Ο Θανάσης Βασιλόπουλος περπατούσε πολλά χρόνια ξυπόλυτος στη λάσπη. Δεν στενοχωριόταν. Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να κρατήσει καθαρό το κλαρίνο του μέχρι να φτάσει σε μια πλατεία, σε ένα καφενείο, σε ένα πανηγύρι. Και σήμερα την ίδια έγνοια έχει. Να μπει το Σάββατο 11 Οκτωβρίου στο Ηρώδειο χαμογελαστός, κρατώντας το ίδιο εκείνο κλαρίνο που έπαιζε παιδί. Να παίξει εκτός από δημοτικά και παραδοσιακά, Ξαρχάκο, Θεοδωράκη, Λιβανελί, αλλά και μελωδίες που ξεσηκώνουν τη νεολαία. Και να αποδείξει ότι «ο τσιγγάνος έχει δύο καρδιές, τη δική του και του κλαρίνου του» – όπως λέει ένα ρητό του λαού του.
– Αγρίνιο αρχές δεκαετίας ’70…
– Εκεί γεννήθηκα. Oχι σε νοσοκομείο, γιατί εκεί που μέναμε δεν υπήρχε ούτε υποψία νοσοκομείου. Eξω στον δρόμο γεννήθηκα. Και όταν κάποτε ρώτησα τη μάνα μου «πότε με γέννησες» –γιατί ήθελα να βρω το ζώδιό μου (γέλια)– μου είπε: «Θανάση, παιδάκι μου, χαράματα ήτανε και έβρεχε πολύ». Ε, την επόμενη χρονιά με δήλωσε ότι γεννήθηκα Νοέμβρη».
– Καταυλισμός;
– Είχαμε σπίτια. Και νερό είχαμε, όχι μέσα στο σπίτι, αλλά υπήρχε απέξω μια βρύση για όλους. Εκεί κάναμε και το μπάνιο μας κάθε Σάββατο. Eντεκα αδέλφια ήμασταν. Χωρίς τα ξαδέρφια και τους θείους. Και ζούσαμε όλοι μαζί. Δρόμοι δεν υπήρχαν, μόνο λάσπες. Ομως εμένα μου άρεσε να παίζω με τα νερά και τη λάσπη.
– Κάποιοι θα λένε «η φτώχεια είναι στενοχώρια». Δεν ήταν, όμως, πάντα έτσι. Και στη Σάντα Μπάρμπαρα, στις λάσπες παίζαμε… Ναι, υπήρχε μια στέρηση, αλλά δεν υπήρξε ποτέ στέρηση χαράς.
– Ποτέ! Και στέρηση αγάπης ποτέ. Εγώ, Σταύρο μου, δεν κατάλαβα ποτέ ότι υπήρχε κάποιο πρόβλημα.
–Εσείς τότε λέγατε «είμαστε γύφτοι», «ήμαστε τσιγγάνοι»; Ποια λέξη χρησιμοποιούσατε;
–Δεν είχα ιδέα πώς λεγόμασταν. Εμένα μου άρεσε να πηγαίνω με τους φίλους μου στο ποτάμι. Δεν καταλάβαινα ότι υπήρχε και κάτι άλλο, διαφορετικό από εμάς.
– Λέγατε όμως αυτός είναι «γκατζέ»;
– «Αυτός είναι γκατζός». Μη τσιγγάνος, μη Ρομ. Αλλά η μάνα μου ποτέ δεν μου είπε ότι είμαι κάτι το διαφορετικό. Και εγώ τα έβλεπα όλα γλυκά και βελούδινα. Και τώρα όταν πάω στην Αφρική, στην Αμερική, στην Ευρώπη –για να παίξω με μεγάλους καλλιτέχνες– πάντα και παντού νιώθω ότι «και εδώ ανήκω». Μόνο με τοξικούς ανθρώπους δεν θα μπορούσα να ζήσω.
–Οι γονείς τι σου έλεγαν; «Θανασάκη, στα καπνά!»;
– Ποτέ δεν μου είπαν τίποτα. Δεν πρόλαβαν, δηλαδή, να μου πουν κάτι. Από 5-6 χρόνων μάθαινα το κλαρίνο.
– Σχολείο;
– Σχολείο δεν πηγαίναμε. Δεν είχε, δηλαδή. Σχολείο πήγα στην Αθήνα όταν πια ήμουν 12 χρόνων. Eπαιρνα λοιπόν το κλαρίνο του πατέρα μου και πήγαινα στη μάνα μου και της έλεγα «φύσα εσύ, να βάζω εγώ τα δάχτυλά μου». Ε, από τότε δεν το αποχωρίστηκα ποτέ.
– Και έβγαζες χαρτζιλίκι.
– Αμέ. Υπήρχε ένας δρόμος ο οποίος έβγαζε στα καφενεία στο κέντρο.
– Παντοφλάκια και δρόμο;
– Πού να βρεθούν τα παντοφλάκια; Ξυπόλυτος. Eπαιρνα τους φίλους μου και πηγαίναμε. Μια μέρα είχα πάρει έναν μικρό, 3-4 χρόνων, που έπαιζε τουμπερλέκι. Πάμε στο καφενείο, παίζουμε και όταν φεύγουμε του λέω «πού είναι τα λεφτά;». Λέει «δεν τα πήρα». Κάπου τα είχε κρύψει. Ε, ήταν ο πρώτος που με έκλεψε. Τώρα γελάω, τότε όμως στενοχωρήθηκα πολύ.
– Δημοτικά έπαιζες;
– «Να ‘ταν τα νιάτα δυο φορές». Διάφορα τέτοια. Και μια μέρα παρακάλεσα τον πατέρα μου να με πάρει σε ένα πανηγύρι. Μέχρι τότε ο πατέρας μου, σχεδόν δεν ήξερε ότι παίζω. Με πήρε όμως και έπαιξα. Οκτώ χρόνων θα πρέπει να ήμουν. Μαγεύτηκα.
– Σαν να έπαιζες στο Ολυμπιακό Στάδιο!
– Εκείνη την ημέρα, αποφάσισα ότι το κλαρίνο θα είναι η ζωή μου.
– Θέλω να μου πεις για τη μέρα που ο πατέρας σάς φορτώνει άρον άρον σε ένα φορτηγό για την Αθήνα.
– Στο φορτηγό ενός θείου μου γεμάτο καρπούζια. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί φύγαμε τόσο ξαφνικά. Μάλλον με κάποιους θα είχε μαλώσει… Ανεβήκαμε, λοιπόν, στην καρότσα και πήγαμε στα Λιόσια. Σε μια πλαγιά.
– Με σκηνή;
– Τίποτα. Στρωματσάδα στο χώμα. Στις βροχές βάζαμε νάιλον πάνω από τις κουβέρτες. Και από κάτω νάιλον. Αλλά το νερό έμπαινε. Εφευγα και πήγαινα σε μια οικοδομή που ήταν λίγο πιο μακριά. Δεν κοιμόμουν. Ενα πρωί αποφάσισα να κάνω αυτό που έκανα και στο Αγρίνιο. Να μαζέψω τους φίλους μου, τα ξαδέρφια μου, και να πάμε στα μαγαζιά. Μπήκαμε στο πρώτο καφενείο που βρήκαμε.
Μεγάλο εφόδιο – Τα πανηγύρια ήταν μεγάλο εφόδιο. Εκεί έμαθα τον αυτοσχεδιασμό. Το ίδιο τραγούδι θα το χορέψουν διαφορετικοί τύποι και εσύ πρέπει να τους συνοδεύσεις.
– Δέκα χρόνων ήσουν τότε;
– Κάπου εκεί… Υστερα από αυτό δεν ξαναπεινάσαμε.
– Πώς αντέδρασε η μάνα σου όταν γύρισες για πρώτη φορά με λεφτά στην τσέπη;
– Τρελάθηκε. Πήγα και της αγόρασα καφέ και ζάχαρη. Γιατί της άρεσε πολύ ο καφές. Συγκινήθηκε και τους μάζεψε όλους να πιουν καφέ.
– Γράμματα πώς έμαθες;
– Τα γράμματα ήταν κινέζικα για μένα. Η μάνα μου έβλεπε στην τηλεόραση τον Σουλεϊμάν τον μεγαλοπρεπή και μου έλεγε: «Τι λένε, παιδάκι μου, τα γράμματα»; Τι να της έλεγα; Λέξη δεν καταλάβαινα. Ενα πρωί, όμως, παίζαμε σε πατσατζίδικο. Και βλέπω στον δρόμο έναν άντρα μαζί με τις κόρες του με σχολικές τσάντες. Τα παρατάω όλα και τον προλαβαίνω. Του λέω «μήπως θα μπορούσατε να με πάτε κι εμένα στο σχολείο;». Με κοιτάει ο άνθρωπος, να ‘ναι καλά –τον έχω ψάξει να τον βρω αλλά δεν τον βρήκα– και μου λέει «έλα εδώ αύριο 7 το πρωί και θα σε πάω». Εγώ από τις τέσσερις τα χαράματα τον περίμενα.
– Σε ποιο σχολείο σε πήγε;
– 17ο Δημοτικό Περιστερίου. Στη αρχή με είδαν ψηλό και με έβαλαν στην έκτη τάξη. Μετά από μία βδομάδα κατάλαβαν… Και με γύρισαν στην πρώτη.
– Και σιγά σιγά έμαθες να διαβάζεις τους υπότιτλους στη μάνα σου.
– Και στον πατέρα μου θρησκευτικά βιβλία. Πήγε στην εκκλησία και παρακάλεσε τον παπά να του δώσει βιβλία. Και ο παπάς του έδωσε μια κούτα από το υπόγειο. Ούτε ήξερα τι του διάβαζα. Hταν καθαρεύουσα και οι σελίδες ήταν κολλημένες από την υγρασία. Ούτε ο πατέρας μου καταλάβαινε τι άκουγε, αλλά του άρεσε.
– Και πότε παύεις να είσαι απλώς ένας τσιγγάνος που παίζει στα πανηγύρια;
– Θα σου πω. Αλλά να ξέρεις ότι τα πανηγύρια ήταν μεγάλο εφόδιο. Εκεί έμαθα τον αυτοσχεδιασμό. Ακονίζεις το μυαλό σου στα πανηγύρια. Το ίδιο τραγούδι θα το χορέψουν διαφορετικοί τύποι και εσύ πρέπει να τους συνοδεύσεις. Επίσης είναι το πιο ακομπλεξάριστο είδος διασκέδασης, γιατί βλέπεις τον υπερπλούσιο και δίπλα του έναν φτωχό.
– Η τύχη; Ο Θεός; Τι μας κάνει αυτό που τελικά είμαστε;
– Οι άνθρωποι που συναντάς στον δρόμο, αλλά και κάποιος που θα μερακλωθεί και θα δακρύσει. Μαθήματα από παντού παίρνεις. Εγώ είχα την τύχη να μου χτυπήσουν το κούτελο ωραίοι άνθρωποι. «Θανάση, δες! Εδώ είμαι!».
– Ξεχώρισέ μου κάποιες στιγμές που σε πήγαν μπροστά.
–Το ’12 που έβγαλα δίσκο με τον Βαγγέλη Παπαθανασίου. Τι να σου πρωτοπώ. Και το ’17 που μου έκαναν πρόταση από τη Μύκονο να παίξω στον «Scorpio». Εγώ τότε έπαιζα με τον Μαζωνάκη. Να ‘ναι καλά ο Γιώργος. Δεν ήθελα να τον αφήσω. Και επεμβαίνει η Χαρά η Σαφαρίκα, το έτερόν μου ήμισυ σήμερα, και μου λέει «θα πεις στον Μαζωνάκη ότι σου δίνεται μια ευκαιρία να κάνεις κάτι μόνος σου και ο Γιώργος θα το καταλάβει».
– Και βρίσκεσαι στη Μύκονο να παίζεις για μια νομενκλατούρα πλουσίων…
– Κατ’ αρχάς δεν ήξερα πού πήγαινα. Λέω «τι Scorpios;». Το μόνο «Scorpios» που ήξερα ήταν ένα σκυλάδικο στη Θεσσαλονίκη. Η Χαρά όμως επέμενε. Το πρώτο Σάββατο είχαμε 150 άτομα και λέω «ωχ, θα μας διώξουν». Το δεύτερο Σάββατο όμως είχαμε δυόμισι χιλιάδες κόσμο. Εκατσα δύο, τρεις μήνες. Από τότε παίζω μόνος μου με την ορχήστρα μου.
Η αξία της μόρφωσης – Το παν για μένα είναι η μόρφωση. Αυτή σε βοηθάει να σκεφθείς «δεν θα βάλω το παιδί μου στα φανάρια, θα το πάω σχολείο και αύριο θα
βοηθήσει και μένα».
– Και να που το παιδί που περπατούσε ξυπόλυτο στις λάσπες θα παίξει στο Ηρώδειο;
– Ακόμη λέω «Παναγία μου, πώς έγινε όλο αυτό;». Να μαζευτούν όλοι οι φίλοι μου για μένα; Ο Κώστας Χατζής;
– Ο μεγάλος Χατζής!
– Είναι εκπρόσωπος, όχι της φυλής, αλλά όλων των ανθρώπων που έχουν ανάγκη από ελπίδα και αγάπη. Θα έρθει και ο Ομάρ Φαρούκ Τεκμπιλέκ.
– Από το Λος Αντζελες.
– Ναι, ο άνθρωπος που γεφυρώνει την ανατολική με τη δυτική μουσική. Και η Ασλανίδου θα είναι και ο Μπαλάφας και πολλοί άλλοι φίλοι. Και ο Καραντίνης με το μπουζούκι του.
– Τι έχει φταίξει όμως και τα τελευταία χρόνια οι τσιγγάνοι πρωταγωνιστούν σε τόσο πολλά αρνητικά γεγονότα και από το «γαρύφαλλο στο αυτί» του Χατζηδάκι φτάσαμε στο «ωχ! τσιγγάνος»;
– Αμα πας στην Ισπανία, θα καταλάβεις το γιατί. Τους μορφώνουν. Το παν για μένα είναι η μόρφωση. Αυτή σε βοηθάει να σκεφθείς «δεν θα βάλω το παιδί μου στα φανάρια, θα το πάω σχολείο και αύριο θα βοηθήσει και μένα». Τώρα όμως που έχει ραγίσει το γυαλί, δεν ξέρω ποιος θα κολλήσει τα κομμάτια. Εχει αρχίσει να κυριαρχεί ο φόβος και η έχθρα.
– Από τότε που σε ξέρω, σε βλέπω με το ίδιο μαύρο κλαρίνο ή κάνω λάθος;
– Αυτό που κρατώ είναι 135 χρόνων. Εχει μπει στη λάσπη, έχει μπει και στα σαλόνια. Δοκίμασα πριν χρόνια να παίξω με ένα καινούργιο. Δεν το αγάπησα. Ξαναγύρισα στο παλιό. Με αυτό θα είμαι και στο Ηρώδειο. Μετά λέω να το αφήσω να ξεκουραστεί. Και εγώ θα πρέπει να παλέψω, να βρω τα κόλπα του καινούργιου.

