεν πίστεψε ποτέ στη δύναμη της επίδειξης, αλλά στη δύναμη της αλήθειας και της απλότητας.
Η τέχνη του ήταν προσευχή. Ενα άνοιγμα της ψυχής, μια απόλυτη έκθεση που μεταμόρφωνε τον πόνο σε φως. Αυτό το «τραύμα» το χάραξε στους ρόλους του, το έκανε όμορφο, φορέα νοήματος.
Αυτός ο σπουδαίος ηθοποιός, αυτός ο σπουδαίος άνδρας μας έδειξε ότι η τέχνη δεν είναι διαφυγή, αλλά αλχημεία. ∆εν απέφυγε το σκοτάδι. Αντιθέτως, το μέτρησε εις βάθος για να αντλήσει από εκεί σπέρματα φωτός.
Και όταν είχε δώσει τα πάντα, του απέμεινε πια η σιωπή. Κρυστάλλινη, φωτεινή. Σ’ αυτή τη σιωπή βρίσκεται τώρα.
Αντίο, Ρόμπερτ Ρέντφορντ. Η τέχνη σου θα συνεχίσει να δείχνει τον δρόμο προς το φως.
*Τορόντο-Καναδάς
