Κύριε διευθυντά
Η απουσία ενιαίου πλαισίου για τη δέουσα επιμέλεια (due diligence) δημιουργεί ασάφεια, ανασφάλεια και νομικούς κινδύνους στην αγορά έργων τέχνης.
Σε κάθε αγοραπωλησία έργου τέχνης, η ιδιοκτησιακή του ιστορία –η λεγόμενη προέλευση (provenance)– είναι θεμελιώδης παράγοντας για τη γνησιότητα, την αξία και τη νομιμότητα της συναλλαγής. Κι όμως, η τεκμηρίωση αυτής της ιστορίας εξακολουθεί να γίνεται με εντελώς διαφορετικά κριτήρια από οργανισμό σε οργανισμό και από ειδικό σε ειδικό. Δεν υπάρχουν κοινά πρότυπα για τη δέουσα επιμέλεια, ούτε διαδικασίες ελέγχου που να διασφαλίζουν τη διαφάνεια.
Χωρίς ενιαίο μεθοδολογικό πλαίσιο, δεν μπορεί να γνωρίζει κανείς με βεβαιότητα με ποια εμπειρογνωμοσύνη και βάσει ποιων πηγών ανασυντέθηκε η ιστορική και συλλεκτική διαδρομή ενός έργου. Είναι σαν να παρουσιάζει κανείς το αποτέλεσμα ενός μαθηματικού προβλήματος, χωρίς να παραθέτει τα βήματα της επίλυσης. Αν υπάρξει λάθος, δεν θα μπορεί να εντοπιστεί το κρίσιμο σημείο όπου έγινε το σφάλμα.
Το πρόβλημα δεν είναι θεωρητικό. Πώς μπορεί ένας οίκος δημοπρασιών να προστατευθεί από την κατηγορία του «ανθρώπινου λάθους» και τις πιθανές νομικές συνέπειες από την πώληση έργων με ελλιπή ή αμφισβητούμενη προέλευση; Πώς μπορούν ένας πωλητής και ένας αγοραστής να νιώθουν ασφαλείς ότι η συναλλαγή τους δεν βασίζεται σε ανακριβή ή προβληματική προέλευση; Και κυρίως, πώς μπορεί ένας δικαστής να κρίνει αν ένα σφάλμα ήταν καλόπιστο ή αν πρόκειται για σκόπιμη απόκρυψη ή παραποίηση πληροφοριών;
Η απουσία κωδικοποιημένων προτύπων αφήνει τεράστιο περιθώριο αυθαιρεσίας. Επιτρέπει τη χρήση ασαφών ή επιλεκτικών στοιχείων, είτε από άγνοια είτε, σε ορισμένες περιπτώσεις, με σκοπιμότητα. Η διαφάνεια υποχωρεί μπροστά στην πίεση των αγορών και την ανάγκη για πωλήσεις.
Η υιοθέτηση ενός κοινού, θεσμικά αναγνωρισμένου πλαισίου για τη δέουσα επιμέλεια αποτελεί κατά την άποψή μου επιτακτική ανάγκη. Ενα τέτοιο πλαίσιο θα λειτουργούσε προστατευτικά για όλους τους εμπλεκομένους: αγοραστές, πωλητές, οίκους δημοπρασιών, μουσεία και δημόσιες συλλογές. Παράλληλα, θα ενίσχυε τη νομιμότητα των συναλλαγών, την επιστημονική αξιοπιστία της τεκμηρίωσης και –τελικά– την εμπιστοσύνη του κοινού.
Η τέχνη δεν είναι απλώς αισθητική ή εμπόρευμα. Είναι πολιτισμική μνήμη, αξία ιστορική, ηθική και συχνά εθνική. Και ως τέτοια, οφείλουμε να τη διαχειριζόμαστε με υπευθυνότητα, σοβαρότητα και μεθοδολογική ακρίβεια.
*Μαθηματικός (BSc) – Πληροφορικός (MSc), Ανεξάρτητος Ερευνητής του έργου του Γιάννη Σπυρόπουλου, Μέλος του International Catalogue Raisonné Association (ICRA)
