
Κύριε διευθυντά
Οταν το 1949 συμπλήρωναν ένα χρόνο συνεργασίας οι δύο εταίροι, ο πατέρας μου και ο Κουτρουλιάς (είχαν αγοράσει, με δανεικά χρήματα, ένα μεταχειρισμένο φορτηγό αυτοκίνητο και εκτελούσαν μεταφορές), άρχισα να διακρίνω σύννεφα στις σχέσεις τους. Βαθμηδόν ο Κουτρουλιάς λιγόστευε τις επισκέψεις στο σπίτι μας και οσφραινόμουν ότι ο πατέρας δεν ήταν ευτυχής. Ημουν βέβαιος ότι η διάλυση της συνεργασίας τους ήταν ζήτημα χρόνου. Μου έδιναν την εντύπωση ότι προσπαθούσαν να παρατείνουν τη συνεργασία τους για όσο διάστημα ήταν απαραίτητο, προκειμένου να εξοφλήσουν τα χρέη τους. Απαισιόδοξες σκέψεις περνούσαν από το μυαλό μου. Ανησυχούσα μήπως πάλι βρεθεί χωρίς εργασία ο πατέρας, καθώς έβλεπα ότι τα έξοδά μας στα Τρίκαλα συνεχώς μεγάλωναν.
Στο χωριό (το ορεινό Μαλακάσι Καλαμπάκας), τα προϊόντα των κήπων και τα οικόσιτα ζώα (κατσίκες, κότες) συνέβαλλαν σημαντικά στα οικονομικά της οικογένειας. Ενδόμυχα φοβόμουν μήπως ο πατέρας περιέλθει σε αδιέξοδο και αναγκασθεί να μου ζητήσει να διακόψω το σχολείο και να με πάρει μαζί του για δουλειά. Ημουν βέβαιος ότι μια τέτοια απόφαση θα την έπαιρνε στην έσχατη ανάγκη και αφού θα είχε εξαντλήσει κάθε άλλη δυνατή λύση. Είναι πιθανόν, επίσης, ότι τέτοιες σκέψεις που πέρασαν από το μυαλό μου ποτέ να μην απασχόλησαν τον πατέρα, γιατί ουδέποτε διέκρινα έστω και μια νύξη στα λόγια του για κάτι τέτοιο. Αντιθέτως, ένιωθε ικανοποίηση και υπερηφάνεια όταν μάθαινε τις επιδόσεις μου στο σχολείο.
Για περισσότερο από ενάμιση χρόνο, η πενταμελής οικογένειά μας (γονείς, εγώ και δύο νεότερες αδελφές μου) μέναμε ήδη ως «ανταρτόπληκτοι» στα Τρίκαλα, σε ένα δωμάτιο με χωμάτινο δάπεδο και χωρίς ηλεκτρικό φως. Προοπτική να μετακομίσουμε σε σπίτι με δύο δωμάτια και με ηλεκτρικό ρεύμα δεν φαινόταν στον ορίζοντα, τουλάχιστον για το εγγύς τότε μέλλον. Τρόμαζα με την ιδέα ότι η κάθοδός μου από την Πίνδο θα τερματιζόταν στα Τρίκαλα. Τα όνειρά μου για την Αθήνα, την Ακρόπολη και τον… Ολυμπιακό θα παρέμειναν απραγματοποίητα; Κάπου κάπου, έδινα μόνος μου αισιόδοξη απάντηση: Ο πατέρας θα τα κατάφερνε. Είχε περάσει πολύ πιο άγριες φουρτούνες στο παρελθόν.
Ξαναβρήκα το κέφι μου όταν έφτασε το τέλος της πρώτης μου χρονιάς στο γυμνάσιο (Ιούνιος 1949). Είχα τελειώσει στα Τρίκαλα την Γ΄ Τάξη (οκταταξίου) γυμνασίου με βαθμό 17 5/7. Είχα πρωτεύσει και είχα αποσπάσει «Επαινον» και όχι «Βραβείον». Θυμάμαι ότι είχε αριστεύσει ο (αείμνηστος) Θέμης Βούλγαρης. Τον Ιούνιο του 1949, επίσης, από τις αδελφές μου, η Ελένη, παρότι είχε προαχθεί με βαθμό 10, από την ∆´ ∆ημοτικού, μας δήλωσε ότι δεν ήθελε να συνεχίσει το σχολείο. Σύντομα θα άρχιζε να μαθαίνει μοδιστρική. Οι γονείς δέχτηκαν την απόφασή της χωρίς να εκφράσουν την παραμικρή αντίρρηση. Πάλι φοβήθηκα. Αγωνιούσα μήπως περίμεναν και από εμένα μια παρόμοια απόφαση. Θεώρησα ότι ήταν κατάλληλη η ευκαιρία και δήλωσα στους γονείς μου ευθαρσώς: «Εγώ θέλω να τελειώσω το γυμνάσιο!». Το σχόλιο του πατέρα έθεσε τέρμα στις αγωνίες μου:
– Εχεις υποχρέωση να συνεχίσεις το σχολείο. Μετανόησα εγώ επειδή δεν έμαθα γράμματα, μην πάθεις και συ τα ίδια.
Τέλος στις αγωνίες μου. Ηταν καιρός για αισιόδοξες σκέψεις. Θεώρησα τη δήλωση του πατέρα ως συμβόλαιο μαζί μου και δικαιώθηκα. Παρότι η συνεργασία του πατέρα με τον Κουτρουλιά έληξε λίγο αργότερα (1950), εγώ οπλίστηκα με αυτοπεποίθηση και περάτωσα τις υπόλοιπες πέντε τάξεις του γυμνασίου στα Τρίκαλα ως ο μαθητής με την υψηλότερη βαθμολογία στην τάξη σε κάθε σχολική χρονιά. Ο βαθμός δε του απολυτηρίου γυμνασίου (19 5/10) συνέβαλε στο να μου χορηγηθεί υποτροφία από το Ιδρυμα Κρατικών Υποτροφιών (ΙΚΥ) μετά την επιτυχία μου στην Ιατρική Σχολή Αθηνών (1954) στη σειρά του τρίτου. Διατήρησα την υποτροφία του ΙΚΥ και στα έξι χρόνια των ιατρικών μου σπουδών. Πρωτοστατούντος του πατέρα, όλη η οικογένειά μου στήριξε τις σπουδές μου στη μέση εκπαίδευση.
*Καρδιοχειρουργός
