Κύριε διευθυντά
Δεν γνωρίζω πόσοι κώδωνες πόσων πολλαπλών κινδύνων πρέπει να αντηχήσουν στην αίθουσα συσκέψεων του υπουργείου Εξωτερικών για να αναγνωριστεί ευθαρσώς και να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά η αβελτηρία και η νωθρότητα των υπηρεσιών που προσφέρει το ΥΠΕΞ στο έθνος. Αφορμή της λελογισμένης αυτής διαπίστωσης προσφέρει η επικείμενη επίσκεψη του προέδρου Ερντογάν στον Λευκό Οίκο, επίσκεψη γενναιόδωρα προμελετημένη και σταθμισμένη με οθωμανικά κριτήρια γεωπολιτικής ισχύος, κυρίως απέναντι στο Ισραήλ και στην Κύπρο, και κατά συνέπεια ορίζοντας παραμέτρους που διευκολύνουν την τουρκική επικράτεια στη Συρία και στο Αιγαίο.
∆εν υπάρχει αμφιβολία ότι η ευρωασιατική Τουρκία των 800.000 τ.χλμ. και των 80 εκατομμυρίων κατοίκων αντιμετωπίζεται διεθνώς σαν «μικρή Μεγάλη ∆ύναμη», σε αντίθεση με τη δημογραφικά φθίνουσα Ελλάδα των 10 εκατομμυρίων και 130.000 τ. χλμ. διασπασμένων γεωγραφικά και στα νησιά μας. ∆εν υπάρχει αμφιβολία επίσης ότι οι στόχοι και τα διλήμματα της εξωτερικής μας πολιτικής εξαρτώνται σε μέγιστο βαθμό από τη γείτονα Τουρκία και το ιστορικό παρελθόν που μας συνδέει άρρηκτα μαζί της, ενώ η ίδια εξωτερική πολιτική δεν μπορεί ούτε να διαφωνεί με τα κριτήρια της Ε.Ε. ούτε να αντιτίθεται στα συμφέροντα των Βρυξελλών. Πρόσφατο παράδειγμα η χρηματοδότηση της ευρω-νατοϊκής άμυνας με συμμετοχή της Τουρκίας.
∆ιατυμπανίζεται συνεχώς ότι η εξωτερική μας πολιτική βασίζεται στο διεθνές δίκαιο, χωρίς όμως να το επιδιώκει ενεργά. Αποτελεί άλλωστε προφανή διαπίστωση το γεγονός ότι ακόμη και αν αναγνωρίζονταν de jure τα εθνικά δικαιώματα της Ελλάδας, το διεθνές status quo δεν θα επέτρεπε να εφαρμοστούν ειρηνικά. Το εύλογο ερώτημα παραμένει: Τι επιδιώκει εντέλει η εξωτερική πολιτική μας; Ισως απλά και μόνο τη συντήρηση εθνικών αμυντικών θέσεων που εξασφαλίζουν ειρήνη και ασφάλεια;
∆εδομένων των εστιών πολέμου και αστάθειας που μας περιβάλλουν (Ουκρανία, Ισραήλ και Γάζα, Συρία, Χούθι στο Σουέζ, Λιβύη, Κύπρος) και δεδομένης ιδιαίτερα της αλλοπρόσαλλης και απρόβλεπτης πολιτικής που απεργάζεται ο πρόεδρος Τραμπ, η εξωτερική πολιτική της χώρας μας πρέπει να αντιμετωπίσει δεδομένες απειλές και κινδύνους σε ευρύτερο γεωπολιτικό φάσμα. Η Ε.Ε. και οι φιλελληνικές ΗΠΑ δεν αρκούν πλέον, όσο και αν ο συμμαχικός άξονας Ισραήλ – Κύπρου μάς ενθαρρύνει. Οι διμερείς σχέσεις με χώρες των Βαλκανίων πρέπει να καλλιεργηθούν και να στηριχθούν με οικονομικές πολιτικές. Η στιβαρή Ιταλία και η ευάλωτη Αίγυπτος προσφέρουν δυνατότητες επεκτατικών επιρροών και συμπράξεων. Πρόσφατες πολιτικές εξελίξεις καθιστούν απολύτως κατακριτέα την έλλειψη στήριξης στις ελληνορθόδοξες μειονότητες της Συρίας και την απεμπόληση συνεργασίας με το Βατικανό και άλλες χριστιανικές εκκλησίες. Η εμπορική ατραπός που μας συνδέει με τις Ινδίες πρέπει να μετατραπεί σε θαλάσσια λεωφόρο, παρακάμπτοντας τα ισλαμικά εμπόδια της Ασίας.
Οι παρωπίδες του ΥΠΕΞ πρέπει επιτέλους να αντικατασταθούν από πολυπρισματικές νυχτόβιες διόπτρες. Αναφέρθηκα στην αναθεώρηση της εξωτερικής πολιτικής με σκοπό τη δημιουργία νέων συσχετισμών δυνάμεως. Ανάλογη αναθεώρηση επιβάλλεται και στις δυνατότητες που θα μπορούσαν να προσφέρουν επιχειρηματικοί και πολιτισμικοί παράγοντες στην εξωτερική μας πολιτική. Μέγιστο παράδειγμα το «soft power» της ελληνόκτητης ναυτιλίας, η παρουσία της οποίας θα μπορούσε να κυριαρχεί διεθνώς σε θέματα εναλλακτικών καυσίμων μέσω του International Maritime Organization και της Intercargo. Πρέπει επίσης να αναφερθούν οι δυνατότητες εναλλακτικού εθνικού νηολογίου.
Επανέρχομαι εν κατακλείδι στην αίθουσα συσκέψεων του ΥΠΕΞ: η γεωπολιτική πραγματικότητα κινείται πολύ πιο γρήγορα από όσο είμαστε ικανοί να την αντιμετωπίσουμε, ενώ εσωτερικές πολιτικές αντιπαλότητες περιπλέκουν και καθυστερούν απαραίτητες αποφάσεις. Το μέλλον της χώρας θα γινόταν λιγότερο ζοφερό εάν συνεργασίες υπουργείων (όπως Εξωτερικών – Αμύνης – Πολιτισμού – Ναυτιλίας) γίνονταν πραγματικότητα με συγκεκριμένες πρωθυπουργικές εντολές και δραστήριους σχηματισμούς.
