Στα έργα του Στάνλεϊ Γουίτνι ανιχνεύει κανείς αναφορές σε διαφορετικές περιόδους της τέχνης: από τα αιγυπτιακά ιερογλυφικά, τα ρωμαϊκά μνημεία, τα ελληνικά αγγεία της γεωμετρικής περιόδου, τον μινιμαλισμό, την τζαζ, τον Μουνχ, τον Ματίς. Τον ίδιο, ωστόσο, δεν τον ενδιαφέρουν οι ιστορίες, ούτε ζητάει από τον θεατή να διακρίνει στοιχεία ή συμβολισμούς πίσω από τα χρώματα που επιλέγει στις συνθέσεις του. Θέλει μόνο να παραδοθούν στο χρώμα. «Δεν είμαι αφηγητής, θέλω ελευθερία και η αφαίρεση μου το προσφέρει αυτό. Μου αρέσουν οι πίνακες που ζεις μαζί τους, που ξεδιπλώνονται με τον χρόνο. Αυτοί που δεν έχουν αρχή ούτε τέλος· δεν μπορείς να καταλάβεις από πού ξεκίνησαν ή πού τελειώνουν. Κι αλλάζουν διαρκώς», εξηγεί στην «Κ». Τον συναντάμε με αφορμή την ατομική του έκθεση «Return to the Garden», την πρώτη του ατομική παρουσίαση στην Ελλάδα, μετά τη συμμετοχή του στην Documenta 14, το 2017 στο ΕΜΣΤ, με νέα και πρόσφατα ζωγραφικά έργα που αντλούν την έμπνευσή τους από την αθωότητα του αρκαδικού ιδεώδους και την επαφή με τη φύση. «Νομίζω ότι τα έργα μου εμπνέουν τους ανθρώπους. Είναι ενδιαφέρον να τους βλέπεις μπροστά σε τόσο χρώμα… Εχω δει ακόμα και ανθρώπους με προβλήματα υγείας να συγκινούνται μέχρι δακρύων. Συνήθως δείχνουν αναπτερωμένοι, και αυτό θέλω», εξηγεί.
Γεννημένος το 1946 στη Φιλαδέλφεια, με σπουδές στο Γέιλ, συμμετοχές στην Μπιενάλε της Βενετίας και έργα σε μόνιμες συλλογές μεγάλων μουσείων, ο Γουίτνι συγκαταλέγεται στους σημαντικότερους εν ζωή καλλιτέχνες της αμερικανικής αφαίρεσης.
Ομως, η αναγνώριση άργησε να έρθει. Από το 1972 που αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο έως το 1989 είχε μόνο μία ατομική έκθεση στη Νέα Υόρκη. «Οταν έφθασα (στη Νέα Υόρκη), προσπάθησα να καταλάβω πού ανήκα. Σύντομα ανακάλυψα ότι δεν ταίριαζα πουθενά. Ηξερα ότι θα ήταν ένας μακρύς δρόμος», έχει δηλώσει. Ωστόσο, τώρα, κοιτάζοντας πίσω, λέει ότι αυτά ήταν τα καλά χρόνια. «Κανείς δεν σε ενοχλεί, φτιάχνεις τους πίνακές σου, δεν ξέρεις αν είναι καλοί ή κακοί. Προσπαθείς να βρεις το κοινό σου, δοκιμάζεις πράγματα και κανείς δεν σου λέει τι να κρατήσεις ή τι να αφήσεις».
Υπήρξαν ωστόσο και εκείνοι που, ιδίως στα πρώτα του βήματα, σχολίαζαν πως, σε αντίθεση με άλλους Αφροαμερικανούς καλλιτέχνες, δεν μιλούσε μέσα από το έργο του για τη μαύρη ταυτότητα. «Οταν σπούδαζα υπήρχε μεγάλη κοινωνική αναταραχή. Εκείνη την εποχή ήταν κάπως όπως τώρα – ίσως τώρα είναι ακόμη χειρότερα. Ολοι –μαύροι και λευκοί– από διαφορετικές κατευθύνσεις προσπαθούσαν να μου πουν τι πρέπει να κάνω, ποιος πρέπει να είμαι, τι θα έπρεπε να ζωγραφίζω, τι είναι σημαντικό. Μερικοί, ίσως, πίστευαν ότι δεν θα έπρεπε καν να ζωγραφίζω». Εξηγεί ότι και η οικογένειά του αντέδρασε στην απόφασή του να γίνει καλλιτέχνης. «Κανείς δεν θέλει το παιδί του να γίνει καλλιτέχνης, εκτός κι αν προέρχεται από καλλιτεχνική οικογένεια. Ιδιαίτερα όταν μιλάμε για την Αμερική και μια φτωχή αφροαμερικανική οικογένεια που παλεύει καθημερινά. Ηταν πραγματικός αγώνας, αλλά ένιωθα σαν να υπήρχε ένα κάλεσμα».
Κομβική υπήρξε η δεκαετία του ’90 με την παραμονή του στη Ρώμη για πολλά χρόνια και το ταξίδι στην Αίγυπτο με τη γυναίκα του, επίσης καλλιτέχνιδα, Μαρίνα Ανταμς. «Είχα αρχίσει ήδη να δουλεύω με στρώσεις χρώματος, αλλά η ιδέα δεν ήταν ακόμα διαμορφωμένη. Τα έργα μου θύμιζαν γκράφιτι», θυμάται. Η επαφή με τους αρχαίους πολιτισμούς είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία συνθέσεων με πολλαπλά επίπεδα και σειρές. Αντλώντας έμπνευση, επίσης, από την ελληνική και μεσογειακή κεραμική, καθώς και από την αντίθεση ανάμεσα στην αρχαία και στη σύγχρονη ρωμαϊκή αρχιτεκτονική, διερωτήθηκε πώς το παλιό συναντούσε το νέο και πώς αυτά τα συμπεράσματά του θα «ζωντάνευαν» στον καμβά.
«Το θέμα είναι ότι δεν ήθελα απλώς να “στοιβάξω” τα χρώματα, αναζητούσα τον τρόπο που θα τα χρησιμοποιήσω. Οταν κοιτάς έναν πίνακα, θέλεις να δεις πώς είναι ζωγραφισμένος. Είναι κάτι που δεν μπορεί να σ’ το δώσει το Διαδίκτυο. Το σημαντικό στη ζωγραφική είναι ο τρόπος που αγγίζει κανείς τον καμβά. Ολα έχουν να κάνουν με την αφή».
«Πρέπει να επιλέξεις τη μάχη σου, τον τρόπο που θα τη δώσεις. Το να δημιουργείς όμορφα πράγματα τώρα, είναι πιο αναγκαίο από ποτέ».
Με την αφή σχετίζεται και η μουσική που μας γοητεύει, υποστηρίζει ο ίδιος. Μιλάει για τον Tελόνιους Μονκ, το πώς άγγιζε τα πλήκτρα του πιάνου, τον ρυθμό που είχε το παίξιμό του, αλλά και το παίξιμο των άλλων ηρώων της προσωπικής του μυθολογίας, του Μάιλς Ντέιβις, του Αρνολντ Κάουφμαν. Επισημαίνω ότι και ο Μοντριάν με τη γεωμετρική του αφαίρεση αγαπούσε ιδιαίτερα την τζαζ. «Και ήταν εξαιρετικός χορευτής», συμπληρώνει. «Μου άρεσε τόσο το “Broadway Boogie Woogie”. Η πορεία του όταν ήρθε στη Νέα Υόρκη, το πώς η πόλη επηρέασε τη δουλειά του». Εκείνος θα την άφηνε τη Νέα Υόρκη; «Είναι πραγματικά μια δύσκολη περίοδος, με τόσα προβλήματα, κακές κυβερνήσεις παντού. Είναι μέρα με την ημέρα· αναρωτιέσαι αν πρέπει να μείνεις ή να φύγεις, πού μπορείς να πας, τι θέλεις. Πολλά ερωτήματα».
Η τρέχουσα κατάσταση επηρεάζει τη δουλειά του; «Με κάνει να θέλω να ζωγραφίζω καλύτερα. Σκέφτομαι τον Ματίς, που στα τελευταία του χρόνια ζωγράφιζε αυτά τα όμορφα μικρά έργα στη Νίκαια, ενώ οι ναζί ήταν στον δρόμο. Σκέφτομαι και τον Πικάσο και την “Γκουέρνικα” – τι αντιπροσωπεύουν αυτά τα έργα. Πρέπει να επιλέξεις τη μάχη σου, τον τρόπο που θα τη δώσεις και πόσο σημαντικό είναι να ζωγραφίσεις μέσα σε αυτήν τη δυσκολία. Το να δημιουργείς όμορφα πράγματα τώρα, είναι πιο αναγκαίο από ποτέ».
«Return to the Garden», έως 17 Ιανουαρίου, γκαλερί Gagosian.

