Κύριε διευθυντά
Στην Iατρική ονομάζουμε παθογένεια τη διαδικασία με την οποία αναπτύσσεται μια νοσηρή κατάσταση, πώς δηλαδή φτάνουμε από το γενεσιουργό αίτιο στη νόσο. Ας επιχειρήσουμε να εξετάσουμε στοιχειωδώς την εξέλιξη της τελευταίας «νόσου» που ενέσκηψε στη χώρα μας με τα αρχικά ΟΠΕΚΕΠΕ.
Αυτός που ονομάζουμε αγροτοδιατροφικός ή πρωτογενής τομέας είναι απολύτως απαραίτητος (χωρίς εξαιρέσεις) για την επιβίωσή μας. Οσα τρώμε και πίνουμε για να ζήσουμε δεν παράγονται (ως πρώτες ύλες, όχι ως επεξεργασία) ούτε σε γραφεία επιχειρήσεων ούτε σε χρηματιστήρια και τράπεζες ούτε με τεχνητή νοημοσύνη: προέρχονται από χωράφια και κοπάδια και εξαρτώνται από φυσικές συνθήκες αφενός (καιρό, έδαφος, βλάστηση κ.λπ.) και από ανθρώπινο μόχθο αφετέρου. Και βέβαια η παραγωγή δεν είναι καθόλου εξασφαλισμένη, καθώς υπόκειται σε αστάθμητες μεταβλητές.
Οι δύο αυτές ιδιότητες του πρωτογενούς τομέα (το απαραίτητο και το αστάθμητο) καθιστούν αναγκαία την κεντρική μέριμνα για τη συνεχιζόμενη λειτουργία του. Από την ανάγκη αυτή πηγάζουν οι διάφορες επιδοτήσεις και αποζημιώσεις είτε από το κράτος είτε από υπερεθνικούς οργανισμούς και φορείς όπως η Ευρωπαϊκή Ενωση. Μέχρι εδώ τα πράγματα είναι απολύτως νόμιμα και θεσμικά κατοχυρωμένα, και κανείς δεν μπορεί να τα ψέξει ή να τα αμφισβητήσει.
Οπως όμως συμβαίνει σε κάθε τομέα όπου διακινούνται μεγάλα χρηματικά ποσά, σε κάποιους (λίγους ή περισσότερους) γεννιέται ο πειρασμός του εύκολου πλουτισμού. «Γιατί να πάρω μόνο τα νόμιμα εκατό, όταν μπορώ να προσθέσω ένα-δυο μηδενικά;» σκέφτεται κάποιος, θεωρώντας ίσως ότι τα νόμιμα που του δίνουν δεν ανταποκρίνονται στην πραγματική αξία του προϊόντος και του κόπου του. Για να τα πάρει όμως χρειάζεται συνέταιρο, π.χ. σε κάποιο υπηρεσιακό γραφείο. «Αφού με την υπογραφή μου αυτός θα πάρει δέκα φορές περισσότερα, δεν δικαιούμαι κι εγώ την προμήθειά μου;» σκέφτεται ο υπάλληλος. Το σκεπτικό αυτό μεταφέρεται και σε άλλους αρμόδιους φορείς, και όχι σπάνια φθάνει και σε ανώτερα κλιμάκια. Ηδη ο πειρασμός έχει πάρει διαστάσεις εγκατεστημένης νόσου, καθώς από τον ένα έχουν «κολλήσει» και πολλοί άλλοι που βρίσκονται σε ανάλογη θέση. Πόσοι και σε τι βαθμό θα εμπλακούν τελικά στη «δουλειά» εξαρτάται από τις εκάστοτε συνθήκες και τα διαθέσιμα κονδύλια. Πρόχειρο το παράδειγμα, και βέβαια η «δουλειά» μπορεί να αρχίζει και από πάνω, από αυτόν που έχει τη διαχείριση των κονδυλίων.
Αποτέλεσμα είναι ότι κάτι που έχει κατ’ αρχήν νόμιμη βάση στρεβλώνεται από κάποιους και καταντά παρανομία πρώτου μεγέθους. Οταν όμως η κατάχρηση και η απάτη βγουν στο φως, αρχίζει η προσπάθεια μετάθεσης ευθυνών και οι διάφορες δικαιολογίες. Ολοι στρέφουν το δάχτυλο προς κάποιους άλλους, επιχειρώντας να βγάλουν και πολιτικό όφελος από τη «στραβή» που έτυχε στους «απέναντι», αντί να παραδεχθούν ότι «πάντες ήμαρτον» και ότι οι ποινικές ευθύνες λίγων ή πολλών προσώπων εκθέτουν συνολικά τη χώρα διεθνώς.
Και μια τελευταία σκέψη. Αν κάποια στιγμή, μετά την αποκάλυψη τέτοιων ενεργειών, οι κεντρικοί χρηματοδοτικοί φορείς (π.χ. Ευρωπαϊκή Ενωση) μας μειώσουν ή μας αρνηθούν περαιτέρω επιδοτήσεις, δεν θα είναι λίγοι οι αγρότες εκείνοι που θα κλείσουν πάλι δρόμους ζητώντας τον «κόπο» τους. Κάποιοι πραγματικό, κάποιοι άλλοι πλασματικό. ∆υστυχώς όμως, όπως έγινε στον μύθο με τον ψεύτη βοσκό που φώναζε «Λύκος στα πρόβατα!», ο κόσμος θα τους ακούει με αυξημένη δυσπιστία. Και μαζί με τα ξερά θα την πληρώσουν και τα χλωρά.
*Ιατρός, Θεσσαλονίκη
