Στη γεμάτη κεντρική σκηνή του Διεθνούς Φόρουμ Δημοσιογραφίας #iMEdDIJF25 το πλήθος έχει σηκωθεί όρθιο και τη χειροκροτά, καθώς μιλά συγκινημένη για τους Παλαιστίνιους συναδέλφους της. «Δεν έχω κλάψει ποτέ σε καμία ομιλία. Ποτέ, μα ποτέ», θα πει λίγο αργότερα στην «Κ». «Ομως το να λαμβάνω αυτό το βραβείο από μια ανεξάρτητη κριτική επιτροπή, εδώ στην Ελλάδα, παράλληλα με ό,τι συμβαίνει στο πεδίο στη Γάζα, είναι πολύ έντονο».
Η Ραουάν Ντάμεν, γενική διευθύντρια του Arab Reporters for Investigative Journalism (ARIJ), έχει μόλις λάβει το Βραβείο Αντικτύπου IJ4EU 2025 για το Gaza Project, μια διασυνοριακή έρευνα 50 δημοσιογράφων από 13 διεθνή Μέσα (Le Monde, Der Spiegel, Guardian, Forbidden Stories, Paper Trail Media κ.ά.), οι οποίοι κλήθηκαν να ρίξουν φως σε ένα ερώτημα που λίγοι ήθελαν να αγγίξουν. Πώς έφτασε ο πόλεμος Ισραήλ – Γάζας να είναι ο πιο φονικός για τον Τύπο στην πρόσφατη ιστορία; Εγιναν τα δημοσιογραφικά γιλέκα στόχος;

«Τα ευρήματα σόκαραν κι εμάς τους ίδιους και τους Ευρωπαίους συνεργάτες μας», παραδέχεται. «Ως οργανισμός, στα 20 χρόνια λειτουργίας μας, έχουμε εκπαιδεύσει πάνω από 900 Παλαιστίνιους δημοσιογράφους. Ετσι, όταν ξεκίνησε ο πόλεμος, μετά την 7η Οκτωβρίου, είχαμε ήδη ένα ευρύ δίκτυο μέσα στη Γάζα. Αρχικά, όταν μας μετέφεραν ότι στοχοποιούνται από τον ισραηλινό στρατό θεωρήσαμε ότι μπορεί να υπερβάλλουν, επειδή βίωναν τη συνθήκη του πολέμου. Αυτή η διασυνοριακή έρευνα όμως έδειξε ότι δεν υπερέβαλλαν. Δεν σκοτώθηκαν παρεμπιπτόντως μέσα σε ένα πλήθος. Εγιναν οι ίδιοι στόχος, επειδή ήταν δημοσιογράφοι».
«Δεν είναι δημοσιογράφοι, είναι Χαμάς»
Ρωτώ τη Ραουάν πώς απαντά στους ισχυρισμούς ότι οι άνθρωποι που στοχοποιήθηκαν δεν είναι δημοσιογράφοι αλλά συνεργάτες της Χαμάς. «Κατ’ αρχάς, γνωρίζω πολλούς από αυτούς προσωπικά. Πάρα πολλοί δημοσιογράφοι, φωτορεπόρτερ, φίξερ, δουλεύουν με διεθνή μέσα ενημέρωσης και κάνουν εξαιρετική δουλειά. Πολλοί από αυτούς συνεργάζονταν με δυτικούς δημοσιογράφους ήδη πριν από τον πόλεμο».
Τα δεδομένα της Επιτροπής Προστασίας Δημοσιογράφων CPJ
200 τουλάχιστον δημοσιογράφοι και εργαζόμενοι στα μίντια έχουν σκοτωθεί από τον Οκτώβριο του 2023 στο πλαίσιο του πολέμου Ισραήλ – Γάζας. Πρόκειται για την πιο θανατηφόρα περίοδο για τον Τύπο από τότε που η Επιτροπή Προστασίας Δημοσιογράφων CPJ άρχισε να συλλέγει δεδομένα, το 1992.
Φέρνει ως παράδειγμα τον Μπιλάλ Ζαντάλα, μια «πατρική μορφή» της δημοσιογραφίας στη Γάζα σύμφωνα με το Columbia Journalism Review, ο οποίος σκοτώθηκε μέσα στο αυτοκίνητό του κατά τη διάρκεια αεροπορικής επιδρομής, καθώς προσπαθούσε να διαφύγει προς το νότιο τμήμα της Λωρίδας μαζί με την οικογένειά του. Tο Press House που διηύθυνε, ένας ανεξάρτητος οργανισμός, εταίρος της UNESCO μεταξύ άλλων και καταφύγιο των δημοσιογράφων της Γάζας, βομβαρδίστηκε καταλήγοντας σε ερείπια.
Τα ευρήματα του Gaza Project
- 100 περίπου περιπτώσεις ερευνήθηκαν στο πλαίσιο του Gaza Project 1 και Gaza Project 2.
- 40 τουλάχιστον δημοσιογράφοι και εργαζόμενοι στα μίντια σκοτώθηκαν μέσα στα σπίτια τους.
- 13 φορούσαν γιλέκα με την ένδειξη PRESS.
- 18 σκοτώθηκαν, τραυματίστηκαν ή στοχοποιήθηκαν από drones.
- 6 κτίρια που στέγαζαν δημοσιογραφικούς οργανισμούς καταστράφηκαν, μεταξύ των οποίων το γραφείο του διεθνούς ειδησεογραφικού πρακτορείου AFP.
«Πριν από τον πόλεμο το Press House το επισκέπτονταν πρεσβευτές από ευρωπαϊκές χώρες και διοργάνωναν εκπαιδεύσεις για τους ντόπιους δημοσιογράφους. Συνεπώς, οι περισσότεροι γνωρίζουν την αλήθεια: είναι δημοσιογράφοι. Και αυτό που έκαναν στον πόλεμο ήταν πάρα πολύ θαρραλέο. Απέδειξαν πραγματικά ότι πιστεύουν στη δημοσιογραφία. Ακόμα και όταν τους λέγαμε “ξέρεις, ίσως πρέπει να σταματήσεις”, απαντούσαν “όχι, αυτό είναι το επάγγελμά μου, αυτό διάλεξα. Οπως ο γιατρός πρέπει να κάνει κάτι παραπάνω, έτσι κι εγώ ως δημοσιογράφος έχω έναν ρόλο να παίξω, να δείξω στον κόσμο αυτά που συμβαίνουν”».


Τεκμηρίωση
Η ομάδα του Gaza Project συγκέντρωσε περισσότερες από 120 μαρτυρίες, χαρτογράφησε δορυφορικά δεδομένα, εντόπισε βαλλιστικές τροχιές και συμβουλεύτηκε 25 ανεξάρτητους ειδικούς. «Κανείς μας δεν μπορούσε να μεταβεί στη Γάζα αφού δεν υπάρχει πρόσβαση. Διασταυρώσαμε όμως τις μαρτυρίες με ανοιχτές πηγές και με ειδικούς στα όπλα από όλο τον κόσμο», εξηγεί η Ραουάν. «Και φυσικά οι δημοσιογράφοι στο πεδίο μας βοήθησαν να είμαστε πολύ ακριβείς. Σε βαθμό που οι Ευρωπαίοι συνάδελφοί μας, Γάλλοι, Γερμανοί, Βρετανοί, εντυπωσιάστηκαν που οι ντόπιοι δημοσιογράφοι δεν παρουσίασαν τα γεγονότα στη Γάζα με τρόπο υπερβολικό, ούτε είπαν πράγματα που δεν έγιναν. Οταν τους ρωτούσες “το είδες ο ίδιος;”, απαντούσαν -γιατί είναι τραυματισμένοι ψυχικά-, “άσε να θυμηθώ, να το ελέγξω στο κινητό, να τσεκάρω τα μεταδεδομένα”. Σε τέτοιο βαθμό ήταν προσεκτικοί ώστε να μας δώσουν ακριβείς πληροφορίες. Γιατί ένα λάθος, ακόμη και μικρό, θα έθετε σε κίνδυνο όλο το πρότζεκτ. Υπάρχουν πολλοί που θέλουν να πουν “είναι προπαγάνδα”, οπότε ήμασταν πολύ πολύ προσεκτικοί».
Η ομάδα του Gaza Project συγκέντρωσε περισσότερες από 120 μαρτυρίες, χαρτογράφησε δορυφορικά δεδομένα, εντόπισε βαλλιστικές τροχιές και συμβουλεύτηκε 25 ανεξάρτητους ειδικούς.
Οι προκλήσεις δεν σταμάτησαν στο στάδιο της συλλογής και της επαλήθευσης των στοιχείων αλλά και σε αυτό της δημοσίευσης της πληροφορίας. «Ακόμα και για να φτάσει αυτό το περιεχόμενο στον κόσμο υπάρχουν προκλήσεις, γιατί υπάρχει η προκατάληψη ενάντια στο περιεχόμενο. Παρ’ όλα αυτά, καταφέραμε να δημοσιεύσουμε τις έρευνες σε αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, αραβικά και εβραϊκά. Σας διαβεβαιώ ότι δεν ήταν καθόλου εύκολο. Κάποιες φορές η ομάδα μου έλεγε “βρήκαμε τοίχο”. Ομως, βρήκαμε τρόπο να περάσουμε μέσα από αυτόν τον τοίχο, να προχωρήσουμε και να το κάνουμε».
«Είμαστε όλοι τραυματισμένοι»
Με πάνω από δύο δεκαετίες εμπειρίας στο ερευνητικό ρεπορτάζ και τη δημιουργία ντοκιμαντέρ, η Ραουάν Ντάμεν ανέλαβε τη διεύθυνση του ARIJ το 2020. Υπό την καθοδήγησή της ο οργανισμός, με έδρα το Αμάν της Ιορδανίας, δημιούργησε το πρώτο Δίκτυο Fact Checkers στον αραβικό κόσμο, την πρώτη αραβική πλατφόρμα για whistleblowers, ενώ ανέπτυξε παράλληλα μια καινοτόμο στρατηγική τεχνητής νοημοσύνης. Η ίδια έχει επιβλέψει τη δημοσίευση περισσότερων από 250 ερευνών, πολλές εκ των οποίων έχουν βραβευτεί διεθνώς. Δεν κρύβει ωστόσο ότι η έρευνα για τη Γάζα ήταν και συνεχίζει να είναι τραυματική για την ίδια και τους συνεργάτες της.
Μία από τις συναδέλφους μας στο γραφείο άρχισε να βλέπει εφιάλτες, ότι τα παιδιά της πέθαναν. Στο Αμάν της Ιορδανίας, πήγαινε στο διπλανό υπνοδωμάτιο να ελέγξει αν τα παιδιά της ήταν ζωντανά ή όχι.
«Φανταστείτε τους fact checkers μας που κάνουν τον έλεγχο γεγονότων και πρέπει να δουν το ίδιο υλικό ξανά και ξανά. Δεν μπορούν να βάλουν μπλερ. Δεν μπορούν να χαμηλώσουν τον ήχο. Πρέπει να το παρακολουθήσουν όπως είναι. Οπότε αυτοί οι άνθρωποι είναι 100% τραυματισμένοι. Μία από τις συναδέλφους μας στο γραφείο άρχισε να βλέπει εφιάλτες ότι τα παιδιά της πέθαναν. Στο Αμάν της Ιορδανίας, πήγαινε στο διπλανό υπνοδωμάτιο να ελέγξει αν τα παιδιά της ήταν ζωντανά ή όχι», περιγράφει.
«Επιπλέον είναι ένα πρότζεκτ πολύ φορτισμένο συναισθηματικά για εμάς, επειδή η συντακτική μας ομάδα μιλάει με τους δημοσιογράφους στη Γάζα κάθε μέρα. Καθημερινά, μας μεταφέρουν ότι λιμοκτονούν. Κάποιοι από αυτούς έχασαν ολόκληρες τις οικογένειές τους. Τα παιδιά τους σκοτώθηκαν, χάθηκαν. Και συνεχίζουν να εργάζονται. Αλλοι έχουν εκτοπιστεί δεκάδες φορές, ζουν σε αυτά τα κατεστραμμένα κτίρια ή μέσα σε σκηνές. Εχουν περάσει δύο χρόνια και, ξέρετε, τώρα που μιλάμε -τον Σεπτέμβριο του 2025- έχουν πλέον χάσει κάθε ελπίδα».
Η επόμενη μέρα
Στο ερώτημα αν το προτεινόμενο ειρηνευτικό σχέδιο του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ μπορεί να αναζωπυρώσει την ελπίδα, η απάντηση της Ραουάν είναι κατηγορηματική. «Δυστυχώς, όχι. Το σχέδιο που ανακοινώθηκε δεν μας δημιουργεί καμία αισιοδοξία, διότι δεν απαντά ούτε στο ζήτημα της λογοδοσίας ούτε για το μέλλον των ανθρώπων στη Γάζα. Τι θα συμβεί στ’ αλήθεια στον λαό της Γάζας;», διερωτάται. Ενώ περιγράφει τη σφοδρότητα της επιδρομής του ισραηλινού στρατού στην πόλη της Γάζας λίγο πριν από τη συνάντηση Τραμπ – Νετανιάχου.
«Τα ισραηλινά τανκς ισοπέδωσαν κάθε γειτονιά. Σε τέτοιο βαθμό που το γραφείο μας στη Γάζα έχει πλέον εκκενωθεί. Ωστόσο, κάποιοι δημοσιογράφοι παραμένουν στην πόλη. Μας λένε “δεν έχει νόημα να φύγουμε. Πού να πάμε; Θα μείνουμε εδώ. Θα έρθουν οι Ισραηλινοί, θα βομβαρδίσουν τα κτίρια και θα πεθάνουμε μέσα σε αυτά”. Είναι τόσο σκληρό. Ειδικά όταν γνωρίζεις αυτούς τους ανθρώπους. Είναι πραγματικά έξυπνα παιδιά, καλοί δημοσιογράφοι, καλόκαρδοι. Προσπάθησαν να συνεχίσουν το ρεπορτάζ, να στείλουν τις πληροφορίες, τις φωτογραφίες, τα βίντεο. Και τώρα περιμένουν να πεθάνουν. Και δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα γι’ αυτούς».
Αν και Παλαιστίνια, η Ραουάν δεν έχει μπορέσει να επισκεφθεί τη Γάζα από το 1999. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Αμάν της Ιορδανίας από οικογένεια με ρίζες στη Ναμπλούς της Δυτικής Οχθης. Γι αυτό και η πρόσβαση στη Λωρίδα δεν της επιτρέπεται. «Οι γονείς μας μας δίδαξαν ότι πρέπει πάντα να θυμόμαστε την Παλαιστίνη. Οταν ήμασταν παιδιά με την αδερφή μου, η μαμά μάς έδειχνε τον παγκόσμιο άτλαντα που ήταν κρεμασμένος στην κρεβατοκάμαρα και έλεγε: κοιτάξτε, δεν υπάρχει Παλαιστίνη εδώ. Γι’ αυτό πάντα θα λέτε “είμαι Παλαιστίνια”. Δεν θα λέτε “είμαι Ιορδανή”. Αν ξεχάσουμε την Παλαιστίνη, η Παλαιστίνη θα διαγραφεί». Από το τελευταίο ταξίδι της στη Γάζα θυμάται τη θάλασσα, το φαγητό και τη φιλοξενία των ανθρωπων. «Οι άνθρωποι τότε ήταν πολύ αισιόδοξοι. Επειδή ήταν μετά τις Συμφωνίες του Οσλο.Τώρα… είναι μια πολύ σκοτεινή περίοδος, πολύ πολύ σκοτεινή. Δεν μπορούμε να δούμε φως στο τέλος του τούνελ, γιατί τα πάντα έχουν χαθεί στη Γάζα. Δεν υπάρχουν σχολεία, δεν υπάρχουν νοσοκομεία, δεν υπάρχουν δρόμοι, δεν υπάρχουν σπίτια».
Υπάρχει, ωστόσο, κάτι που της δίνει δύναμη για την επόμενη ημέρα. «Ενας Παλαιστίνιος ποιητής, πολύ γνωστός, ο Σαμί αλ Καζίμ, με τον οποίο ήμασταν πολύ κοντά, μου είχε πει κάποτε: “Ραουάν, η κατάθλιψη είναι πολυτέλεια”. Και από τότε, το έμαθα αυτό. Γιατί είναι εύκολο να πέσεις σε κατάθλιψη. Το πιο δύσκολο είναι να μην πέσεις. Ετσι κάθε πρωί ξυπνάω, ανοίγω τα μάτια μου και λέω: “Είναι μια καινούργια μέρα. Πρέπει κάτι να κάνουμε. Πάμε να το κάνουμε».
