«Πώς αναπαριστούμε όσα συνέβησαν στο παρελθόν; Αυτό είναι ένα ερώτημα που πάντα με απασχολεί όταν καταπιάνομαι με ιστορικές προσωπικότητες», μας λέει ο βραβευμένος με Οσκαρ Σκωτσέζος σκηνοθέτης Κέβιν ΜακΝτόναλντ, με αφορμή το «Τζον και Γιόκο: Πρόσωπο με πρόσωπο». Το ντοκιμαντέρ προβλήθηκε τον Οκτώβριο στο πλαίσιο του φεστιβάλ κινηματογράφου της Αθήνας «Νύχτες Πρεμιέρας» και μας μεταφέρει στη Νέα Υόρκη του 1971, όπου έχουν μετακομίσει ο Τζον Λένον με τη Γιόκο Ονο αμέσως μετά τη διάλυση των Beatles. Στο επίκεντρο του ντοκιμαντέρ βρίσκεται η μοναδική συναυλία που έδωσε ο Λένον στη σόλο καριέρα του, με τίτλο «One to One», το υλικό της οποίας αποκατέστησε πρόσφατα ο Σον Λένον για το κληροδότημα του πατέρα του.
Πέρα από το υλικό της συναυλίας όμως, ο σκηνοθέτης βρέθηκε ξαφνικά με έναν ανέλπιστο θησαυρό, όταν ενημερώθηκε πως το κληροδότημα είχε ανακαλύψει ένα κουτί γεμάτο κασέτες με πολύωρα τηλεφωνήματα του Τζον και της Γιόκο, τις οποίες ηχογραφούσαν οι ίδιοι όταν έμεναν στο διαμέρισμα του Γκρίνουιτς Βίλατζ, διότι υποψιάζονταν πως τους παρακολουθούσε το FBI. «Ακούγοντας τις ιδιωτικές συνομιλίες τους, νιώθεις σαν να συζητάς μαζί τους πίνοντας ένα ποτό, χωρίς να υποδύονται κάποιο ρόλο», σημειώνει ο σκηνοθέτης. «Αυτό έχει μεγάλη αξία. Αλλαξε τη γνώμη μου για τη Γιόκο και όσα αντιμετώπιζε τότε, την απαγωγή της κόρης της από τον πρώην σύζυγό της, το πώς της φέρθηκαν οι Beatles και το πόσο αρνητικά την αντιμετώπιζαν οι θαυμαστές τους. Ακούγοντας τον Τζον, νιώθεις ότι έχει μια σχεδόν κωμική αφέλεια, αλλά υπάρχει κάτι πολύ γλυκό σε αυτό, γιατί φαίνεται ότι δεν ξέρει πού να διοχετεύσει την ενέργειά του. Πρέπει να θυμόμαστε ότι είναι ακόμα μόλις 31 ετών κι έχει περάσει όλη του την καριέρα στο μεγαλύτερο συγκρότημα του κόσμου. Αγωνιά για το τι θα ακολουθήσει. Αυτό με έκανε να αναρωτηθώ, όταν είσαι τόσο επιτυχημένος σε τόσο νεαρή ηλικία κι έχεις όλη τη ζωή μπροστά σου, τι κάνεις; Πώς ξεφεύγεις από τη σκιά των Beatles;».
Ο Κέβιν ΜακΝτόναλντ, γνωστός για το βραβευμένο με Οσκαρ ντοκιμαντέρ του «One Day in September» (1999), την ιστορική ταινία «Ο τελευταίος βασιλιάς της Σκωτίας» (2006) και τα μουσικά ντοκιμαντέρ «Marley» (2012) και «Whitney» (2018), επιλέγει στο νέο του ντοκιμαντέρ μια πυρετώδη αφήγηση. Τηλεοπτικές διαφημίσεις, δελτία ειδήσεων, ρεπορτάζ, συνεντεύξεις, όλα μπλέκονται σε ένα ευφυές κολάζ που επιμελήθηκε μαζί με τον μοντέρ και συν-σκηνοθέτη Σαμ Ράις-Εντουαρντς. «Είχα μεγάλη αγωνία, διότι υπάρχουν πλέον τόσες ταινίες, βιβλία και αφιερώματα για τους Beatles», μας λέει ο σκηνοθέτης, «όμως ο έφηβος εαυτός μου που λάτρευε τον Λένον και είχε σοκαριστεί με τον θάνατό του, δεν θα μου το συγχωρούσε ποτέ αν δεν το αναλάμβανα. Αποφάσισα λοιπόν να μην κάνω απλώς ένα ντοκιμαντέρ για τον Τζον και τη Γιόκο, αλλά για εκείνη τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο στη ζωή τους και τις συνδέσεις με τη σημερινή εποχή, ώστε να μιλήσω για κάτι ευρύτερο».

Το έντονο κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο της εποχής της προεδρίας Νίξον δίνεται εσκεμμένα με αισθητική ποπ αρτ που θυμίζει τηλεοπτικό ζάπινγκ, μιας και, όπως έλεγε ο Λένον, η τηλεόραση ήταν το παράθυρό του στον κόσμο. «Με τον ίδιο τρόπο λειτουργούμε κι εμείς σήμερα με τα κινητά και τα κοινωνικά δίκτυα. Ενημερωνόμαστε αποσπασματικά για τον κόσμο, βλέπουμε διαρκώς νέα πράγματα, κι ο καθένας μας νοηματοδοτεί τα ερεθίσματα αυτά με τον δικό του τρόπο», αναφέρει ο ΜακΝτόλαντ. «Ηθελα, λοιπόν, να αποτυπώσω την ψυχολογική διαδικασία κατά την οποία μέσα από το χάος δημιουργούμε αφηγήσεις για τη ζωή μας και τις πολιτικές εξελίξεις γύρω μας». Οπως ακριβώς έκανε ο Λένον με τη Γιόκο, στο μικρό διαμέρισμά τους στη Νέα Υόρκη του 1971-1972, ξαπλωμένοι στο κρεβάτι, κάνοντας διαρκώς ζάπινγκ. Κάπως έτσι, έπεσαν σε ένα ρεπορτάζ που αποκάλυπτε τις απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης των παιδιών στο ίδρυμα Γουίλομπρουκ, γεγονός που αποτέλεσε την αφορμή για τη φιλανθρωπική συναυλία «One to One» στο Madison Square Garden, αφού κατέρρευσε το σχέδιο για μια περιοδεία με τίτλο «Free the People», με σκοπό την απελευθέρωση κρατουμένων.
«Η Γιόκο είχε μεγάλη δημιουργική επιρροή στον Τζον, το πιο γνωστό του τραγούδι, το “Imagine”, βασί- ζεται σε δικούς της στίχους».
Στις ΗΠΑ των αρχών της δεκαετίας του ’70, ο Λένον μαζί με την Ονο προσπαθούν να αφυπνίσουν με κάθε τρόπο τη νεολαία που έχει απογοητευθεί από το τέλος της κυριαρχίας της προοδευτικής Αριστεράς, όπως εκφράστηκε με τον Κένεντι, τα «παιδιά των λουλουδιών», το Γούντστοκ. Παρακολουθώντας το ντοκιμαντέρ, οι ομοιότητες με τη σημερινή εποχή είναι εμφανείς. «Ξαφνικά, όλο αυτό γύρισε ανάποδα, με την άνοδο δεξιών, ρατσιστικών, σχεδόν αυταρχικών πολιτικών. Τίποτε βέβαια από αυτά που συνέβαινε τότε, δεν είναι τόσο καταστροφικό όσο ο Ντόναλντ Τραμπ», αναφέρει ο ΜακΝτόναλντ. «Κι αν αυτή η σκέψη από τη μια μας τρομάζει, ας σκεφτούμε πως υπάρχει μια κυκλικότητα στην Ιστορία. Οταν τα πράγματα κινούνται έντονα προς μια κατεύθυνση, στη συνέχεια στρέφονται προς την αντίθετη. Αυτό βέβαια σημαίνει πως επαναλαμβάνουμε τα ίδια λάθη, από την άλλη όμως υπάρχει κάτι το καθησυχαστικό στο να γνωρίζουμε πως αυτό που ζούμε τώρα μάλλον δεν θα συνεχιστεί για πάντα», προσθέτει ο 58χρονος σκηνοθέτης.
Σημαντικό μέρος του ντοκιμαντέρ αφιερώνεται στο να γνωρίσουμε την Ονο υπό ένα άλλο πρίσμα, πέρα από το αφήγημα που την ακολουθεί εδώ και χρόνια ως μια «μάγισσα» που «παγίδευσε» τον Λένον και χώρισε τους Beatles. Για τον σκηνοθέτη, «η εχθρική στάση απέναντί της προκύπτει από τον μισογυνισμό και το γεγονός ότι οι άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν πως πρόκειται για μια αυθύπαρκτη καλλιτέχνιδα με δική της αξία, η οποία προέρχεται από ένα πολύ ριζοσπαστικό και πειραματικό περιβάλλον. Στην πραγματικότητα έχει πιο ενδιαφέροντα πράγματα να πει για την τέχνη από ό,τι ο Λένον». Μάλιστα, όπως προσθέτει, «η Γιόκο είχε μεγάλη δημιουργική επιρροή στον Τζον, το πιο γνωστό του τραγούδι, το “Imagine”, βασίζεται σε δικούς της στίχους».
Υπάρχουν άραγε σήμερα αντίστοιχες περιπτώσεις, με την ορμητικότητα και το ιδεαλιστικό πάθος του Λένον, που να μπορούν να εμπνεύσουν μαζικά τον κόσμο; Ο Κέβιν ΜακΝτόναλντ είναι κατηγορηματικός. «Δεν πιστεύω ότι υπάρχουν σήμερα καλλιτέχνες με την επιδραστικότητα του Λένον, οι οποίοι να εμπλέκονται με την ίδια ένταση στα πολιτικά πράγματα. Κανένας δεν έτοιμος να πληρώσει το τίμημα, να αντιμετωπίσει τις συνέπειες, όπως το να χάσει τη βίζα του, ή να παρακολουθείται το τηλέφωνό του. Αυτό είναι το εντυπωσιακό με τον Λένον, τον οποίο φυσικά δεν πρέπει να αντιμετωπίζουμε ως οσιομάρτυρα, αλλά ως έναν από τους πλέον δημοφιλείς καλλιτέχνες του 20ού αιώνα, ο οποίος υπήρξε τρομερά γενναίος και ανοιχτόμυαλος. Επεδίωκε την προοδευτική κοινωνική αλλαγή, ήθελε να χρησιμοποιήσει τη διασημότητά του για το κοινό καλό».

