Η εκπαίδευση του συγγραφέα Καρίλ Φερέ στην πραγματικότητα έγινε μέσα από τα ταξίδια. Αυτός ο νεαρός Βρετόνος, που γύριζε τον κόσμο με μια μοτοσικλέτα, γνώρισε άλλους πολιτισμούς φθάνοντας στους Μαορί, στους Ζουλού, στα δάση του Αμαζονίου και στη Σιβηρία. Κάκιστος μαθητής, όπως λέει γελώντας, άρχισε να γράφει «επειδή άκουγε πολλή μουσική, αγαπούσε το ράγκμπι και θαύμαζε προσωπικότητες σαν τον εξερευνητή, γεωγράφο και συγγραφέα Ζαν Μαλορί, στον οποίο αφιερώνει και το πιο πρόσφατο βιβλίο του με τον αινιγματικό τιτλο «Γκρινταντράπ».
«Ολα είναι θέμα ρυθμού», λέει στην «Κ», «κι εγώ γράφω θρίλερ επειδή η πλοκή από μόνη της δίνει καλό ρυθμό. Από εκεί και πέρα πρέπει να συνδέσεις τη δράση με δυνατούς χαρακτήρες – και αν κουβαλούν τραύματα από άλλες κουλτούρες, από δικτατορίες ή απαρτχάιντ, η ιστορία γίνεται ακόμη πιο δυνατή».
Το νέο του βιβλίο, ωστόσο, τον φέρνει πολύ βορειότερα και τον θέτει αντιμέτωπο με τον εαυτό του: τη φοβία του πνιγμού. Στις νήσους Φερόες, όπου διαδραματίζεται το μυθιστόρημα, το τοπίο είναι σχεδόν μυθικό και ο ωκεανός, άγριος και παγωμένος.
Καθισμένοι λοιπόν στη βεράντα των εκδόσεων Αγρα, ψηλά στα Εξάρχεια, μιλάμε για έναν τόπο με συντεταγμένες στον ευρωπαϊκό χάρτη αλλά χωρίς παρελθόν, τουλάχιστον έτσι όπως το εννοούμε στην Ελλάδα ή στη Γαλλία. «Τα νησιά Φερόες είναι παράξενα. Εχουν ιστορία, αλλά πολύ λίγη», λέει ο Φερέ. «Οι Βίκινγκ ήταν εκεί το έτος 1000, και μετά για χίλια χρόνια δεν συνέβη σχεδόν τίποτα».
Περιγράφει το Τόρσχαβν των Φερόες ως μια ήσυχη, μικρή επαρχιακή πόλη 30.000 κατοίκων, με δύο μπαρ «και καθόλου αλκοόλ». «Μόλις φύγεις από το δωμάτιό σου», λέει, «βρίσκεσαι ήδη στην εξοχή, σαν να περπατάς στη χώρα των Χόμπιτ».
Το να επαναφέρουμε τα ζώα στην καρδιά της αφήγησης, για εμένα σημαίνει ότι πρέπει να ζήσουμε μαζί τους. Οταν βλέπεις ένα άγριο ζώο στην άγρια φύση, είναι τόσο συγκινητικό που σε μεταφέρει στην ουσία της ζωής.
Η ευημερία των νησιών τον ξάφνιασε –«έχουν τόσο πολλά ψάρια, που όλοι είναι πλούσιοι, έχουν SUV και όμορφα σπίτια»–, αλλά ως συγγραφέας αστυνομικών ιστοριών ξαφνιάζεται ακόμη περισσότερο επειδή «από το 1945 έχουν γίνει εκεί μόνο έξι δολοφονίες». Γελάει. «Στο βιβλίο μου υπάρχουν περισσότεροι φόνοι απ’ ό,τι σε ολόκληρη την πραγματική ιστορία των νησιών», λέει.
Υπάρχει όμως κάτι σημαντικό που τον συγκλόνισε στα Φερόες: το «Γκρινταντράπ», ο παραδοσιακός συλλογικός τρόπος κυνηγιού φαλαινών. Εκεί βρίσκεται ο οικολογικός πυρήνας του βιβλίου, σε αυτό το άγριο κυνηγητό, στη διάρκεια του οποίου «οι άνθρωποι πάνω στα πλοία χτυπούν τα κήτη μέσα σ’ ένα πανηγυρικό πανδαιμόνιο, κουδουνίζουν καμπάνες και ροκάνες, φυσούν με σφυρίχτρες και μπουρούδες, σπρώχνοντας τα ζώα να φύγουν μπροστά και σε λίγο να ξεβραστούν στην ακτή, όπου τα περιμένουν οι εκτελεστές». Αλλά ανάμεσα στα θύματα του «γκρινταντράπ» είναι και ο ηλικιωμένος οργανωτής της μεγάλης σφαγής των γιγάντιων θηλυκών φαλαινών, ένα πτώμα με το σώμα καλυμμένο από παράξενες πληγές.
Η νέα δουλειά του Φερέ αποτελεί νοηματικά τη συνέχεια του προηγούμενου μυθιστορήματός του. Είχε τον εξίσου δύσκολο τίτλο «Οκαβάνγκο», ομώνυμο του νοτιοαφρικανικού ποταμού με ένα από τα πιο μεγάλα και πολύπλοκα εσωτερικά δέλτα στον κόσμο, πλούσιο σε άγρια ζωή και οικοσυστήματα.

«Στο “Οκαβάνγκο” οι ήρωες ήταν τα ζώα. Εδώ, το θέμα είναι ο ωκεανός. Ο μεγάλος, ζωογόνος ωκεανός που τον αντιμετωπίζουμε σαν σκουπιδότοπο. Ολα τα όντα υποφέρουν μέσα στις θάλασσες και κυρίως τα μεγαλύτερα θηλαστικά. Οι φάλαινες δηλητηριάζονται τόσο που οι έγκυοι γυναίκες στον Βορρά δεν επιτρέπεται να φάνε το κρέας τους». Η σχέση του με τα ζώα πάει πίσω στα παιδικά του χρόνια στη Βρετάνη. Θυμάται πως ζητούσε ένα κατοικίδιο και οι γονείς του το αρνούνταν μονίμως. Μεγαλώνοντας ήταν σαφές, λέει, ότι αυτά θεωρούνταν «παιδικά πράγματα». «Οι άνθρωποι επιμένουμε πως είμαστε ανώτεροι από τα ζώα· λάθος. Είμαστε απλώς ένα είδος ανάμεσα σε άλλα, και είμαστε ίσως το πιο επικίνδυνο. Το να επαναφέρουμε τα ζώα στην καρδιά της αφήγησης, για εμένα, σημαίνει ότι πρέπει να ζήσουμε μαζί τους, ειδικά σε μια εποχή που ο πλανήτης μας απειλείται από οικολογική καταστροφή. Οταν βλέπεις ένα άγριο ζώο στην άγρια φύση, είναι τόσο συγκινητικό που σε μεταφέρει στην ουσία της ζωής».
Για το «Οκαβάνγκο» έφτασε μέχρι τα μεγάλα φυσικά πάρκα της Αφρικής, αλλά για το «Γκρινταντράπ» δεν μπήκε στη θάλασσα. «Δεν μου αρέσει το κολύμπι, φοβάμαι το νερό», εξηγεί. Υποστηρίζει ότι πολλοί Βρετόνοι, ίσως επειδή ήταν ψαράδες, μεταφέρουν τη φοβία από γενιά σε γενιά. Παρ’ όλα αυτά, η όρκα –«το μεγαλύτερο αρπακτικό στη Γη»– τον μαγνητίζει. Δεν φοβάται τίποτα, αλλά ούτε επιτίθεται στον άνθρωπο, μας λέει. «Γιατί συμβαίνει αυτό; Είναι γιατί αναγνωρίζει την ευφυΐα μας; Ή την επικινδυνότητά μας;».
Πολλές κριτικές του βιβλίου στη Γαλλία μιλούν για μια ανιμιστική διάσταση στο έργο του Φερέ. Το δέχεται με μια δόση αμηχανίας. «Είμαι άθεος, μισώ τις θρησκείες», λέει χωρίς περιστροφές. «Αλλά οι άνθρωποι ανέκαθεν τις χρειάζονταν». Ολοι οι λαοί, συνεχίζει, συνδέουν τις θεότητές τους με τη γεωγραφία: «Οι ιθαγενείς Αμερικανοί έχουν τον βίσονα. Οι Μαπούτσε έχουν τους θεούς στα ηφαίστεια». Αντίθετα, οι σύγχρονες κοινωνίες «πλάθουν θεούς κατ’ εικόνα τους». Και έχουν ξεχάσει τις ρίζες τους, «τις ρίζες μας, τη χαμένη μας σύνδεση με τα ζώα», τονίζει.

