Σε τροχιά ανάπτυξης με νέες εξαγορές και νέες συμφωνίες ανάληψης διαχείρισης ξενοδοχείων βρίσκεται η ελληνικών συμφερόντων αλυσίδα Domes Resorts. Μετά τη συμφωνία που ανακοίνωσε τις προηγούμενες ημέρες με το αμερικανικό επενδυτικό κεφάλαιο Brookfield Asset Management, στο πλαίσιο του οποίου η Brookfield αποκτά πλειοψηφική συμμετοχή στο ξενοδοχείο Domes Zeen Chania και τον σχηματισμό κοινοπραξίας για περαιτέρω επέκταση σε ξενοδοχεία, η Domes υπέγραψε συμφωνία leasing και με την Aroundtown S.A. για τη μονάδα της τελευταίας στα Χανιά. Αυτό σημειώνει μιλώντας στην «K» ο CEO της Domes Resorts, δρ Γεώργιος Π. Σπανός, προσθέτοντας ότι δρομολογεί την περαιτέρω ενίσχυση της δραστηριότητας του ομίλου στο εξωτερικό, εξετάζοντας δύο εξαγορές σε δύο διαφορετικές μεσογειακές χώρες και άλλη μια στη Γερμανία.
Η Domes ιδρύθηκε το 2008 και μαζί με το νέο ξενοδοχείο από την Aroundtown στα Χανιά ελέγχει ή διαχειρίζεται 19 μονάδες πέντε αστέρων στην Ελλάδα και την Πορτογαλία. Από πού όμως αντλεί την αισιοδοξία του ο Γιώργος Σπανός και δρομολογεί μια τόσο μαζική επέκταση; «Νομίζω ότι βρισκόμαστε πλέον σε μια φάση επιχειρηματικής ωρίμανσης του ελληνικού τουριστικού κλάδου και αυτό αποτυπώνεται και στα επενδυτικά σχήματα που ολοκλήρωσαν τον κύκλο ζωής των επενδύσεών τους και προχώρησαν σε επιτυχημένα exit, όπως στις περιπτώσεις Ikos, Grand Hyatt και Lindian Village, αλλά και στη σημαντική αύξηση του ενδιαφέροντος για εξαγορές ελληνικών hospitality operators», σημειώνει. «Παράλληλα», συνεχίζει, «η εξαγωγή τεχνογνωσίας από ομίλους όπως Ikos, Domes και Zeus International δείχνει ότι το ελληνικό μοντέλο φιλοξενίας έχει διεθνή αναγνώριση και μπορεί να ανταγωνιστεί ώριμες αγορές». Εκτιμά δε ότι, όπως προκύπτει και από επενδυτικές ημερίδες που γίνονται στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, «υπάρχουν ακόμη σημαντικές ευκαιρίες σε resort και city hotels, με τιμές κτήσης χαμηλότερες έναντι Ισπανίας και Πορτογαλίας και διαδικασίες συχνά πιο απλές από την Ιταλία».
«Τα πρόσφατα επιτυχημένα exit θεσμικών επενδυτών ενισχύουν την εκτίμηση ότι η ελληνική αγορά διατηρεί περιθώριο για value-creation deals», υποστηρίζει. Πιστεύει, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, ότι «η Ελλάδα έχει ήδη εισέλθει σε μια φάση ποιοτικής αναβάθμισης του τουριστικού της προϊόντος, δημιουργώντας σταθερές βάσεις για οικονομική ευρωστία και βιωσιμότητα, ενώ η είσοδος θεσμικών επενδυτών με ουσιαστικό know-how ενισχύει περαιτέρω την ωρίμανση της αγοράς». Θεωρεί ότι το έργο στο Ελληνικό μπορεί να επανατοποθετήσει την Αθήνα και την Ελλάδα συνολικά σε ανώτερη κατηγορία φιλοξενίας, ενώ η αναπτυξιακή δυναμική της Κρήτης, με το νέο αεροδρόμιο και τον ΒΟΑΚ, θα βελτιώσει την προσβασιμότητα, θα αναβαθμίσει την εμπειρία και θα συμβάλει στη διεύρυνση της τουριστικής περιόδου, ενισχύοντας τη βιωσιμότητα του προορισμού και την ισχυροποίηση της Ελλάδας στο διεθνές ανταγωνιστικό πεδίο. «Η παρουσία ισχυρών επιχειρηματικών ομίλων, τα επιτυχημένα exits και η εξαγωγή ελληνικής τεχνογνωσίας αποτελούν σαφείς ενδείξεις ενός κλάδου που ωριμάζει και αποκτά διεθνή αξιοπιστία», επισημαίνει χαρακτηριστικά. Θεωρεί ωστόσο σημαντικό να προχωρήσει το άνοιγμα των μεγάλων ασιατικών αγορών, όπως η Ινδία και η Κίνα και να εξομαλυνθεί η ρωσική αγορά ώστε να μειωθεί η εξάρτηση του ελληνικού τουρισμού από περιορισμένο αριθμό πηγών ζήτησης. «Ενα κρίσιμο βήμα για τη μακροπρόθεσμη σταθερότητα του ελληνικού τουρισμού», εκτιμά. Για τον Γιώργο Σπανό το μοντέλο που διασφαλίζει τη βιωσιμότητα είναι ένα υψηλής ποιότητας, διαφοροποιημένο και διεθνώς ανταγωνιστικό προϊόν, βασισμένο σε σύγχρονες υποδομές, ισχυρές ιδιωτικές επενδύσεις, πολυκαναλική προσέλκυση αγορών και εμπειρίες που ενισχύουν το brand «Greece».
Υπάρχουν ακόμη σημαντικές ευκαιρίες σε resort και city hotels, με τιμές κτήσης χαμηλότερες έναντι Ισπανίας και Πορτογαλίας.
Οπως εξηγεί, το ελληνικό ξενοδοχειακό προϊόν αναπτύχθηκε ιστορικά μέσα από μικρότερες και συχνά οικογενειακές μονάδες, χωρίς την κυριαρχία μεγάλων διεθνών αλυσίδων, γεγονός που εκτιμά ότι το κατέστησε πιο ποικιλόμορφο και αυθεντικό. Η αποκεντρωμένη ανάπτυξη σε νησιά και περιφερειακούς προορισμούς δημιούργησε ένα προϊόν με ξεχωριστή ταυτότητα και υψηλό επίπεδο εξειδίκευσης. Παράλληλα θεωρεί πως η έμφυτη ελληνική κουλτούρα φιλοξενίας, σε συνδυασμό με τον πολιτισμό και την Ιστορία της χώρας βοήθησαν την Ελλάδα να υιοθετήσει γρήγορα σύγχρονες τάσεις όπως τα ταξίδια εμπειριών, το design-oriented hospitality και οι προσωποποιημένες υπηρεσίες. Ετσι, «στη μετα-COVID μετάβαση προς το lifestyle hospitality, η Ελλάδα βρέθηκε ένα βήμα μπροστά από ανταγωνιστικές χώρες», υπογραμμίζει. Την ίδια ώρα, οι χαμηλότερες τιμές κτήσης ξενοδοχειακών ακινήτων και επιχειρήσεων και η διαμόρφωση ενός πιο φιλικού επιχειρηματικού περιβάλλοντος για διεθνή επενδυτικά κεφάλαια ενίσχυσαν σημαντικά την εισροή επενδύσεων και την παρουσία κορυφαίων brands, επιταχύνοντας την αναβάθμιση του προϊόντος, συμπληρώνει.
«Επομένως, η αξία στην ελληνική ξενοδοχία είναι πλέον πολυπαραγοντική και προκύπτει από τον συνδυασμό σωστού σχεδιασμού προϊόντος και αποτελεσματικής λειτουργίας. Οταν αυτά συνοδεύονται από τη συνολική επανατοποθέτηση του προορισμού “Ελλάδα” στη μετα-COVID εποχή, οδηγούν στη δημιουργία σημαντικής υπεραξίας, τόσο σε ανακαινισμένα assets όσο και σε νέα (greenfield) ξενοδοχειακά projects», εκτιμά ο CEO της Domes Resorts.

