Κύριε διευθυντά
Η μικρή θλιβερή ιστορία με τον γάτο Τόμυ του συν-αναγνώστη της «Κ» κ. Ματθαίου ∆ημητρίου από τις στήλες των επιστολών (φ. 20/8/25) μου θύμισε κι εμένα μιαν ανάλογη, που θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας.
Ηταν λοιπόν μια μικρόσωμη άσπρη σκυλίτσα, αδέσποτη, παντέρημη και αγνώστων λοιπών στοιχείων, σαν και αυτά τα ζωάκια που τα μαζεύουμε και τα κανακεύουμε, όταν φεύγουν και οι τελευταίοι ζωόφιλοι παραθεριστές που τα εγκαταλείπουν στο έλεος του Θεού και των λίγων μονίμων κατοίκων του χωριού, κάθε τέτοια εποχή μαζί με άλλα περιττά τους.
Τη μαζέψαμε, την κλείσαμε στην αυλή μας μέχρι να προσαρμοσθεί λιγάκι και να δούμε τι θα την κάνουμε, την περιποιηθήκαμε δεόντως –λόγω χρώματος την ονομάσαμε Ασπρούλα– και δύο φορές την ημέρα τη βγάζαμε και περίπατο. Εκεί την είδε ένας άλλος αδέσποτος, γεροδεμένος και αγριωπός μαύρος σκύλαρος, ο οποίος την ερωτεύθηκε σφόδρα και ακαριαία, και δεν ξεκολλούσε πια από τη γειτονιά μας. Μόλις ο Μαύρος έβλεπε την Ασπρούλα πίσω από τα κάγκελα της αυλής μας, διέσχιζε με δυο πηδήματα τον δρόμο και προσπαθούσε να την ακουμπήσει, έστω και φευγαλέα, με το μουσούδι του ανάμεσα από τα σίδερα. Κι εκείνη του το επέστρεφε φιλάρεσκα και μετά φειδούς… Αυτό γινόταν δυο-τρεις φορές την ημέρα και ο έρωτάς τους έδειχνε να μεγαλώνει διαρκώς ανέφελα και ανενόχλητα.
Μέχρι που ένα πρωί ακούσαμε ένα δυνατό στρίγκλισμα φρένων, ένα γδούπο και ένα πνιχτό ουρλιαχτό. Τρέξαμε στο μπαλκόνι και είδαμε τον Μαύρο εμπρός από ένα
ακινητοποιημένο αυτοκίνητο να σέρνεται με κόπο προς την καγκελόπορτά μας αφήνοντας πίσω του μια πλατιά λωρίδα αίματος. Εφτασε σφαδάζοντας την Ασπρούλα, που παρακολουθούσε έκπληκτη τη σκηνή πίσω από τα κάγκελα, την ακούμπησε για λίγο, μουσούδι με μουσούδι και έσβησε… Η Ασπρούλα από τότε αρνιόταν επίμονα να φάει,
παρ’ όλες τις πιέσεις μας, κούρνιασε σε μια ακρούλα της αυλής και σύντομα τον ακολούθησε κι αυτή…
ΥΓ.: Καλό θα είναι κάπου κάπου από τις στήλες αυτές να γράφουμε και καμιά ιστορία για τους φίλους μας τα ζώα. Το αξίζουν.
