ΣΤΑ ΕΝΝΙΑ ΤΟΥ ο Τσάρλι Κάουφμαν είχε ήδη βρει το μέλλον του. Ακόμα και αν θα το συνειδητοποιούσε χρόνια μετά. Η δασκάλα της τάξης του ανέθεσε στους μαθητές της μια αποστολή: αφού τους σύστησε τον κόσμο των μεγάλων εξερευνητών, ζήτησε έπειτα να γράψει καθένας από ένα μικρό βιβλίο για κάποιον από αυτούς. O μικρός, όμως, Τσάρλι είχε μια πιο ευφάνταστη ιδέα: αποφάσισε να γράψει τη δική του ιστορία, έβαλε τον εαυτό του να συναντά όλους αυτούς τους μεγάλους εξερευνητές στον χώρο και τον χρόνο. «Με καλούσαν και πήγαινα μαζί τους. Πάθαινα ναυτία στα καράβια και τους βοηθούσα στις αποστολές τους, αλλά κυρίως αυτό το βιβλίο εξυπηρετούσε το αστείο της υπόθεσης. Ηξερα ότι ήταν κάτι αστείο, αλλά έτσι το ήθελα», λέει και παραδέχεται την ίδια στιγμή πως το χιούμορ του έκτοτε δεν έχει αλλάξει και πολύ. «Ισως τώρα είναι λίγο πιο ανεπτυγμένο».
Ο μικρός Τσάρλι φοβόταν πως με αυτήν την «ποιητική άδεια» θα βρει τον μπελά του. «Αλλά άρεσε στη δασκάλα μου και νομίζω πως αυτό με ενθάρρυνε», λέει, συμπληρώνοντας αμέσως: «Βασικά, αυτή είναι και η ιστορία στο “Adaptation”». Αναφέρεται φυσικά στην ταινία του 2002 που έγραψε ο ίδιος και σκηνοθέτησε ο Σπάικ Τζονζ και στην οποία ούτε λίγο ούτε πολύ ο (διπλός) ήρωας του Νίκολας Κέιτζ (που λέγεται… Τσάρλι Κάουφμαν) αντικατοπτρίζει τη δική του δυσκολία να παραδώσει ένα σενάριο – «σκόπελο» που κατάφερε τελικά να ξεπεράσει.
Το «How to Shoot A Ghost», που θα κάνει πρεμιέρα στη Βενετία, είναι μια μικρού μήκους ταινία για δύο φαντάσματα, μια φωτογράφο (Τζέσι Μπάκλεϊ) και έναν μεταφραστή (Τζόζεφ Ακίκι), που συναντώνται και περιπλανώνται στην Αθήνα.
Ως ένα τέτοιο αυτοβιογραφικό/αυτοαναφορικό παιχνίδι αναγνώρισης του κόσμου μπορεί να ιδωθεί κατά βάση το έργο του σκηνοθέτη και σεναριογράφου: από τις σουρεαλιστικές εκδοχές του Τζον Μάλκοβιτς που υπέγραψε για τον Σπάικ Τζονζ και το «Στο Μυαλό του Τζον Μάλκοβιτς» (1999) μέχρι τη συνεκδοχή της ίδιας της Νέας Υόρκης –και της ζωής– στην ομώνυμη ταινία του (2008) με πρωταγωνιστή τον Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν στην πιο μεγαλειώδη ερμηνεία της καριέρας του. Και φυσικά την εύθραυστη λήθη του Τζιμ Κάρεϊ και της Κέιτ Γουίνσλετ στην «Αιώνια Λιακάδα Ενός Καθαρού Μυαλού» (Μισέλ Γκοντρί, 2004), που τοποθέτησε στο παλμαρέ του Κάουφμαν ένα Οσκαρ Πρωτότυπου Σεναρίου. Από τη μία, το έργο του μοιάζει με μια διαρκή αναμέτρηση με το λεγόμενο «writer’s block» και από την άλλη, με το ίδιο το αλλόκοτο του κόσμου, που ο μόνος τρόπος να το προσεγγίσουμε, καλώς ή κακώς, είναι ο εαυτός μας.
Η νέα του όμως ταινία, που ήταν και η αφορμή για μια εκ βαθέων συζήτηση με τον Τσάρλι Κάουφμαν μέσω Zoom, ανατρέπει τη συνταγή. Το «How to Shoot A Ghost», που θα κάνει πρεμιέρα εκτός διαγωνιστικού τμήματος στο 82ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας, είναι μια μικρού μήκους ταινία για δύο φαντάσματα, μια φωτογράφο (Τζέσι Μπάκλεϊ) και έναν μεταφραστή (Τζόζεφ Ακίκι) που συναντώνται και περιπλανώνται στην Αθήνα.
Ακόμα και αν έχει δεχθεί επαίνους ως ένας από τους σημαντικότερους σεναριογράφους των τελευταίων δεκαετιών, ο Κάουφμαν περιορίζει τον ρόλο του πίσω από την κάμερα και αφήνει το σενάριο στην ποιήτρια Εύα Χ. Ντ. (Eva H.D., παραμένει αινιγματική για το τι κρύβουν τα αρχικά της). Πρόκειται για μια ταινία αρκετά ποιητική και «κειμενική», θυμίζοντας περισσότερο οπτικοποιημένη πρόζα, όπως και η επίσης μικρού μήκους τους «Jackals & Fireflies» που προηγήθηκε το 2023, γυρισμένη σε Νέα Υόρκη και Τορόντο και που μαζί αποτελούν ένα άτυπο δίπτυχο. Φαίνεται πως ο Κάουφμαν βλέπει τη νέα του αυτή δουλειά επί ίσοις όροις με τη συνεργάτιδά του, γι’ αυτό και συμφωνεί να δώσει αυτή τη συνέντευξη, με όρο τη συμμετοχή και της Εύα Χ. Ντ. στην κουβέντα.
ΑΝΑΚΑΛΥΠΤΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

Μοιάζει αρκετά μεγάλη η πρόκληση για έναν Νεοϋορκέζο να μπορέσει να αποτυπώσει μέσα σε έξι μόλις μέρες –τόσες είχαν διαθέσιμες για τα γυρίσματα του «How To Shoot A Ghost»– την Αθήνα όπως είναι. Δηλαδή μια πόλη που για κάθε ένδοξη στιγμή της γραμμένη σε λευκό μάρμαρο κρύβει μια ασφυκτική υπόγεια διάβαση, ένα σμήνος από περιστέρια και ένα μπαλκόνι ως άνοιγμα στον κόσμο. «Προσωπικά είχα πολύ μικρή εμπειρία από την Αθήνα. Ηταν πρόκληση και περιπέτεια το ότι ήταν νέα στα μάτια μου, σε αντίθεση με τη Νέα Υόρκη. Σίγουρα τα μάτια μου δεν είναι φρέσκα, αλλά είναι φρέσκα στην Αθήνα», λέει ο Κάουφμαν με ελαφρύ σαρκασμό, μάλλον για τα 66 του χρόνια, που τα ακόμα πυκνά καστανά μούσια και μαλλιά του στην άλλη πλευρά της βιντεοκλήσης σίγουρα τα κρύβουν καλά.
«Είχαμε σενάριο και ηθοποιούς, αλλά θέλαμε επίσης να ανακαλύψουμε την πόλη όσο ήμασταν σε αυτή», συμπληρώνει. Η Εύα Χ. Ντ. βέβαια είχε μεγαλύτερη οικειότητα με την πόλη, αφού ως παιδί έζησε κάποια χρόνια στην Αθήνα, την οποία έχει επισκεφθεί έκτοτε αρκετές φορές και έτσι, την έχει δει να αλλάζει. «Την τελευταία φορά που είχα έρθει άκουγα πράγματα όπως το ότι η Αθήνα είναι “το νέο Βερολίνο” και ότι “δεν χρειάζεται να μιλάς ελληνικά για να μένεις στην Αθήνα”, τα οποία μου φάνηκαν στενάχωρα. Αλλά ακόμα και έτσι, είναι ακόμη όμορφη, πολυεπίπεδη και μου αρέσει», σχολιάζει η ποιήτρια/σεναριογράφος.
Δεν θέλαμε να γίνει ένα τουριστικό φιλμ, κάτι που θα πουλάει την Αθήνα ως προορισμό. Θέλαμε να βρούμε κάτι στην πόλη που αισθανόμασταν αληθινό.
Ο πρώτος οπτικός σπόρος για την ταινία ήταν τα γκράφιτι της Αθήνας. «Πριν αρχίσουμε το γύρισμα, η Εύα έμενε στην Αθήνα και μου έστελνε φωτογραφίες για ιδέες. Και ένα μεγάλο κομμάτι του υλικού ήταν γκράφιτι», εξηγεί ο Κάουφμαν. Οχι τυχαία, καθώς η Εύα Χ. Ντ. θεωρεί τα γκράφιτι της Αθήνας «τα πιο “εγγράματα” από οπουδήποτε. Στη Νέα Υόρκη μπορεί να γράφουν απλά το όνομά τους, εδώ γράφουν ολόκληρη παράγραφο. Φαίνεται πως η Αθήνα έχει πολλά να πει και τα γράφει στους τοίχους». Παρ’ όλα αυτά η «παγκοσμιοποίηση» κάποιων αθηναϊκών γκράφιτι δεν τη βρίσκει ιδιαίτερα σύμφωνη: «Υπάρχει μια ομάδα από διεθνιστές μπουρζουά αναρχικούς. Το πολιτικό τους πρόγραμμα μπορεί και να έχει ενδιαφέρον, πάντως κάνουν γκράφιτι στα αγγλικά. Και νιώθω πως συμμετέχουν στην ηγεμονία της αγγλικής γλώσσας, γίνονται μέρος του “κόσμου των ΜακΝτόναλντς”», θα πει με σχετική αυστηρότητα.
Ο Αθηναίος θα εντυπωσιαστεί βλέποντας την πόλη του ακριβώς όπως είναι –ίσως με ακόμα λιγότερα «πέπλα» από όσα ενδεχομένως θέλουμε να της βάζουμε λόγω βιωματικής σύνδεσης. «Είναι κάτι που συζητήσαμε πολύ, δεν θέλαμε να γίνει ένα τουριστικό φιλμ, κάτι που θα πουλάει την Αθήνα ως προορισμό. Θέλαμε να βρούμε κάτι στην πόλη που αισθανόμασταν αληθινό», εξηγεί ο σκηνοθέτης, συμπληρώνοντας πως «το μη οικείο ήταν βασική πρόκληση για μένα. Το να βλέπεις την πόλη από αυτό το σημείο είναι διαφορετικό από τη σχεδόν ασυνείδητη οικειότητα». Σίγουρα, πάντως, οι πολλές ελληνικές παρουσίες στον κινηματογραφικό επιτελείο βοήθησαν τους δημιουργούς.
Το μη οικείο ήταν βασική πρόκληση για μένα. Το να βλέπεις την πόλη από αυτό το σημείο είναι διαφορετικό από τη σχεδόν ασυνείδητη οικειότητα.
Η ιστορία είναι επίσης παρούσα ως μία άναρχη διαστρωμάτωση που επιλέγει ποια κομμάτια της θα φανερώσει. Για τους δημιουργούς, η Αθήνα ήταν μια ιδανική πόλη για να αποτυπώσουν αυτή την ιδέα αφού, όπως θα πει η Εύα Χ. Ντ., «ειδικά στην Αθήνα, η ιστορία δεν αποκαλύπτεται σε μια σειρά. Μπορεί να δεις την Πύλη του Αδριανού ή τον Παρθενώνα μπροστά σου, αλλά ίσως κάτι που συνέβη πριν από δέκα χρόνια στην κρίση ή πριν από 50 χρόνια στη Χούντα μπορεί να είναι θαμμένο πολύ πιο βαθιά και να πρέπει να σκάψεις. Αυτές οι διαστρωματώσεις λένε πολλά για την ίδια την πόλη. Δεν θα δεις πινακίδες που να λένε για τη δικτατορία του Μεταξά και ίσως αυτός είναι και ο τρόπος που και οι ίδιοι λειτουργούμε με τον εαυτό μας. Φανερώνουμε τα στοιχεία της ιστορίας μας που θέλουμε και άλλα τα θάβουμε βαθιά. Βλέπουμε αυτό που θέλουμε».
Η ΠΟΛΗ ΩΣ ΑΝΤΑΝΑΚΛΑΣΗ ΤΟΥ ΕΑΥΤΟΥ

Αυτή η συσχέτιση είναι μια ιδανική πάσα που μας γυρίζει σε μια άλλη ταινία που έγραψε και σκηνοθέτησε ο Κάουφμαν, τη «Συνεκδοχή, Νέα Υόρκη», στην οποία ο θεατρικός σκηνοθέτης που υποδύεται ο Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν, αποπειράται να αναπαραστήσει την πόλη ως θεατρικό σκηνικό. Κάτι που γίνεται το πλέον μεγαλειώδες δημιουργικό στοίχημα και η απόλυτη ιδέα αυτοεκπλήρωσης για τον ίδιο. Η ζωή του γίνεται ταυτόσημη της πόλης του.
Ρωτώ λοιπόν τον Τσάρλι Κάουφμαν αν και για τον ίδιο πολλές φορές η πόλη του γίνεται η αντανάκλαση του εαυτού του. «Είναι κάτι που σκεφτόμουν χθες, αναφορικά με το ίδιο το διαμέρισμα που μένω εδώ στη Νέα Υόρκη, ότι από ένα σημείο και μετά μεταμορφώνεται σε εσένα. Η περιορισμένη εμπειρία μου λέει πως ό,τι βλέπω είναι φιλτραρισμένο μέσα από αυτή την εμπειρία, δεν υπάρχει ποτέ το “αντικειμενικό”. Δεν υπάρχει καμία αντικειμενική αλληλεπίδραση, εγώ αλληλεπιδρώ με κάτι άλλο. Και αυτο συμβαίνει με τα πάντα, ακόμα και την ίδια την αρχιτεκτονική. Αναλόγως με τη διάθεσή μου, δημιουργώ λόγου χάρη διαφορετική σχέση με τους θορύβους της πόλης».
Μπαίνεις σε έναν χώρο και αντιδράς σε αυτόν βάσει της χημείας σου, του υποβάθρου σου, του τι σου συνέβη νωρίτερα εκείνη τη μέρα. Δεν υπάρχει χωρίς εσένα και την ερμηνεία σου.
Οσον αφορά τον χαρακτήρα του Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν στην ταινία, θεωρεί πως και γι’ αυτόν η πόλη είναι κάτι πολύ περιορισμένο. «Δεν νομίζω πως το συνειδητοποιεί αλλά κάνει το αντίθετο, προσπαθεί να αναδημιουργήσει μια “αντικειμενική” εκδοχή της ζωής στην πόλη. Αλλά παραμένει κάτι ιδωμένο μέσα από τα μάτια του. Μπαίνεις σε έναν χώρο και αντιδράς σε αυτόν βάσει της χημείας σου, του υποβάθρου σου, του τι σου συνέβη νωρίτερα εκείνη τη μέρα. Δεν υπάρχει χωρίς εσένα και την ερμηνεία σου».
Σε αυτό θα έρθει να συμφωνήσει και η Καναδή Εύα Χ. Ντ., καταλήγοντας νοητά στη νέα τους ταινία: «Οταν είσαι συνδεδεμένος με μια πόλη γίνεται όντως η επέκταση του εαυτού σου. Αν συμβαίνει σε αυτή κάτι ντροπιαστικό, ντρέπεσαι και εσύ, αν κάτι καλό, χαίρεσαι. Οταν κάποιος έρχεται στο Τορόντο, του προτείνω πράγματα και ένας φίλος μου μια φορά μου είπε αστειευόμενος: “Ξέρεις, αν ήσουν γκέι, εσύ και το Τορόντο θα παντρευόσασταν”, εννοώντας πως είμαι σε ένα ρομάντζο με το Τορόντο. Νομίζω πως τα δύο φαντάσματα στην ταινία μας νιώθουν πως είναι σε μια σχέση με την Αθήνα που τους έχει προδώσει. Ο “εραστής” τους δεν τους ακολούθησε με τον τρόπο που ανέμεναν».
ΜΙΑ ΝΕΑ ΜΟΡΦΗ «ΠΙΕΣΗΣ»
Είναι αδύνατο να μη ρωτήσω τον Κάουφμαν πώς ένας δημιουργός τόσο βαθιά εμπλεκόμενος με τα κείμενα των ταινιών του λειτουργεί σε ένα κινηματογραφικό σετ που το σενάριο υπογράφει κάποιος άλλος, όπως στην περίπτωση του «How To Shoot A Ghost». «Σε αυτή τη συνθήκη, νιώθω μια ευθύνη απέναντι στη δουλειά του γραψίματος την οποία δεν έχω νιώσει πριν, γιατί τώρα προσπαθώ να καταλάβω το γράψιμο κάποιου άλλου. Είναι μια νέα μορφή “πίεσης” για μένα. Αγαπώ το γράψιμο της Εύα και είναι χαρά μου να προσπαθώ να το καταλάβω κάθε φορά. Και είναι επίσης πρόκληση να προσπαθώ να δουλέψω σε κάτι που είναι αρκετά λιγότερο αφηγηματικό από ό,τι έχω κάνει πριν. Εχω να βρω τις εικόνες που αλληλεπιδρουν με το κείμενο με έναν ποιητικό τρόπο και οι ταινίες μικρού μήκους είναι η ιδανική φόρμα για να πειραματιστώ με κάτι τέτοιο», εξηγεί.
Ο σκηνοθέτης δεν κρύβει κιόλας πως οι μικρού μήκους είναι ένα τερέν πολύ πιο βατό και με μικρότερο ρίσκο: «Είναι ευκολότερο –αλλά όχι και τελείως εύκολο– να βρεθεί χρηματοδότηση για αυτές. Είναι διαφορετικές και οι προσδοκίες, κανείς δεν περιμένει να βγάλει λεφτά από μια μικρού μήκους. Ολοι ευελπιστούν πως η μεγάλου μήκους τους θα “ρεφάρει” οικονομικά. Σκέφτομαι τους δημιουργούς της βουβής περιόδου, όπως ο Κίτον και ο Τσάπλιν, που έκαναν μια ταινία την εβδομάδα. Εμαθαν πώς να κάνουν ταινίες επειδή έκαναν συνεχώς ταινίες. Εγώ νιώθω τυχερός αν μπορώ να κάνω κάθε πέντε χρόνια μια ταινία», θα πει.
Σκέφτομαι τους δημιουργούς της βουβής περιόδου, όπως ο Κίτον και ο Τσάπλιν, που έκαναν μια ταινία την εβδομάδα. Εμαθαν πώς να κάνουν ταινίες επειδή έκαναν συνεχώς ταινίες. Εγώ νιώθω τυχερός αν μπορώ να κάνω κάθε πέντε χρόνια μια ταινία.
Πράγματι, έχουν περάσει ακριβώς πέντε χρόνια από όταν η τελευταία ολοκληρωμένη ταινία του Κάουφμαν «Σκέφτομαι να Βάλω Ενα Τέλος», μάλλον «σάστισε» πολλούς ανυποψίαστους θεατές του Netflix, ως η πλέον δαιδαλώδης και αλληγορική ταινία της φιλμογραφίας του. Εκεί συναντάμε και την πρώτη δημιουργική του συνάντηση με την Εύα Χ. Ντ., που «δάνεισε» στην ταινία το ποίημά της «Bonedog». (Στο μεταξύ, έβαλε αναπάντεχα την υπογραφή του πέρυσι στο σενάριο του animation της DreamWorks «Orion and the Dark»). Ευτυχώς, δεν έχει αφήσει τις μεγάλου μήκους πίσω του: «Πάντα σκέφτομαι τις μεγάλου μήκους, αλλά δεν βρίσκω εύκολα χρηματοδότηση». Για την επόμενη ταινία του, πάντως, θα «επιμείνει» στα Βαλκάνια. «Βρισκόμουν πολύ κοντά στο να γυρίσω μια ταινία στη Σερβία, η οποία βέβαια πήγε λίγο πίσω στον προγραμματισμό. Αυτή τη στιγμή βρίσκομαι στην αναζήτηση χρηματοδότησης», αποκαλύπτει, ενώ μαθαίνουμε επίσης πως και αυτή θα περιέχει μια γενναία δόση γραψίματος από την Εύα Χ. Ντ.
Προς το τέλος της κουβέντας μας, γυρνάω τους δύο δημιουργούς στην αρχή της ταινίας τους, εκεί που στην οθόνη διαβάζουμε το εξής απόφθεγμα της συγγραφέως Τόνι Μόρισον: «Σε κάποιο σημείο της ζωής, η ομορφιά του κόσμου γίνεται αρκετή. Δεν χρειάζεται να τη φωτογραφίσεις, να τη ζωγραφίσεις ή ακόμα και να τη θυμάσαι. Είναι πλέον αρκετή». Αλήθεια, σε μια τέτοια συνθήκη, τι σημαίνει για αυτούς να γράφουν ή να γυρνάνε ταινίες;
«Με το να γράφεις είναι λίγο σαν να κάνεις test drive σε ένα αμάξι που δεν μπορείς να έχεις. Τώρα βυθιζόμαστε στην εικονοπλασία, παρακολουθούμε μια γενοκτονία στην τηλεόραση και αυτό είναι κάτι νέο, γίνεται μέρος του τσουνάμι εικόνων που μας κατακλύζουν. Το να κατακλυζόμαστε από τόσες εικόνες το κάνει δύσκολο να αξιολογήσουμε τι είναι αληθινό στη ζωή. Ολα γίνονται εικόνες, είδωλα, πίσω από τα οποία είναι δύσκολο να δεις. Και θεωρώ πως το σινεμά μπορεί να μολύνει αλλά και να ξεκαθαρίσει αυτό το τοπίο», πιστεύει η Εύα Χ. Ντ.
Θεωρώ σημαντικό να μην κάνεις τις ανθρώπινες δυσκολίες ψυχαγωγία. Και αυτό έχει γίνει η νόρμα στην Αμερική. Ακόμα και όταν κάποιος καταπιάνεται με τέτοια θέματα, υπάρχει η τάση να μπαίνει σε αυτή τη φόρμουλα. Οταν κάνεις κάτι τέτοιο ψυχαγωγία, το κάνεις και αποδεκτό.
Σε αυτό θα σιγοντάρει ο Κάουφμαν, βγάζοντας κάμποση πικρία για το σύστημα του Χόλιγουντ: «Θεωρώ σημαντικό να μην κάνεις τις ανθρώπινες δυσκολίες ψυχαγωγία. Και αυτό έχει γίνει η νόρμα στην Αμερική. Ακόμα και όταν κάποιος καταπιάνεται με τέτοια θέματα, υπάρχει η τάση να μπαίνει σε αυτή τη φόρμουλα. Οταν κάνεις κάτι τέτοιο ψυχαγωγία, το κάνεις και αποδεκτό. Βλέπεις μια ταινία για την κλιματική αλλαγή, λες “ναι, αυτό είναι κακό” και μετά πας σε ένα εστιατόριο για δείπνο. Είναι ντροπιαστικό. Αν το κάνεις, πρέπει τουλάχιστον να αφήσεις τους ανθρώπους με κάτι. Δεν είναι εύκολο, αλλά είναι ακόμα πιο δύσκολο με τις επιταγές της βιομηχανίας που απλά θέλει να βγάλει λεφτά».
Αυτή η ατάκα της Τόνι Μόρισον σαν να αγγίζει όμως και μια άλλη ευαίσθητη χορδή του Τσάρλι Κάουφμαν: «Μου είναι δύσκολο να βρίσκω ιδέες για να γράψω, που δεν είναι κάτι καινούργιο, αλλά γίνεται δυσκολότερο με τον καιρό. Οπως και το να καταλάβω τον κόσμο και να παρουσιάσω κάτι που αισθάνομαι ειλικρινές. Νιώθω πολύ χαμένος και μπερδεμένος σχεδόν μόνιμα. Δεν ενστερνίζομαι την ατάκα της Τόνι Μόρισον γιατί όλο αυτό με πανικοβάλλει. Παρόλο που πάντα νιώθω έτσι, κάθε φορά υπάρχει και μια αίσθηση νέου για μένα, ότι δεν ξέρω πώς να το κάνω αυτό, να βρω τι θέλω να πω. Και νιώθω επίσης και μια υποχρέωση προσπαθώντας να ζήσω από αυτό».
Ναι, όλα αυτά τα λαμπρά σενάρια του Τσάρλι Κάουφμαν δεν είναι παρά μια αέναη υπαρξιακή περιπλάνηση που γεννά άπειρα ερωτήματα αλλά όχι απαραίτητα και απαντήσεις. «Δεν ξέρω ποιος είναι ο σωστός τρόπος να προχωρώ», λέει. «Ισως είναι κάτι που έρχεται και σε βρίσκει μόνο του», του απαντάω. «Ναι, ίσως με βρίσκει. Θα περιμένω εδώ και θα δω».
Το «How to Shoot A Ghost» σε σκηνοθεσία Τσάρλι Κάουφμαν και σενάριο της Εύα Χ. Ντ. θα κάνει πρεμιέρα στο 82ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας, τη Δευτέρα 1 Σεπτεμβρίου. Η αθηναϊκή πρεμιέρα της ταινίας αναμένεται να γίνει στη Στέγη μέσα στο 2026.
