«Ο φόνος της Μπεκιά ήταν το πιο συνετό πράγμα που μπορούσα να κάνω, μου δώσανε τουφέκι, και ρολόι, πλέον μπορούσα να καπνίζω και να πίνω, να τριγυρίζω με τους άντρες, να πηγαίνω στην ταβέρνα […], να κάθομαι με ανοιχτά πόδια, τα παιδιά στη γειτονιά άρχιζαν να με φωνάζουν θείε Μάτια, έπρεπε να συνηθίσω το καινούργιο μου βάδισμα, ότι δεν αξίζω είκοσι βόδια, ότι είμαι το παλικάρι του μπαμπά». Κάπως έτσι ξεκινάει η αφήγηση της Μπεκιά, της πρωταγωνίστριας του πρώτου μυθιστορήματος της Ρενέ Κάραμπας, με τίτλο «Ορκισμένη», που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Μεταίχμιο (μτφρ.: Σπύρος Ν. Παππάς) και μιλάει για την αναγκαστική απόφασή της να ζήσει σαν άνδρας, έτσι ώστε να αποφύγει έναν επιβεβλημένο γάμο.
Τηρώντας πιστά τον άγραφο νόμο Κανούν, ο οποίος μοιάζει με μια άτυπη θεσμικά αλλαγή φύλου, η Μπεκιά καίει τα φορέματά της, κόβει κοντά τα μαλλιά της και αναγκάζεται να απέχει από οποιονδήποτε ερωτικό δεσμό μέχρι το τέλος της ζωής της.
Η συγγραφέας και ποιήτρια Ρενέ Κάραμπας, μέσα από μια αφήγηση ροής της συνείδησης, συνθέτει το οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον της πρωταγωνίστριας, το οποίο καθορίζεται εξ ολοκλήρου από τέτοιου τύπου νόμους, όπου οι βεντέτες και οι φόνοι για λόγους εκδίκησης και αποκατάστασης της τιμής αποτελούν καθημερινότητα.
Το Κανούν, που δίνει το σκηνικό περίγραμμα ενός βιβλίου τιμημένου με το βραβείο Elias Canetti, το σημαντικότερο λογοτεχνικό βραβείο που απονέμεται στη Βουλγαρία, τη γενέτειρα της συγγραφέως, δεν είναι προϊόν της φαντασίας της αλλά πραγματικότητα. «Την περίοδο που αναζητούσα το πώς να “ντύσω” την ιστορία μου, έπεσα πάνω στις φωτογραφίες της Πέπα Χρίστοβα, που απεικονίζουν αυτές τις ανδρόγυνες γυναίκες. Τότε άρχισα να διαβάζω συνεντεύξεις και βιβλία για τις “ορκισμένες παρθένες” της Αλβανίας και τον συγκεκριμένο νόμο. Μελέτησα τα έθιμα και τις παραδόσεις τους ώστε να μπορέσω να τοποθετήσω την πλοκή μου σε μια σταθερή βάση», λέει η Ρενέ Κάραμπας, αναφέροντας ότι στον τόπο όπου μεγάλωσε, αν και δεν υπήρχε το Κανούν αυτό καθαυτό, η νοοτροπία των ανθρώπων κουβαλούσε συχνά τέτοιου τύπου κατάλοιπα, καμουφλαρισμένα πίσω από το αφήγημα της ισότητας.
Πυρήνας του μυθιστορήματος είναι ο έρωτας που αναπτύσσεται μεταξύ της Μπεκιά και της Ντάνα, τις οποίες παρακολουθούμε να βρίσκονται στα κρυφά, σε ένα μικρό ξεχασμένο χωριό, ρισκάροντας τη ζωή τους. «Απλώς έθεσα την ερώτηση “τι θα γινόταν αν” η κύρια ηρωίδα ερωτευόταν κάποιον που είναι απαγορευμένος για εκείνη. Οχι μόνο επειδή η Ντάνα είναι κορίτσι, αλλά και γιατί ο πατέρας της έχει ήδη επιλέξει τον σύζυγό της», λέει η συγγραφέας. Και συνεχίζει: «Ηθελα να αναδείξω τη θηλυκή ενέργεια στο έπακρο, μέσω αυτών των δύο νεαρών γυναικών που είναι ακατάβλητες. Το αίμα και η επιθυμία τους βράζουν. Τα νεανικά τους σώματα ξυπνούν φυσικά μπροστά στην αγάπη και στην ηδονή και τίποτα δεν μπορεί να τις σταματήσει. Ούτε καν το Κανούν. Βάζουν το μαχαίρι στην καρδιά αυτής της πατριαρχικής μηχανής και όλα γύρω τους αρχίζουν να καταρρέουν, ώστε να αναδημιουργηθούν».
«Απλώς έθεσα την ερώτηση “τι θα γινόταν αν” η κύρια ηρωίδα ερωτευόταν κάποιον που είναι απαγορευμένος για εκείνη».
Κομβικό ρόλο στην ιστορία παίζει ο Σάλε, ο μικρότερος αδελφός της Μπεκιά, ένα αγόρι με θηλυπρεπή συμπεριφορά, κάτι το οποίο κακοφαίνεται στην υπόλοιπη οικογένεια. «Το φευγιό μου ήτανε το πιο συνετό πράγμα που θα μπορούσε να κάνει ένας μυαλωμένος άνθρωπος, που δεν υποτάσσεται στους νόμους του Κανούν. Τέτοιος είμαι εγώ. Δεν μετανιώνω που ξέφυγα και εσύ δεν μετανιώνεις που έγινες ορκισμένη. […] εκεί όλα είναι μια νεκρική τελετή. Ο φόνος ισούται με περηφάνια και τιμή. Ετσι δεν είναι “παλικάρι του μπαμπά”;» γράφει ο Σάλε στην πρώτη του επιστολή προς την αδελφή του, αφού έχει εγκαταλείψει την πατρίδα του, μια απόφαση η οποία, αν και οδηγεί σε έναν νέο κύκλο βίας, στο τέλος φέρνει τη λύτρωση.

«Πρέπει να πω ότι είναι ιδιαιτέρως σκληρό να ανήκεις στην LGBT κοινότητα, όχι μόνο λόγω των πατριαρχικών άγραφων νόμων που έχουν περάσει από γενιά σε γενιά, αλλά και λόγω της έλλειψης ενσυναίσθησης», απαντάει η βουλγαρικής καταγωγής συγγραφέας όταν τη ρωτάμε σχετικά με το πώς βλέπει τη σχέση μεταξύ φύλου και κοινωνικής ζωής στις βαλκανικές χώρες σήμερα, όπου υποτίθεται ότι η ισότητα είναι, σε ορισμένες περιπτώσεις, θεσμικά κατοχυρωμένη συγκριτικά με το παρελθόν.
Στη μεγάλη οθόνη
Η πολυτάραχη ζωή της Μπεκιά και της οικογένειάς της ξετυλίγεται μέσα από την αφήγηση της ηρωίδας σε μια δημοσιογράφο, που μοιάζει σχεδόν αόρατη και βουβή, δίνοντας την αίσθηση στον αναγνώστη ότι εκείνος είναι που κάθεται απέναντί της παρακολουθώντας προσηλωμένος.
Η συγκεκριμένη συγγραφική φόρμα σε συνδυασμό με τους ζωντανούς διαλόγους αποτέλεσαν, μάλιστα, μια πολύ καλή πρώτη ύλη για να μεταφερθεί η «Ορκισμένη» στη μεγάλη οθόνη, από την άνοιξη του 2026, σε σκηνοθεσία του Κόσταντιν Μπόνεβ. «Ανυπομονώ για την ολοκλήρωση της ταινίας, καθώς είναι μια πραγματικά τρομερή αίσθηση το να βλέπεις τους χαρακτήρες σου ζωντανούς στην οθόνη. Για να είμαι όμως ειλικρινής, ίσως με ενδιαφέρει περισσότερο να δω τις σκηνές όπου η Μπεκιά και ο Σάλε συναντιούνται 15 χρόνια αργότερα, με τη συνάντηση αυτή να πραγματοποιείται μέσω ενός παραθύρου, όπου αγγίζει ο ένας το χέρι του άλλου», καταλήγει.

