Κύριε διευθυντά
Οπως, πιστεύω, θα θυμούνται οι παλιότεροι, στις 25 Ιουλίου, πριν από 42 χρόνια, έγινε στην Αθήνα μία συναυλία που άφησε εποχή και χαρακτηρίστηκε ως «Το Γούντστοκ της Ελλάδας». Μια νύχτα με πανσέληνο, μέσα στο καυτό κατακαλόκαιρο, ο Λουκιανός Κηλαηδόνης διοργάνωσε στην πλαζ της Βουλιαγμένης το περίφημο «Πάρτι στη Βουλιαγμένη», μια μουσική γιορτή για όλους, σαν ένα μεγάλο πανηγύρι. ∆εν ήταν ένα πάρτι «σ’ ένα βαθύ μπουντρούμι, μ’ ένα μπουκάλι ρούμι», με τους Μπιτλς, τον Φελίνι, τον Πικάσο, τον Σινάτρα, όμως κόπηκαν 25.000 εισιτήρια, ενώ τελικά ήρθαν πάνω από 50.000 άτομα, μερικοί κολυμπώντας!
«Πάμε μια βόλτα στη Βουλιαγμένη, η πόλη μου πέφτει στενή…». Στην Παραλιακή είχε σχηματιστεί μια τεράστια ουρά από αυτοκίνητα με όλους αυτούς που πήγαιναν στο πάρτι, που το είχαν μάθει από στόμα σε στόμα, γιατί τότε δεν υπήρχαν κινητά. «Και περνούσε η ώρα κι ερχόντουσαν πολλοί, πιο πολλοί, πιο πολλοί, πιο πολλοί. Και περνούσε η ώρα και νιώθαμε καλά, πιο καλά, πιο καλά, πιο καλά».
Η μουσική σκηνή είχε στηθεί πάνω σε μια πλωτή εξέδρα και τους καλλιτέχνες έφερνε μια κατάφωτη φορτηγίδα από τον Nαυτικό Ομιλο Βουλιαγμένης. Η βραδιά άνοιξε με τον οικοδεσπότη Λουκιανό Κηλαηδόνη και στη συνέχεια εμφανίστηκαν ο ∆ιονύσης Σαββόπουλος, η Μαργαρίτα Ζορμπαλά, ο Βαγγέλης Γερμανός, ο Γιώργος Νταλάρας, η Αφροδίτη Μάνου – η πασίγνωστη Μαίρη Παναγιωταρά, «μια εργαζόμενη μητέρα, μια καλή νοικοκυρά…». Ολοι, φαντάζομαι, ξέρουν πώς τελειώνει το τραγούδι!
Μετά τα μεσάνυχτα ήρθαν ένα τρεχαντήρι και μια ψαρόβαρκα με τους κανταδόρους και τη μαντολινάτα του Φώτη Αλέπορου.
∆εν έλειψαν και τα oldies but goodies…«Χτες το βράδυ ονειρεύτηκα πως ήσουνα κοντά μου…». «Εγώ θα σ’ αγαπώ και μη σε νοιάζει…». Η «Συννεφούλα» του Σαββόπουλου ξεσήκωσε τους πάντες.
Το γλέντι συνεχίστηκε μέσα στη νύχτα, που είχε γίνει μέρα, μέχρι το πρωί, με τον κόσμο να διασκεδάζει και να τσαλαβουτάει μέσα στη θάλασσα. «Να μας έχει ο Θεός γερούς, πάντα ν’ ανταμώνουμε και να ξεφαντώνουμε…».
Το πάρτι τελείωσε, αλλά τα τραγούδια του Κηλαηδόνη έμειναν, διαχρονικά και πάντοτε επίκαιρα. «Είναι κάτι νύχτες με φεγγάρι, μες στα θερινά τα σινεμά… μ’ αγιόκλημα και γιασεμιά». «Αρχίζει το ματς… πόσο γουστάρω να βλέπω κασκόλ, να βλέπω σημαίες, να μπαίνουνε γκολ…». «∆έκα μείον πέντε μείον πέντε… κι όταν θα ψάχνω για θέση θα ‘ν’ αργά». «∆ε μας τρομάζουν τα νέα μέτρα… τα συνηθίζουμε σιγά-σιγά, εδώ γινήκανε τόσα και τόσα κι όμως εμάς δε μας τρομάξαν αρκετά». Μα φυσικά, γιατί «Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει, όπως δεν θα πεθάνει το βαλς. Mόνο λίγο καιρό ξαποσταίνει, και νά, πάλι το βαλς αρχινά!».
*Φιλόλογος, ψυχολόγος, Λονδίνο
