Οταν μιλάει κανείς σε έναν άνθρωπο και καλλιτέχνη σαν τον Νίκο Καβουκίδη είναι σαν να ξεδιπλώνεται μπροστά του όλη η ιστορία του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου. Στα 86 του, ο σπουδαίος διευθυντής φωτογραφίας, σκηνοθέτης και μοντέρ παραμένει ενεργός, έχοντας ταυτόχρονα πίσω του μια καριέρα 70 και κάτι ετών, γεμάτη από χιλιάδες χιλιόμετρα φιλμ, μεγάλες ταινίες και συνεργασίες με μύθους της Εβδομης Τέχνης.
Η πορεία του στο σινεμά ξεκινά όταν, έφηβος ακόμη, πηγαίνει ως μαθητευόμενος στο μεγάλο σχολείο του Φίνου. Εκεί θα μάθει την τέχνη του με βασικό μέντορα τον Ντίνο Κατσουρίδη, ενώ θα σταθεί πίσω από την κάμερα σε πολλές ταινίες της Φίνος Φιλμ όπως «Το δόλωμα», το «Κορίτσια για φίλημα» και η «Λόλα». Το 1965, μάλιστα, μπροστά στον φακό του θα εμφανιστεί η μεγάλη Κατίνα Παξινού στο «Νησί της Αφροδίτης» του Γιώργου Σκαλενάκη. «Η Παξινού μου έλεγε “Νικολάκη, εμείς στο θέατρο ξέρουμε τι γίνεται, αν παίζουμε καλά δηλαδή, από τις αντιδράσεις του κοινού. Εδώ πρέπει εσύ να μας βοηθήσεις, που είσαι ο πρώτος θεατής. Μόλις τελειώνουμε τη λήψη θέλω να βγάζεις το μάτι σου από την κάμερα και να μου κάνεις νόημα εάν ήμουν καλή”. Το ίδιο μου είχε πει και η Λαμπέτη», θυμάται ο Καβουκίδης.


Πράγματι, όταν του θέτω το απλοϊκό, αλλά ενδιαφέρον στην προκειμένη περίπτωση, ερώτημα του τι έχει αλλάξει ανάμεσα στο σινεμά του τότε και του τώρα, μου μιλάει για τους μεγάλους ηθοποιούς σαν την Κατίνα Παξινού ή την Τζένη Καρέζη, που «έρχονταν πάντα πολύ προετοιμασμένοι, αλλά και με μια ταπεινότητα» στο γύρισμα. Φυσικά, πρώτα από όλα έχει άποψη για τη δική του τέχνη: «Η μεγάλη διαφορά στην κινηματογράφηση είναι ότι τότε γυρίζαμε με φιλμ, ενώ τώρα, στην Ελλάδα τουλάχιστον, σχεδόν όλοι γυρίζουν ψηφιακά. Τώρα μπορείς να τραβήξεις περισσότερες λήψεις, γιατί είναι φθηνότερο, έτσι όμως έχεις περισσότερη δουλειά στο μοντάζ. Και οι σημερινοί καλλιτέχνες πάντως έχουν αγάπη για το αντικείμενο, απλώς ειδικά στην τηλεόραση δεν προλαβαίνουν να δουλέψουν. Εχω βγάλει μαθητές στην κάμερα και στο μοντάζ, που τους παίρνω και τους λέω “εδώ φαίνεται σαν σούπα το πλάνο” και μου λένε ότι το ξέρουν, αλλά δεν υπάρχει χρόνος για να γίνει καλύτερα».
Το προσεχές τριήμερο 24-26 Νοεμβρίου η Ταινιοθήκη της Ελλάδος τιμά τον Νίκο Καβουκίδη με ένα αφιέρωμα στο έργο του, ξεκινώντας από το δικής του σκηνοθεσίας ντοκιμαντέρ «Μαρτυρίες» (1975), το οποίο θα προλογίσουν, μεταξύ άλλων, ο πρόεδρος της Ενωσης Ελλήνων Κινηματογραφιστών –και επίσης κορυφαίος διευθυντής φωτογραφίας– Γιώργος Φρέντζος και ο πρόεδρος της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, Λευτέρης Χαρίτος.
Ο Παντελής (Βούλγαρης) ήθελε να το γυρίσουμε σχεδόν όλο με τη μηχανή στο χέρι, να κινείται συνέχεια γύρω από τα πρόσωπα. Οι φωνές ντουμπλαρίστηκαν ύστερα από πάνω.
«Οι “Μαρτυρίες” είναι το αποτέλεσμα της διαρκούς ενασχόλησής μου με τα κινηματογραφικά ντοκουμέντα, τα οποία πάντα γέμιζαν το αρχείο μου. Ενιωθα την ανάγκη να κινηματογραφήσω τον αντιδικτατορικό αγώνα, όπως τα γεγονότα του Πολυτεχνείου και αργότερα τις κινητοποιήσεις στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Πηγή έμπνευσης της ταινίας όμως ήταν τα τραγούδια του Διονύση Σαββόπουλου, που τον χάσαμε πρόσφατα – ιδίως το “Η πλατεία ήταν γεμάτη”, αλλά και τα υπόλοιπα που ακούγονται στο ντοκιμαντέρ», σχολιάζει ο Ελληνας κινηματογραφιστής.

Μια άλλη ταινία που θα προβληθεί στην Ταινιοθήκη είναι το «Μπάυρον, μπαλάντα για έναν δαίμονα» (1992) του Νίκου Κούνδουρου. «Αυτό το γυρίσαμε στη Ρωσία, σε ένα χωριό κοντά στη Γιάλτα. Το κακό ήταν ότι ενώ ο Κούνδουρος ήθελε συννεφιά, εκεί είχε συνεχώς λιακάδα και για κάποιες μέρες δεν γυρίζαμε τίποτα. Οπότε εγώ παρήγγειλα να φέρουν πολλά καπνογόνα μαύρα από την Οδησσό και με αυτά φτιάξαμε τα “σύννεφα” για να κρύψουμε τον ήλιο», αφηγείται ο Καβουκίδης.
Μιλάει επίσης με αγάπη για την «Κάθοδο των Εννέα» του Χρήστου Σιοπαχά («τη γυρίσαμε όλη στις εξοχές της Πελοποννήσου, με πολλά εξωτερικά και φυσικούς χώρους»), αλλά και για τη «Λόλα», που, όπως τονίζει, καμαρώνει γιατί εκεί πρωτοδούλεψε το ανακλώμενο φως, μια ειδική… πατέντα, προκειμένου να «μαλακώσει» το έντονο φως των προβολέων της εποχής, την οποία εφάρμοσε από τους πρώτους στην Ευρώπη.
Φυσικά, μία από τις σπουδαιότερες ταινίες στις οποίες εργάστηκε ο Νίκος Καβουκίδης –και του νέου ελληνικού κινηματογράφου γενικότερα– είναι «Το προξενιό της Αννας» του Παντελή Βούλγαρη (1972). «Με τον Παντελάκο, τον Αγγελόπουλο, τον Τσεμπερόπουλο και τους υπόλοιπους ήμασταν όλοι φίλοι, μια ομάδα που βοηθούσε ο ένας τον άλλον. Στο “Προξενιό” ο Παντελής ήθελε να το γυρίσουμε σχεδόν όλο με τη μηχανή στο χέρι, να κινείται συνέχεια γύρω από τα πρόσωπα κτλ., οπότε το κάναμε βουβό και οι φωνές ντουμπλαρίστηκαν ύστερα από πάνω. Θυμάμαι ότι λίγα χρόνια πριν σε μια παρόμοια περίσταση είχα κολλήσει αφρολέξ στους πάτους των παπουτσιών μου για να μην κουνιέται πολύ η κάμερα. Λύσεις πάντα υπήρχαν…».

