
Κύριε διευθυντά
Καθώς το τεύχος Νο 76 της σειράς «ΠΡΟΣΩΠΑ + ΙΣΤΟΡΙΕΣ» της «Κ», αφιερωμένο στον πολιτικό, δημοσιογράφο και λογοτέχνη Χρήστο Χρηστοβασίλη (1862-1937), συνέπεσε με την έναρξη του σχολικού έτους, μια παραπομπή η επιστολή μου στο βιβλίο του Ηπειρώτη ευπατρίδη, «∆ιηγήματα του μικρού σκολειού». Μια αναφορά στα βάναυσα παιδαγωγικά κρατούντα κατά το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα στην, ακόμα, σκλαβωμένη Ηπειρο.
Κυρίαρχο το σχετικό δίπτυχο: Η σωματική και ψυχική τιμωρία, ως γενικό μέσο συμμόρφωσης και συνετισμού των μαθητών και η, βασισμένη στα εκκλησιαστικά και μόνο βιβλία, διδαχή.
Είναι ανατριχιαστικά τα όσα διηγείται ο συγγραφέας, ως προς το πρώτο σκέλος του διπτύχου:
«…Οσο σκληρότερος τιμωρός, τόσο καλύτερος», φάνταζε ο δάσκαλος στα μάτια των γονέων της εποχής. «…∆άσκαλε, κυρ δάσκαλε, σου παραδίνω κρέας να μου παραδώσεις κόκκαλα», ήταν η συνήθης γονική προτροπή προς τον δάσκαλο.
«…Κακουργομαθημένοι κι αγράμματοι, το πλειότερο, τυραννίσκοι σαν τους δήμιους που βασάνιζαν τους μάρτυρες της θρησκείας μας», χαρακτηρίζονται δύο από τους δασκάλους που βρέθηκαν στον δρόμο του νεαρού Χρηστοβασίλη. Και μη φανταστείτε τις γνωστές τιμωρητικές θωπείες, όπως τα χτυπήματα με τον χάρακα ή το τράβηγμα του αυτιού. Οι τιμωρίες άγγιζαν τα όρια του βασανιστηρίου, με την επιστράτευση ακόμα και αποτρόπαιων οργάνων, με αποκορύφωμα τον περιβόητο «φέλεκα». Η εικόνα γίνεται ζοφερότερη, αν στις σωματικές προστεθούν και οι ψυχικής ή ταπεινωτικής φύσεως τιμωρίες, όπως η περιφορά του τιμωρημένου μαθητή, «…στα γόνατα, να κρατάει με τα χέρια τον ανήφορο τον πίνακα», όπου αναγραφόταν το «έγκλημά» του: «…είμαι αμελέστατος, ατακτότατος» κ.λπ. Επίσης, η πρόσδεσή του σε κορμό δένδρου «πούχε χιλιάδες μυρμηγκοφωλιές με κάτι δαγκανιάρικα μυρμήγκια λεγόμενα “κορδονούρκια”, πούνε, Θεέ μου γλύτωσε…». Κι ακόμη, το φτύσιμό του από όλους τους συμμαθητές! Και το χειρότερο: «κλειώντας τον στα κόκκαλα», όπως αποκαλούσαν το οστεοφυλάκιο του κοιμητηρίου.
Ολα αυτά είχαν συντελέσει, ώστε στο μυαλό των παιδιών το «σκολειό» να είναι ταυτόσημο της σκλαβιάς. «…Φρίτταμε τα καϋμένα και μακαρίζαμε το χωριό μας, που δεν είχε σκολειό, για να μην έχει και δάσκαλο…». «…Ξέρεις τι θα πει δάσκαλος; μακελάρης, σφαγάς…». «…Ανάθεμα τα γράμματα κι όπου τα ‘βγαζε…».
Από την άλλη –και εκ του λόγου ότι συνήθως δάσκαλος ήταν κάποιος ιερωμένος της περιοχής– ήταν φυσικό αυτός να διδάσκει, μόνο και ακριβώς αυτά που ήξερε: «(…) Το Χτωήχι, το Ψαλτήρι, το Ωρολόγι, το Μηνιαίο, το Πεντηκοστάρι, την Παρακλητική, το Τριώδι, τον Απόστολο, το Ευαγγέλιο». «…Τι χρειάζονται τ’ άλλα βιβλία, τα ελληνικά; …το Χτωήχι και το ψαλτήρι του ∆αυίδ ήταν ο Ομηρος της εποχής».
Οταν, για παράδειγμα, ο παπα-Αντριάς, δάσκαλος του χωριού, έπιασε στα χέρια του την «Υπό Αδαμαντίου Κοραή Γραμματική» είπε, λοιδορώντας την: «Αυτή, λοιπόν, είναι η προκομμένη γραμματική;…». Για να συμπληρώσει, ξεφυλλίζοντάς την: «…Αυτό δεν είναι αγιωτικό βιβλίο, του Θεού και της εκκλησιάς… Θα ‘ναι, χωρίς άλλο, κανένα “ελληνικό”…», εννοώντας κάποιο εξοβελιστέο, αρχαιοελληνικό. Και να καταλήξει: «Το ψαλτήρι και πάλι το ψαλτήρι. Μόνο αυτό τροχάει το μυαλό…».
Αφήνοντας πίσω του εκείνα τα «μισητά γράμματα», το προικισμένο Ηπειρωτάκι δεν θα αργήσει να αξιωθεί το «πρώτο φίλημα της Μούσας του». Αυτής, που στην πορεία θα το αρματώσει, ώστε να γίνει η σαγηνευτική προσωπικότητα και ο αγέρωχος πατριώτης, του αφιερώματος της «Κ».
*Βούλα
