Κύριε διευθυντά
Τώρα που μάλλον επλήθυναν οι ανεύθυνες βαριές κατηγόριες, ιδίως μεταξύ πολιτικών στελεχών, και έγινε του συρμού ο όρος «τοξικότητα», σκέπτομαι μήπως θα συνιστούσε προσωρινή έστω παραμυθίαν έναντι της σοβαρότητας των καταστάσεων, η υπόμνηση της περιπέτειας αυτής της λέξης, απ’ την αρχαιότητα έως σήμερα.
«Τόξον» λοιπόν (με σκυθικόν μάλλον έτυμον) λεγόταν ως γνωστόν το καμπτόμενο έγχορδο όπλο για το κυνήγι και για τη μάχη. Επειδή όμως τα τοξευόμενα βέλη (με μάζα γύρω στα 50 γραμμάρια) δεν προκαλούσαν συνήθως βαθιές πληγές, ήταν διαδεδομένη και η συνήθεια να μολύνουν την αιχμή-τους με δηλητήρια.
Η Αθηνά διηγείται (Οδύσσεια α.261) πώς ο Οδυσσέας ζητούσε απ’ τον Ιλο «φάρμακον ανδροφόνον […] ιούς [βέλη] χρίεσθαι». Οπου «φάρμακον» στην ομηρική γλώσσα σημαίνει και φαρμάκι, με επιθετικούς προσδιορισμούς εδώ μεν «ανδροφόνον», στο δε β.329 «θυμοφθόρον» (που αφανίζει την ψυχή).
Ετσι λοιπόν ένα τέτοιο φυτικό αλκαλοειδές δηλητήριο, κατέληξε να λέγεται με τη συνεκφορά «τοξικόν φάρμακον» – την οποίαν φαίνεται ότι πρώτοι οι Ρωμαίοι την έσπασαν σε toxicum = δηλητήριον.
Οπότε, μετά τον 16ο αιώνα κυρίως, οι Γάλλοι χρησιμοποίησαν τον ιατρικό όρο toxique, με ένα μεγάλο πλήθος παραγώγων. Για να έρθουν τελικώς και τα σχετικά αντιδάνεια στη Νεοελληνική κατά τον 19ο αιώνα (τοξικός, τοξικότητα, τοξίνη κ.λπ.), όπως λεπτομερώς τα χρονολογεί ο χαλκέντερος Στέφανος Α. Κουμανούδης στη «Συναγωγή Νέων Λέξεων», Αθήναι 1900.
Ετσι λοιπόν τελειώνει η περιπέτεια της ρίζας «τοξ», από τα τόξα των αρχαίων πελταστών μέχρι τον τοξικό λόγο των συγχρόνων σχολιαστών.
Και ένα γλωσσικό ανέκδοτο: Ο αγγλικός όρος toxiphobia δεν αφορά ψυχοπαθείς που φοβούνται τα… τόξα!
*Πεντέλη
