Κατεβαίνει τη Βαλτετσίου σαν να μην έπαψε ποτέ να είναι ένας φλανέρ. Φτάνει φορώντας το καπέλο του, που δεν βγάζει, και ελαφρώς κατσουφιασμένος που τα πρώτα φθινοπωρινά σύννεφα κατέφθασαν για να κρύψουν τον ήλιο. Είναι άνθρωπος του καλοκαιριού, όπως λέει, και «κρυουλιάρης», γι’ αυτό και έχει βρει τον δικό του παράδεισο στην Ασία. Ταξιδεύει πολύ, αν και έχει να πάει στα αγαπημένα του μέρη πριν από την πανδημία. Ταϊλάνδη, Καμπότζη, Λάος, Βιετνάμ, τον έχει τραβήξει σε όλα αυτά τα μακρινά μέρη «η άλλη όψη του κόσμου» καθώς και το γεγονός ότι εκεί ο ίδιος είναι «ένας ταξιδιώτης όπως τόσοι άλλοι» – γι’ αυτόν η ύψιστη μορφή ελευθερίας. «Λόγω βουδισμού είναι πάρα πολύ ήρεμοι άνθρωποι. Μπορείς να φανταστείς άνθρωπο να κοιμάται μακάρια πάνω σε ένα παπάκι εδώ; Ε, εκεί θα το δεις τακτικά», λέει, «στέλνοντας» μια μικρή γαλήνια καρτ ποστάλ.
Αυτό έκανε πάντα βασικά ο Αλκης Παναγιωτίδης, ταξίδευε – ακόμα και όταν πλέον εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα και πήγαινε από τον έναν στον άλλο κόσμο μέσα από τους ρόλους του. Ο ανήσυχος πιτσιρικάς από τη Θεσσαλονίκη, που ήθελε να γίνει ηθοποιός, έφτασε στην άλλη άκρη του κόσμου για να μάθει να παίζει σαν τα κινηματογραφικά είδωλά του μέσα στις αίθουσες του HB Studio, αλλά ήταν τελικά τα ντραμς εκείνα που του χάρισαν μια θέση στο κινηματογραφικό σύμπαν του Νίκου Νικολαΐδη. Από «Κουρέλι», βρέθηκε στο πλατό των ταινιών του Νίκου Περάκη, έγινε μια «μούρη» που ήξερες ότι θα βρει κάποιον «τρελό» να παίξει – είτε δίπλα στον Χάρρυ Κλυνν στο «Made in Greece» είτε δίπλα στον Κώστα Τσάκωνα στα «Φθηνά τσιγάρα».
Ο Αλκης Παναγιωτίδης, όπως και ο παλιόφιλός του Κωνσταντίνος Τζούμας, είναι από εκείνες τις φιγούρες που μοιάζουν να εφηύραν την αθηναϊκή εκδοχή του μποέμ των 80s, με έναν αέρα που προερχόταν από τη Νέα Υόρκη των 70s. Ενα εκρηκτικό μείγμα που αναδυόταν με κάθε ευκαιρία. Ακόμα και μέσα από γκεστ τηλεοπτικές εμφανίσεις που απέκτησαν έκτοτε τη δική τους ζωή: από τον μικροαπατεώνα Τζον Βαρδαξή-Κουτρουμπέση στους «Απαράδεκτους» μέχρι τον «υπουργό Ευαγγέλου Σταυριανίδη» στο «Παρά πέντε», τον τέταρτο της παρέας στο «Πενήντα πενήντα».
Συνεχίζει μέχρι σήμερα να διαλέγει ρόλους όπως έκανε πάντα: λέγοντας το «ναι» μόνο αν του κάνουν κλικ και χωρίς να κάνει πολλά πράγματα ταυτόχρονα. Οπως εξηγεί, θέλει τον μισό χρόνο να δουλεύει και τον μισό να κάθεται. Πρόσφατα, τον είδαμε στην ταινία του Ορφέα Περετζή «Ριβιέρα» και για την ώρα δεν έχει κάτι άλλο στα σκαριά. Πέρα από ένα μεγαλεπήβολο πρότζεκτ: να γυρίσει την ταινία που έχει γράψει για μια ορχήστρα. Γιατί όλα, τελικά, γυρνούν στον ρυθμό, στη μουσική.

«Οταν η οικογένειά μου ήρθε από την Πόλη, έμεινε στη Θεσσαλονίκη. Μεγάλωσα σε ένα σπίτι όπου κάθε μέρα είχαμε πάρτι. Ηταν ένα σπίτι άκρως καλλιτεχνικό, με θέατρα, με όπερες, και ένα σπίτι που ήταν πάντα ανοιχτό. Ξεκίνησα λοιπόν να παίζω ντραμς.
Στα 14 είχα μπλέξει με συγκροτήματα. Μου κάνει μια επίθεση ο πατέρας μου, γιατί γυρνάω αργά το βράδυ. Ηταν ολίγον τι αυστηρός, με αγαπούσε πολύ, αλλά δεν ήξερε να μανιπουλάρει τα συναισθήματά μου. Με πιάνει, αρχίζει τα “τι ώρα είναι αυτή; Τι θα γίνεις στη ζωή σου;”, και του λέω “ηθοποιός”. Δάκρυσε, και μου είπε πως, αν το εννοώ, είναι δίπλα μου. Είμαι ευτυχής γιατί ξεμπέρδεψα πολύ νωρίς με τον επαγγελματικό μου προσανατολισμό.
Οταν ξεκίνησα στη δραματική σχολή, κατάλαβα ότι εδώ δεν μαθαίναμε τα ίδια πράγματα με τους Αμερικανούς ηθοποιούς που λάτρευα. Οπότε είπα ότι θα πάω να μάθω τα ίδια με αυτούς. Ο στόχος από νωρίς ήταν να φύγω.
Δεν ξέρω αν θα ήθελα να δουλέψω τώρα με τον Παπακαλιάτη, γιατί είναι πολύ σχολαστικός στο γύρισμα, γυρίζει σχεδόν κινηματογραφικά, μια σκηνή μπορεί να την κάνει χίλιες φορές.
Οταν τελείωσα το πρώτο έτος, έπαιζα παράλληλα σε τζαζ κλαμπ, τότε ήταν στην Πλάκα. Γνωρίστηκα με τους αδερφούς Τζαβάρα και μου είπαν για ένα τζαζ κλαμπ στο Λουτράκι που έδινε καλά λεφτά – και φυσικά πήγα.
Από την αρχή ήθελα να πάω στην Αμερική, αλλά γνώρισα εκεί μια Γαλλίδα και με παρέσυρε, μου είπε “έλα στο Παρίσι, είναι το ίδιο”. Αλλά δεν ήταν. Πρόλαβα εκεί και τον Μάη του ΄68, πέταξα και πέτρες. Ηταν ένα πανηγύρι όλο αυτό, που κατέληξε τελικά δραματικά, ξαναβγήκε ο Ντε Γκολ πανηγυρικά. Ηταν πάντως ένα Παρίσι που δεν υπάρχει πια. Αρκούσε τότε να πάρεις έναν καφέ και να αφήσεις να ξετυλιχθούν μπροστά σου όλα τα μυστήρια του Παρισιού.
Στο Παρίσι ψαχνόμουν, αλλά την Αμερική και τη Νέα Υόρκη ένιωθα πως την ήξερα. Στη Γαλλία γνώρισα έναν Αμερικάνο, τον Λένι, του είπα ότι ήθελα να πάω στις ΗΠΑ, μου λέει πάμε μαζί. Η μόνη μου άλλη επαφή ήταν ένας φίλος μου, που δεν ήξερα βέβαια πού έμενε, αλλά τον βρήκα. Το νιάτο είναι ακαταμάχητο.
Η Νέα Υόρκη τότε ήταν γλυκά άγρια, όπως η μουσική του Γκάτο Μπαρμπιέρι, που αρχίζει μελωδικά και μετά ξεφεύγει. Αν βάδιζες στους κανόνες της -γιατί οι μεγάλες πόλεις έχουν κανόνες-, ήσουν καλά. Αλλά ήταν ένα μεγαλείο, έβλεπα στον ύπνο μου ότι ήμουν στην Ελλάδα και ξυπνούσα σαν να ήταν εφιάλτης. Ανοιγα το παράθυρο και έλεγα “thank God, I’m still here”.

Ηθελα να αποφύγω οτιδήποτε ελληνικό. Η Ρίταν Μπενσουσάν (που παίζει και στα “Κουρέλια”) μου είπε για έναν φίλο της στην Αμερική. “Αν τον γνωρίσεις, σίγουρα θα κάνετε παρέα”, μου έλεγε. Δεν ήθελα να γνωρίσω κανέναν, αλλά κάποια στιγμή σε ένα κάλεσμα που πήγα είδα μια ψηλή και μακριά φυσιογνωμία. Μου λέει “εσύ πρέπει να είσαι ο Αλκης”. “Και εσύ ο Κώστας”, του λέω. Ηταν ο Κωνσταντίνος Τζούμας.
Ο Τζούμας σε εμένα έπαιξε ρόλο όπως οι ξεναγοί. Εγινε η αφορμή να δω πολλά πράγματα στη Νέα Υόρκη. Και όταν γύρισα στην Ελλάδα με αυτόν άρχισα να πηγαίνω για να δω πράγματα και να καταλάβω ποιο είναι το επίπεδο εδώ. Επαθα πλάκα γιατί δεν μου άρεσε τίποτα.
Οσο ήμουν Νέα Υόρκη, μέσω της Μελίνας και του Ντασέν, που έκανε τότε τη “Δοκιμή”, γνωρίζω τον Μίκη Θεοδωράκη. Και όταν τελείωσαν την ταινία, μου πρότεινε ο Μίκης να πάω στην περιοδεία του να παίξω κρουστά. Θα μου έδινε 50 δολάρια για κάθε συναυλία, αλλά κάποιος άλλος μού πρότεινε να μου δίνει 200 δολάρια για να πουλάω τους δίσκους του Μίκη στο διάλειμμα στις συναυλίες. Και προτίμησα το δεύτερο, αλλά κάναμε πολλή παρέα και γυρίσαμε την Αμερική χρόνια αργότερα. Πήγαμε και στην Ντίσνεϊλαντ στην Καλιφόρνια, μάλιστα έχω και φωτογραφία που φοράμε μπλουζάκια με τον Μίκι Μάους.
Ολοι οι μεγάλοι αρέσκονται να μιλούν, αρκεί να τους ρωτάς πράγματα. Και ο Θεοδωράκης μού είπε καταπληκτικά πράγματα. Μου είχε πει και το φοβερό ότι “εγώ τα τραγούδια μου ήθελα να τα τραγουδάει ο Καζαντζίδης”. Αλλά δεν μπορούσε να τον μανιπουλάρει, ήταν κοσμοφοβικός και του δημιουργούσε ανασφάλεια. Οπότε συνεργάστηκε με τον Μπιθικώτση, που είχε γνωρίσει στη Μακρόνησο.
Δεν μου αρέσουν οι συμβιβασμοί, ό,τι έχω κάνει το γούσταρα πάρα πολύ. Εκτός από ένα, που “εκπορνεύτηκα”. Το “Παρά πέντε”, που δεν μου άρεσε καθόλου, αλλά ήταν δελεαστικά τα λεφτά.
Γύρισα από την Αμερική χωρίς να το θέλω, για κάτι οικογενειακό. Και μετά, με παρέσυρε η δουλειά.
Μια μέρα με πήρε ο Τζούμας και μου είπε: θα σε πάω κάπου που θα σου αρέσει. Είδαμε μια παράσταση του Θανάση Παπαγεωργίου και της Λήδας Πρωτοψάλτη. Επαθα πλάκα. Θα ήταν ύψιστη τιμή για εμένα να κάνω έστω ένα πέρασμα από το θέατρό τους. Τελικά, συνεργάστηκα μαζί τους σε πέντε παραστάσεις. Με αποκορύφωμα την “Εκάβη” του Ευριπίδη, όπου έπαιξα τον Αγαμέμνονα. Την ψώνισα τελείως εκεί. Μπήκα πολύ βαθιά σε αυτό και μια μέρα πήγα στο “Φίλιον” και κάποιος με σκουντάει. Και γυρνάω και του λέω «πώς τολμάς και σκουντάς τον Αγαμέμνονα; Ηταν ο Δημήτρης Καμπερίδης και μου λέει: “Αλκη, την ψώνισες αγόρι μου”.
Εμενα τότε στη Χάρητος. Είχα κάνει ήδη τα “Δυο φεγγάρια τον Αύγουστο” και κάνα δυο μικρού μήκους. Και μου είπε ο Τζούμας για έναν σκηνοθέτη που ήθελε να κάνει μια ταινία και αν μπορούν να περάσουν από το σπίτι μου. Ερχεται με τον Νίκο Νικολαΐδη. Μου λέει: “Εχω κάτι για εσένα. Εναν ντράμερ που βγαίνει το βράδυ και σκοτώνει γυναίκες”. Ηταν ο ρόλος στο “Τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμα”.

Κάναμε δυο ακόμα ταινίες μαζί με τον Νίκο, τη “Γλυκιά Συμμορία” και είχα έναν ρόλο και στην τελευταία του ταινία, το “Zero Years”. Τον αγάπησα πάρα πολύ, το ίδιο και αυτός. Λάτρευε το σινεμά, έβλεπε πέντε ταινίες τη μέρα και γνώριζε καλά και τα τεχνικά του κινηματογράφου, πράγμα που δεν συμβαίνει με όλους τους σκηνοθέτες. Αλλά ήταν και άνθρωπος της παρέας. Κάθε χρόνο ΤΟ πάρτι ήταν το πάρτι του Νικολαΐδη. Κάναμε πολλά γέλια, μαζώξεις. Στα τραπέζια καθόταν πάντα στην κεφαλή. Και μια μέρα, που ήταν όλοι εκεί, Σπυριδάκης, Μόσχος, Τζούμας, γυρνάει και λέει ότι από όλους τους ηθοποιούς που έχει δουλέψει εμένα ξεχωρίζει. Επεσε παγωμάρα. Το κακό είναι ότι από την τελευταία ταινία του και μετά απομονώθηκε τελείως.
Ηταν περίεργο το πώς έμαθα για τον θάνατό του. Είμαι στο αμάξι και ανεβαίνω προς Κηφισιά και παθαίνω λάστιχο πάνω από τους Αμπελόκηπους. Και συνεχίζω με σκασμένο λάστιχο μέχρι να βρω συνεργείο. Χτυπάει τότε το τηλέφωνο και ακούω κάποιον να μου λέει: “Τι έχετε να πείτε για τον θάνατο του Νικολαΐδη;”. Και λέω “τι; Είσαι με τα καλά σου;”, και το κλείνω. Δεν πάει καν το μυαλό μου ότι όντως συνέβη, είχα το μυαλό μου στο αμάξι. Με ξαναπαίρνουν να ζητήσουν συγγνώμη και τότε το καταλαβαίνω, και έφυγε η γη κάτω από τα πόδια μου.
Γίνεσαι καλύτερος δουλεύοντας και όχι σπίτι κοιτώντας το ταβάνι και νομίζοντας πως είσαι ο Αμλετ ή ο Μάκβεθ.
Συνεργάστηκα πολύ και με τον Νίκο Περάκη, είναι σπουδαίος στη δουλειά του. Με παίρνει κάποια στιγμή τηλέφωνο και μου λέει ότι ήθελε να παίξω έναν γκέι ρόλο -τον ρόλο στο “BIOS + Πολιτεία”- και με ρωτάει πότε μπορούμε να βρεθούμε και δίνουμε ραντεβού λίγο αργότερα. Μπαίνω στο μπάνιο, βάζω σκουλαρίκια, κραγιόν, ρουζ. Του χτυπάω την πόρτα και μιλάω όντας μέσα στον ρόλο. Μπαίνω μέσα και βλέπω μια όμορφη μελαχρινή, ήταν η Βάνα Μπάρμπα. Μιλάω και σε αυτή το ίδιο. Φεύγει αυτή κάποια στιγμή, την ξεπροβοδίζει ο Νίκος και γυρνάει γελώντας. Μου λέει: “Ξέρεις τι μου είπε; “Α ρε συ, Νίκο, τι σπουδαίος σκηνοθέτης είσαι που για τον ρόλο του γκέι βρήκες γκέι”.
Δεν μου αρέσουν οι συμβιβασμοί, ό,τι έχω κάνει το γούσταρα πάρα πολύ. Εκτός από ένα, που “εκπορνεύτηκα”. Το “Παρά πέντε”, που δεν μου άρεσε καθόλου, αλλά ήταν δελεαστικά τα λεφτά. Είναι από τους ρόλους που με σταματάνε συχνά στον δρόμο να μου πουν για αυτόν, όπως και αυτός στο “Πενήντα πενήντα”.
Και για τα “Φθηνά τσιγάρα” με σταματάνε συχνά. Είναι μια ταινία που δεν σταματά να έχει επιτυχία και υπάρχουν τρεις λόγοι για αυτό. Πρώτον, δείχνει μια Αθήνα που δεν υπάρχει πια. Δεύτερον, δείχνει έναν έρωτα στον οποίο δεν ανταλλάσσεται ούτε ένα φιλί. Και τρίτον, δεν θέλω να κάνω τον ταπεινό, έχει αυτές τις σκηνές με τον Τσάκωνα και εμένα που είναι πάρα πολύ αστείες. Τον λάτρεψα τον Τσάκωνα. Μου έλεγε, “θέλω να με κρατάς, γιατί εγώ δεν είμαι ηθοποιός. Εγώ είμαι λογιστής”.

Δεν τη σνόμπαρα την τηλεόραση γιατί είχα μπει στη λογική να κάνω πράγματα γενικά. Και γιατί ήμουν στο πνεύμα ότι γίνεσαι καλύτερος δουλεύοντας και όχι σπίτι κοιτώντας το ταβάνι και νομίζοντας πως είσαι ο Αμλετ ή ο Μάκβεθ.
Εχω πάθει μεγάλες πλάκες με τον ρόλο του Τζον Βαρδαξή-Κουτρουμπέση από τους “Απαράδεκτους”. Αυτό που μου πρότειναν να κάνω ήταν άκρως διασκεδαστικό και πέρασα πολύ καλά στο γύρισμα, ειδικά με τον φίλο μου τον Μπονάτσο. Πήγα κάποια στιγμή σε έναν γιατρό, μου λέει: “Αν δουν οι κόρες μου ότι είναι ο Βαρδαξής-Κουτρουμπέσης στο γραφείο μου, θα πηδήξουν από τη χαρά τους”. Και λέω, τι λέει ο άνθρωπος. Μια άλλη φορά με σταματάει στον δρόμο ένας τύπος, που σπούδαζε Φιλοσοφία, για να μου πει ότι μένει στο Βερολίνο και εκεί έχουν λέσχη για τον Βαρδαξή-Κουτρουμπέση.
Με τον Χριστόφορο Παπακαλιάτη δουλέψαμε στο “Κλείσε τα μάτια” – ήταν πολύ γλυκός και είχαμε πολύ καλή χημεία. Μου είχε πει “κάνεις ό,τι θέλεις, το μόνο που θέλω από εσένα είναι να φορέσεις ένα χαμηλό παλτό” – έβαλα αυτό που φορούσα στα “Βαποράκια” του Παύλου Τάσσιου. Δεν ξέρω βέβαια αν θα ήθελα να δουλέψω τώρα μαζί του, γιατί είναι πολύ σχολαστικός στο γύρισμα, γυρίζει σχεδόν κινηματογραφικά, μια σκηνή μπορεί να την κάνει χίλιες φορές.
Στην Ελλάδα με κράτησε η δουλειά. Οταν γνώρισα την Ασία το σκέφτηκα σοβαρά να μείνω. Στην Ινδία είχα μια πρόταση να μείνω και να παίζω κακούς στο Μπόλιγουντ, αλλά δεν μου άρεσε η ιδέα. Κλονίστηκα με την Ασία, αλλά μετά συνήλθα.
Εγώ έπρεπε να διασχίσω τον Ατλαντικό για να έχω δασκάλα την Ούτα Χάγκεν, οι νέοι ηθοποιοί την ψάχνουν στο ίντερνετ και τη βλέπουν τσάμπα. Το ελληνικό θέατρο είναι σαν το ελληνικό μπάσκετ, σίγουρες αξίες.
Και τώρα πάντως δούλεψα σε μια πολωνική ταινία. Και παραλίγο να δουλέψω και με τον Φράνκο Τζεφιρέλι. Είχα κάνει τις “Τρωάδες” του Κακογιάννη που γυρίστηκαν στη Ιταλία και ήρθα σε επαφή με τον Φράνκο Τζεφιρέλι, για να παίξω στο “Fratello Sole, Sorella Luna”. Η ταινία θα γυριζόταν σε έναν μήνα από τότε και τους είπα πως θα έπρεπε να γυρίσω για αυτό το διάστημα στο Παρίσι, όπου ήμουν ακόμη. Είχα πάει μάλιστα με συστατική επιστολή που είχε γράψει ο Τσαρούχης στα γαλλικά, και την έχω ακόμη. Αλλά η δουλειά που κάνω είναι η μόνη που δεν μπορείς να πεις “Πάρ’ τον”.
Το τώρα είναι ολίγον τι ισοπεδωτικό, αβέβαιο και επικίνδυνο. Παλαιότερα υπήρχε ένας αέρας ελπίδας, που σήμερα έχει γίνει αέρας φόβου. Περπατάω καμιά φορά το βράδυ και αυτός που προηγείται και ακούει τα βήματα γυρνάει έντρομος να δει ποιος είναι.
Η νέα γενιά ηθοποιών με εκπλήσσει. Εχοντας διδάξει για 20 χρόνια, ξέρω πως η παιδεία δεν έχει αλλάξει καθόλου, οπότε, πραγματικά, πώς έχουν γίνει τόσο εξαιρετικοί ηθοποιοί; Πιστεύω λόγω ίντερνετ. Εγώ έπρεπε να διασχίσω τον Ατλαντικό για να έχω δασκάλα την Ούτα Χάγκεν, αυτοί την ψάχνουν στο ίντερνετ και τη βλέπουν τσάμπα. Το ελληνικό θέατρο είναι σαν το ελληνικό μπάσκετ, σίγουρες αξίες.

