«Ως μαθηματικός που είμαι, με την αφηρημένη ζωγραφική θέλω πάντοτε να λύσω ένα πρόβλημα. Η τέχνη μου είναι μια εξίσωση, μια αναζήτηση ισορροπίας ανάμεσα στη λογική και στο συναίσθημα». Η Εμπντιζάμ Αμπντουλαζίζ, με την οποία συζητάμε, έχει έρθει στην Ελλάδα για τα εγκαίνια της ομαδικής έκθεσης του Ιδρύματος Εικαστικών Τεχνών και Μουσικής Β. & Μ. Θεοχαράκη που είναι αφιερωμένη σε έξι πρωτοποριακές γυναικείες φωνές της γεωμετρικής αφαίρεσης: Οπυ Ζούνη, Ετέλ Αντνάν, Σάμια Χαλάμπι, Σαλούα Ραούντα Σουκέρ, Λούμπνα Τσάουνταρι και την ίδια. Η ομάδα των έξι καλλιτέχνιδων που παρουσιάζονται στην Αθήνα έχει πολλά κοινά στοιχεία, μολονότι κάποιες δεν βρίσκονται πλέον στη ζωή ή είναι πολύ ηλικιωμένες. Γεννημένες στο Κάιρο, στη Βηρυτό, στην Τανζανία από Πακιστανούς γονείς ή στη Σάρτζα, όπως η Αμπντουλαζίζ, εγκατεστημένες στο Παρίσι ή στις Ηνωμένες Πολιτείες, μιλούν όλες μια γλώσσα που λειτουργεί ταυτόχρονα ως πράξη αντίστασης και ποιητική διατύπωση, διατηρώντας παράλληλα την αυστηρή –«ανδρική» θα έλεγαν στο παρελθόν– σύνθεση.


Η προσωπικότητα της Εμπντιζάμ Αμπντουλαζίζ διαθέτει μια έμφυτη ικανότητα για οικειότητα, που συνυπάρχει με τη συγκροτημένη σκέψη μιας μαθηματικού, τη δίψα για γνώση ενός κοριτσιού που μεγάλωσε υπό διαρκή επιτήρηση, όπως συμβαίνει στον αραβικό κόσμο, και την αγάπη στην τέχνη, που από μικρή την έκανε να ξεχωρίζει από τα πέντε αδέλφια της. Οπως λέει η ίδια, «ανήκω σε μια ανοιχτή, όχι φανατική οικογένεια, που ήταν καλλιτεχνική, μόνο που δεν το ήξερε. Ο πατέρας μου είναι εξαιρετικός καλλιγράφος και η μητέρα μου τραγουδάει πολύ ωραία».
Νωρίς κατάλαβε ότι οι σιωπές της είχαν ανάγκη την τέχνη για να διατυπωθούν και αναζήτησε τρόπο για να σπουδάσει τέχνη μένοντας στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Τα κατάφερε και έγινε η πρώτη γυναίκα που έκανε περφόρμανς σε δημόσιο χώρο στην πατρίδα της, επιμένοντας μάλιστα να μην έχει καμία προστασία γύρω της, να είναι εκτεθειμένη στις αντιδράσεις των θεατών. Ωστόσο, η απουσία καλλιτεχνικού συναγωνισμού και η έμφυτη ανάγκη να βρει τη δική της αλήθεια μακριά από την ανδροκρατούμενη κοινωνία της Μέσης Ανατολής την έκανε να εγκαταλείψει τα Εμιράτα και να εγκατασταθεί στην Ουάσιγκτον.
Εχοντας ήδη προσέξει κατά την ξενάγησή μας τη συνάφεια της δουλειάς της –στη χρωματική παλέτα, αλλά και στη δομή– με τα πρώτα έργα της Οπυς Ζούνη (γενν. 1941), επαναλαμβάνει πόσο συγκλονίστηκε νιώθοντας πως, ως συγγενείς ψυχές, μιλούν την ίδια εικαστική γλώσσα. «Η γεωμετρία για εμένα δεν είναι απλώς μορφολογία, αλλά ένας τρόπος κατανόησης της ανθρώπινης φύσης. Η τάξη, η συμμετρία και οι ατέλειές τους αντανακλούν τις αντιφάσεις μέσα μας. Οι πολιτιστικές ρίζες μας, κοινές με κάποιον τρόπο, παραμένουν παρούσες».
«Τους πρώτους μήνες της πανδημίας βρέθηκα περιορισμένη σε ένα δωμάτιο. Μέσα σε αυτή την ακινησία στράφηκα προς τον εσωτερικό μου κόσμο. Κάθε έργο ήταν μια στιγμή ακινησίας που μετατράπηκε σε μορφή».
Από την επιστήμη της αντλεί «εργαλεία εξερεύνησης του αόρατου», όπως τονίζει. Σχολιάζουμε ότι τα ζωγραφικά έργα της δίνουν την αίσθηση ενός παλμού που υπνωτίζει τον θεατή. «Τα γεωμετρικά μοτίβα μου –τετράγωνα, εξάγωνα, κύβοι, επαναλαμβανόμενες κουκκίδες– λειτουργούν σαν κρυπτογραφημένοι κώδικες. Παίζουν με την αντίληψη και προκαλούν την όραση. Με τον καιρό οι συνθέσεις αυτές μεγάλωσαν σε κλίμακα και έγιναν πιο πολύπλοκες, πιο ζωγραφικές. Μοιάζουν με καλειδοσκόπια που διαστέλλονται και συστέλλονται, ξεπερνούν τα όρια του καμβά, ανοίγουν προς το άπειρο», εξηγεί.

Τη ρωτάμε πώς εξελίχθηκε η εικαστική πορεία της, καθώς είναι δημιουργός που μετέρχεται πολλά διαφορετικά μέσα έκφρασης, από τη φωτογραφία και την περφόρμανς έως το παραδοσιακό τελάρο. «Κατά τους πρώτους μήνες της πανδημίας, καθώς ο έξω κόσμος βυθιζόταν στη σιωπή, βρέθηκα περιορισμένη σε ένα δωμάτιο. Μέσα σε αυτή την ακινησία στράφηκα προς τον εσωτερικό μου κόσμο και προς τη γεωμετρία. Η αφαίρεση έγινε το εργαλείο μου για να κατανοήσω την κρίση· κάθε έργο ήταν μια στιγμή ακινησίας που μετατράπηκε σε μορφή», απαντά.
«Πιστεύετε πως ο θεατής μπορεί να σας πλησιάσει μέσα από τη ζωγραφική σας, παρά τη φαινομενικά “κλειστή” δομή των έργων σας;», ρωτάμε.
«Η τέχνη μου απευθύνεται στον άνθρωπο και συνδιαλέγεται μαζί του. Θέλω να προκαλεί σκέψη και συναίσθημα, να υπερβαίνει το προφανές», επισημαίνει. «Με ενδιαφέρει να αναδείξω τις αντιφάσεις και τους διχασμούς ενός κόσμου σε κρίση, να εκφράσω αντίσταση, ελευθερία, αμφισβήτηση. Θέλω η δημιουργία μου να είναι γνήσια, ειλικρινής και ζωντανή – είτε πρόκειται για μια ζωγραφική επιφάνεια είτε για μια εγκατάσταση».

