Πώς να ξεχάσεις αυτή την προβατίνα;

Κύριε διευθυντά

Φέτος τον ∆εκαπενταύγουστο τον περάσαμε ολημερίς, σχεδόν, στην πλατεία ορεινότατου χωριού (1.400 μ.), αδιευκρίνιστης, ευρύτερης, διοικητικής υπαγωγής, καθώς τέσσερις όμοροι νομοί: Φωκίδος, Φθιώτιδος, Ευρυτανίας και Αιτωλοακαρνανίας, κάπου το ακουμπούν.

Εκεί, στην ευρύχωρη πλατεία του, υπό τη θελκτική και ευεργετική σκιερή στέγη αιωνόβιων πλατάνων και την επικρατούσα ψυχρούλα να μας κρατάει ντυμένους μεσημεριάτικα με κουμπωμένα πανωφόρια, το ενισχυμένο, λόγω της ημέρας, μόλις «απολυθέν» εκκλησίασμα, κυρίως παρεπιδημούντων ντόπιων, θα ενωνόταν με το πλήθος των ημερήσιων επισκεπτών, όπως εμείς, για τον πατροπαράδοτο καφέ. Βεβαίως, δυο-τρεις οβελίες είχαν ήδη αρχίσει να ροδοκοκκινίζουν, υπό το «θωπευτικό βλέμμα» των «στρατοπεδευμένων» της πλατείας, με την τσίκνα τους να διαπερνά γαργαλιστικά τα ρουθούνια, ενώ πιατέλες με λαχταριστή πίτα άρχισαν να παρελαύνουν, ως παπαδιαμαντικές «προφταστήρες» της οσονούπω επερχόμενης γαστριμαργικής ευωχίας.

Ωστόσο, η προσοχή όλων μας δεν άργησε να στραφεί προς το υπερμέγεθες σφάγιο, κάτι μεταξύ κριαριού και μικρού μοσχαριού, που δέσποζε στην τεράστια ψησταριά. Ο ψήστης μάς ενημέρωσε ότι επρόκειτο για προβατίνα, ισοδύναμη, σε όγκο και βάρος, με τα τρία αρνάκια, τα οποία, εν είδει δορυφόρων, συμπεριστρέφονταν περί αυτήν. Ηδη, είχε συμπληρώσει δύο ώρες ελεγχόμενης περιστροφής και θα χρειαζόταν τουλάχιστον άλλες τόσες μέχρι να φανούν τα πρώτα ενθαρρυντικά σημάδια ότι το ψήσιμό της έβαινε καλώς. Κάτι που, βεβαίως, προεξοφλούσε ο ψήστης, διαβεβαιώνοντάς μας ότι, με το πλήρωμα του χρόνου, θα γινόταν, κατά την έκφρασή του, «λουκούμι».

Αυτό, όπως ήταν φυσικό, αύξησε το ενδιαφέρον μας, για να το απογειώσει σε λίγο η δήλωση του ίδιου ότι όλοι θα είχαμε, ακριβοδικαίως, το μερίδιο που μας αναλογούσε, απ’ τη σπάνια γκουρμεδιά που μας προέκυψε. Αρκεί να είχαμε «γαστρικό χώρο» και διάθεση προς τούτο.

Ετσι και έγινε. Κανείς δεν έμεινε παραπονεμένος και κυρίως αμέτοχος από πλευράς κατανάλωσης, του «πολύφερνου» εδέσματος, όταν κατά τις τέσσερις η ώρα άρχισε, περίπου ως δεύτερο ημίχρονο, η ακριβοδίκαιη, ομολογουμένως, και γενναιόδωρη διανομή του. Κι αυτό, παρόλο που οι περισσότεροι είχαμε ήδη ολοκληρώσει το κανονικό μας γεύμα, ακόμα και γευθεί την –και μελαχρινή καλούμενη– καρυδόπιτά μας.

Οταν, προχωρημένο απόγευμα, αποχαιρετώντας και ευχαριστώντας τους φιλόξενους άρχοντες – οικοδεσπότες της πλατείας, τους γνωστοποιήσαμε το ημιορεινό δικό μας χωριό στο οποίο έπρεπε να επιστρέψουμε, εξέφρασαν, εν σώματι, τη φιλοικτίρμονα συμπάθειά τους για την κλιματολογική προσγείωση, με τη μορφή της διαφοράς θερμοκρασίας, μεταξύ των δύο χωριών, που μας περίμενε. Και δεν είχαν άδικο.

Πάνω στον χαιρετισμό βρήκα την ευκαιρία να ενδιαφερθώ για γνωστό μας ντόπιο, ρωτώντας «πώς και δεν βρίσκεται εδώ, τέτοια μέρα». Ο λαλίστατος εκ των συνομιλητών μας, αφού μας εξήγησε ότι, παρόλο που ο φίλος μας έχει το καλύτερο πατρικό σπίτι του χωριού, δυστυχώς, δεν έρχεται συχνά, καθώς προτιμά το χωριό της μητέρας του και το εκεί πατρικό της, το οποίο μάλιστα η οικογένεια είχε ανακαινίσει. Κάτι που, όπως είπε, δεν θα του το συγχωρούσε ποτέ.

Περίπου, ως πρωτάκουστο. Σε παρατήρησή μου, ότι και εκείνο σπίτι της οικογένειάς τους είναι, της μητέρας του, μου αντέτεινε αφοπλιστικά: «Τι είναι αυτά που λες τώρα. Ιδιο είναι το μητρικό με το πατρικό σπίτι; Τι σχέση έχει το ένα με το άλλο;!». Ηταν τόσο αδιαφιλονίκητη η κατηγορηματικότητά του, που δεν είχα παρά να συμμορφωθώ, ψελλίζοντας: «…Εχεις δίκιο… ασυγχώρητο, για να μην πω απαράδεκτο…».

Χρειάζεται να πω πού θα γιορτάσουμε, και του χρόνου, τον ∆εκαπενταύγουστο;

*Βούλα

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT