Η πρόσφατη δήλωση του Βλαντιμίρ Πούτιν ότι «η Ρωσία δεν σκοπεύει να κηρύξει πόλεμο στην Ευρώπη, αλλά αν η Ευρώπη το επιθυμεί, είμαστε έτοιμοι» επανέφερε στο προσκήνιο την ανησυχία για την κλιμάκωση της έντασης στη Γηραιά Ηπειρο. Η «Κ» συνομίλησε με τον ομότιμο καθηγητή Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, Νιλ ΜακΦάρλαν, για τις τελευταίες εξελίξεις στην Ουκρανία, με τον ίδιο να δηλώνει ότι «αυτή η τοποθέτηση πρέπει να ιδωθεί μέσα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο γενικότερης αμφιβολίας για την ειρηνευτική διαδικασία».
«Οπως είπε ένας συνάδελφος στην Ουάσιγκτον», εξηγεί, «η ειρηνευτική διαδικασία είναι σαν ένα καρουζέλ. To καρουζέλ κάνει δυο-τρεις γύρους και μετά σταματά ακριβώς στο ίδιο σημείο, και υπό αυτό το πρίσμα δεν βλέπω πολλούς λόγους για ελπίδα στη διαδικασία».
Για τον ΜακΦάρλαν, οι εγγενείς δυσκολίες για τον τερματισμό του πολέμου έγκεινται και στους εσωτερικούς περιορισμούς των ηγετών. «Αν ο Ζελένσκι αποδεχόταν ουσιαστικά το αρχικό σχέδιο ή ακόμα και το τροποποιημένο σχέδιο, θα έχανε τη θέση του στο Κίεβο και θα είχε πραγματικά προβλήματα στην πατρίδα του».
«Το ίδιο ισχύει και για τον Πούτιν, ο οποίος αν πει “θα εγκαταλείψουμε την Ουκρανία αν και έχουμε χάσει ένα εκατομμύριο ανθρώπους”, θα έχει σημαντικές επιπτώσεις στην πολιτική του υπόσταση στη Ρωσία, επειδή έχει στοιχηματίσει σε αυτόν τον πόλεμο· έχει στοιχηματίσει στο σχέδιο της επανασυγκρότησης της ρωσικής αυτοκρατορίας».
«Ο πόλεμος», προσθέτει, «είναι μια μέθοδος νομιμοποίησης για αυτόν. Επομένως, και οι δύο βρίσκονται εγκλωβισμένοι σε πολιτικά περιβάλλοντα που περιορίζουν σημαντικά το περιθώριο διαπραγμάτευσης. Είναι καλό που οι άνθρωποι συνεχίζουν να προσπαθούν να διαπραγματεύονται», συμπληρώνει, «αλλά νομίζω ότι είμαστε πολύ μακριά από μια διαρκή ειρήνη».
Το εδαφικό
Σχετικά με το ενδεχόμενο παραχώρησης εδαφών από την Ουκρανία, ο ΜακΦάρλαν τονίζει πως de facto η κατάσταση έχει ήδη διαμορφωθεί: «Η Ρωσία κατέχει περίπου το 20% του ουκρανικού εδάφους και ακόμη και σε ένα ευνοϊκότερο σενάριο για το Κίεβο, αυτή η πραγματικότητα δεν πρόκειται να αλλάξει άμεσα. Ωστόσο, όταν μιλάτε για de jure (σ.σ. νομιμοποίηση με νόμο), το ζήτημα εγείρει επιπτώσεις στο διεθνές δίκαιο και στα εγχώρια συμφέροντα».
Επεκτείνοντας τη συζήτηση, ιδιαίτερη ανησυχία προκαλεί το ερώτημα τι θα σήμαινε μια ουκρανική ήττα ή μεγάλη παραχώρηση εδαφών για τα μετασοβιετικά κράτη. «Υποψιάζομαι ότι οι πρώην δημοκρατίες της Σοβιετικής Ενωσης θα αναρωτιόνταν ποιος θα είναι ο επόμενος», απαντάει ο ΜακΦάρλαν. «Η Ουκρανία είναι μέρος αυτού που θεωρώ ότι είναι το μεγαλύτερο σχέδιο του Πούτιν, δηλαδή η αποκατάσταση του ρωσικού ελέγχου σε ολόκληρο τον μετασοβιετικό χώρο», σημειώνει.
«Επίσης, οφείλω να αναφέρω ότι πολλοί από τους Γεωργιανούς φίλους μου μού λένε “ξέρεις, είμαστε ευγνώμονες στην Ουκρανία, γιατί αν δεν ήταν η Ουκρανία, τότε θα ήμασταν εμείς”», διηγείται.
Σύμφωνα με τον ΜακΦάρλαν, κρίσιμης σημασίας και αναντικατάστατη παραμένει η παροχή πληροφοριών και δορυφορικών δεδομένων από τις ΗΠΑ. Η απώλεια αυτής της διάστασης, προειδοποιεί, θα «τύφλωνε» εν μέρει τις ουκρανικές δυνάμεις.
«Ακόμα», τονίζει, «ένα κρίσιμο σημείο όταν μιλάμε για εξωτερική υποστήριξη προς την Ουκρανία είναι τα χρήματα και η επιδότηση του ουκρανικού προϋπολογισμού. Και αυτή τη στιγμή η κύρια πρόταση που βρίσκεται στο τραπέζι είναι να αποδεσμευθεί μέρος των ρωσικών συναλλαγματικών αποθεμάτων, τα περισσότερα από τα οποία βρίσκονται στο Βέλγιο, ένα ποσό που πιθανώς υπερβαίνει τα 100 δισ. δολάρια, και αυτό θα συνέβαλλε σε μεγάλο βαθμό στην κάλυψη του οικονομικού κενού στο οποίο βρίσκεται η Ουκρανία».
Ερωτώμενος για την απροθυμία της Ευρώπης να αναλάβει «ηγετικό ρόλο» και αν αυτό υποδηλώνει αποδυνάμωση της ευρωπαϊκής επιρροής, ο διακεκριμένος ακαδημαϊκός εκφράζει σκεπτικισμό για την ιδέα ύπαρξης ενιαίας «ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής».
«Κάθε κράτος στην Ευρώπη έχει τη δική του εξωτερική πολιτική», τονίζει. «Εχουν διαφορετικές απόψεις για τα πράγματα και ο μηχανισμός λήψης αποφάσεων στην Ε.Ε. είναι πολύ περίπλοκος και πολύ περιοριστικός. Πρέπει να επιτύχετε, στην καλύτερη περίπτωση, ομοφωνία, δηλαδή να μην υπάρχουν βέτο, και χρειάζεται πολύ μεγάλη συναίνεση».
«Το συμπέρασμά μου όταν αναφέρεστε στη φράση “ηγετικός ρόλος της Ευρώπης” είναι ότι δεν είμαι σίγουρος ότι είναι δυνατόν για την Ε.Ε. να έχει “ηγετικό ρόλο” σε μια σημαντική στρατηγική σύγκρουση στην Ευρώπη. Αυτό δεν σημαίνει ότι η Ευρώπη δεν είναι σημαντική, αλλά αντιθέτως είναι σημαντική όσον αφορά την οικονομική υποστήριξη, την υποστήριξη σε όπλα και εκπαίδευση. Ωστόσο, αυτό είναι διαφορετικό από τη διεξαγωγή ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων».
Μόνιμη ένταση
Κοιτάζοντας προς το μέλλον, ο ΜακΦάρλαν θεωρεί ρεαλιστικό ένα σενάριο «μακροχρόνιας κατάστασης μόνιμης έντασης», είτε υπάρξει ειρήνη είτε όχι. «Είναι πολύ ρεαλιστικό να αναμένουμε μια παρατεταμένη περίοδο έντασης στις σχέσεις», δηλώνει, «ανεξάρτητα από το αν θα υπάρξει ειρηνευτική συμφωνία ή όχι. Οι διαφορές μεταξύ των δύο (Ρωσίας και Ουκρανίας) είναι τόσο σημαντικές, που θα ήταν πολύ δύσκολο να ξεπεραστούν απλώς με ένα κομμάτι χαρτί».
«Ωστόσο», υπογραμμίζει, «δεν πρέπει να συγχέουμε την μόνιμη ένταση ή τον περιφερειακό ψυχρό πόλεμο με τον πραγματικό πόλεμο. Μερικές φορές αυτές οι καταστάσεις επιλύονται από μόνες τους και μερικές φορές με έναν δεύτερο πόλεμο».
Ολοκληρώνοντας, και με βάση τις τελευταίες δηλώσεις του Ρώσου προέδρου, τον ρωτάμε αν η Ευρώπη πρέπει να προετοιμάζεται για πόλεμο. Μας απαντά: «Υπάρχουν μερικά θετικά πράγματα που προέκυψαν από αυτήν την κρίση. Πολλά ευρωπαϊκά κράτη αντιμετωπίζουν όλο και πιο σοβαρά την αύξηση των αμυντικών δαπανών και του μεγέθους των ενόπλων δυνάμεών τους, καθώς και την αύξηση των προμηθειών προηγμένων οπλικών συστημάτων». «Αυτή (η αύξηση)», προσθέτει, «δεν θα είχε συμβεί χωρίς τον πόλεμο στην Ουκρανία. Η ευρωπαϊκή οικονομία είναι τουλάχιστον δέκα φορές μεγαλύτερη από την οικονομία της Ρωσίας, γεγονός που επιτρέπει την ενίσχυση της άμυνας χωρίς σημαντική ζημία στον κοινωνικό και οικονομικό ιστό της Ε.Ε.». «Η Ευρώπη είχε επωφεληθεί για πολύ καιρό από τη στρατιωτική υπεροχή της Αμερικής στο ΝΑΤΟ», σημειώνει, ενώ καταλήγει λέγοντας ότι «είναι πλέον πιο ρεαλιστικό για τους Ευρωπαίους να φροντίζουν περισσότερο για την άμυνά τους και τώρα έχουν μια σημαντική απειλή ακριβώς δίπλα τους, που τους δίνει κίνητρο να το κάνουν».

