Κύριε διευθυντά
Το 1209, στην πόλη Μπεζιέ της Γαλλίας, κατά την Αλβιγηνιανή Σταυροφορία, οι σταυροφόροι ρώτησαν τον παπικό απεσταλμένο Αρνό Αμαλρίκ πώς να ξεχωρίσουν τους αιρετικούς Καθαρούς από τους πιστούς. Εκείνος απάντησε με λόγια που χαράχτηκαν στην ιστορία: «Σκοτώστε τους όλους. Ο Θεός θα ξεχωρίσει τους δικούς του».
Ακολούθησε σφαγή χωρίς διάκριση. Ανδρες, γυναίκες, παιδιά.
Αυτή είναι μια απρόσωπη αντίληψη εξουσίας και κοσμοθεωρίας. Και δεν έχει καμία σχέση με την παράδοση αυτού του τόπου.
Στην τραγωδία Ικέτιδες του Αισχύλου, οι ∆αναΐδες –γυναίκες κυνηγημένες από την Αίγυπτο– φτάνουν ως ικέτισσες στο Αργος. Ο βασιλιάς Πελασγός δεν αποφασίζει μόνος. Φέρνει το αίτημα στον λαό. Και ο δήμος ψηφίζει υπέρ της προστασίας τους, γνωρίζοντας πως αυτό μπορεί να οδηγήσει σε πόλεμο με την Αίγυπτο. Γιατί πάνω από κάθε συμφέρον, υπάρχει ένας παλαιότερος και ιερότερος νόμος: «Τὸν ἱκέτην οὐ παραδώσω» (Αισχύλος, Ικέτιδες).
Αιώνες αργότερα, η ίδια αρχή επιβεβαιώνεται μέσα από τη βυζαντινή και εκκλησιαστική παράδοση. Σύμφωνα με τους Ιερούς Κανόνες της Εκκλησίας: «Τῷ ἱκέτῃ ἐστὶ ἄσυλον ἐκ τοῦ νόμου τοῦ θεοῦ» (Ιεροί Κανόνες 4ου-5ου αιώνα, στο πνεύμα της Συνόδου εν Σινά, †692).
Από τον Αισχύλο ώς τους Πατέρες της Εκκλησίας, η προστασία του κατατρεγμένου δεν ήταν ποτέ ζήτημα ισχύος, αλλά ζήτημα ταυτότητας.
Ηταν πάντα πράξη πίστης στον άνθρωπο και στον Θεό.
Σήμερα στη Γάζα αθώοι άνθρωποι ζητούν το αυτονόητο: προστασία.
Εμείς συνεχίζουμε να κρινόμαστε από την απάντησή μας. Κι αν κάποτε αυτός ο τόπος ύψωνε τη φωνή του για να προστατεύσει τον ικέτη, τώρα είναι η ώρα να το ξανακάνει.
Η Ελλάδα οφείλει να σταθεί, καθαρά και δημόσια, υπέρ της ειρήνης.
Οχι ως σύμμαχος ή αντίπαλος, αλλά ως φωνή που θυμάται: «Τὸν ἱκέτην οὐ παραδώσω».
