Οσες φορές και αν ερωτηθεί, όποια πτυχή του μυθιστορήματός του, «Η λάθος πλευρά» (μτφρ. Μαρία Οικονομίδου, εκδ. Διόπτρα) και αν αφορά η ερώτηση, ο Ντάβιντε Κόπο θα αποφύγει να δώσει μία και μόνη απάντηση, που θα εξηγούσε καθαρά και ξάστερα το γιατί ο ήρωας του μυθιστορήματός του, ο 15χρονος Ετορε, ακολούθησε τον δρόμο του πολιτικού εξτρεμισμού. Ο Ιταλός συγγραφέας δεν θα υποδείξει τον «καθοριστικό παράγοντα» που ώθησε έναν έφηβο να αναζητήσει τις αναφορές και τις φιλίες του (την ταυτότητά του δηλαδή και το καταφύγιό του, όταν στις αρχές της δεκαετίας του 2000 έφυγε από τα προάστια του Μιλάνου και γράφτηκε σε ένα μεγάλο λύκειο του κέντρου της πόλης) σε μια νεοφασιστική ομάδα. Ούτε θα κάνει λόγο για τη «μία ευκαιρία», η οποία θα έσωζε τον Ετορε, όπως θα μπορούσε να κάνει η γνωριμία με τη συνομήλική του Ολίμπια, η οποία τελικά δεν οδήγησε σε έναν λυτρωτικό έρωτα.
Δεν ερμηνεύονται εύκολα κάποιες εμπειρίες και αν κατέφευγε σε απλουστεύσεις, ο 39χρονος Κόπο θα υποβάθμιζε την ίδια την προσωπική ιστορία του, που επίσης τον βρήκε ως έφηβο να είναι μέλος μιας νεοφασιστικής ομάδας. «Το μήνυμα του βιβλίου είναι ότι καμιά φορά δεν υπάρχει μία αιτία, αλλά μια σειρά αποφάσεων που οδηγούν σε κάτι πολύ άσχημο», λέει ο Ιταλός στην «Κ» και προσθέτει: «Είναι περίπλοκο να μετακινηθείς από τις απόψεις σου όταν βιώνεις όσα ο Ετορε. Και όπως δεν υπάρχει μία αιτία για ό,τι έκανε, έτσι δεν υπάρχει και μία λύση».

Ο Ντάβιντε Κόπο βρέθηκε φέτος τον Ιούνιο στο 4ο Φεστιβάλ Βιβλίου Χανίων, όπου μίλησε για το βιβλίο του, ενώ συμμετείχε και σε ένα πάνελ με θέμα την κανονικοποίηση της Ακροδεξιάς στη Δύση. Στη συνάντησή μας, στο περιθώριο του Φεστιβάλ, τον ρωτάμε για τις σκέψεις του έπειτα από τρία χρόνια πρωθυπουργίας της Τζόρτζια Μελόνι. «Η αίσθηση είναι ότι αν η αντιπολίτευση δεν ξυπνήσει, η Μελόνι θα συνεχίσει για άλλη μια δεκαετία», λέει ο Ιταλός, ο οποίος ανησυχεί για την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη χώρα του, «αλλά και για το ότι πρόσφατα υπογράψαμε την αύξηση των στρατιωτικών μας δαπανών κατά 5%, κάτι που πιθανότατα θα αποβεί εις βάρος του συστήματος υγείας».
Είναι περίπλοκο να μετακινηθείς από τις απόψεις σου όταν βιώνεις όσα ο Ετορε. Και όπως δεν υπάρχει μία αιτία για ό,τι έκανε, έτσι δεν υπάρχει και μία λύση.
Ψηλαφώντας τους λόγους της γενικότερης ανόδου της Ακροδεξιάς στην Ευρώπη, ο Κόπο αναφέρει τη φτώχεια, την απώλεια θέσεων εργασίας λόγω των νέων τεχνολογιών, τη διαρκή αποδυνάμωση του κοινωνικού κράτους που κάποτε χαρακτήριζε την Ευρώπη. «Αυτά –και όχι η μετανάστευση– προκαλούν φόβο», σημειώνει ο Ιταλός, «και αν η Αριστερά δεν αντιληφθεί ότι οι απαντήσεις της πρέπει να αναφέρονται στις δουλειές και στους μισθούς, τότε η Δεξιά θα συνεχίσει να προσποιείται ότι έχει απαντήσεις για τα πάντα».
Η ακροδεξιά οργάνωση στην οποία εκείνος συμμετείχε δεν διέθετε βίαια χαρακτηριστικά – «περισσότερο νέοι που έκαναν παρέα, συζητούσαν για πολιτική και διοργάνωναν καμιά συγκέντρωση», θυμάται ο Ντάβιντε Κόπο. Στην αρχή, εξηγεί, δεν τον τράβηξαν οι ιδέες, αλλά οι ιστορίες, όπως του Γιαν Πάλαχ, του Μπόμπι Σαντς, του Γιούκιο Μισίμα, της παλαιστινιακής αντίστασης στην ισραηλινή κατοχή. «Η άκρα Δεξιά έχει την τάση να οικειοποιείται τέτοιες ιστορίες και η συμφωνία ήταν η εξής: αν νιώθεις πως αυτές οι ιστορίες σού ανήκουν, τότε ανήκεις κι εσύ σε εμάς, κάτι που έδινε την αίσθηση της κοινότητας, του ανήκειν». Πώς ξέφυγε; «Εύκολο ήταν, δεν μιλάμε για μια οργάνωση όπως η Χρυσή Αυγή – απλώς σταμάτησα να πηγαίνω», λέει ο Κόπο. «Διαπίστωσα ότι για να ανήκεις σε μια τέτοια ομάδα, πρέπει να βρίσκεσαι διαρκώς ενάντια σε κάτι. Κάθε ακροδεξιό κόμμα ή κίνημα μπορεί να υπάρξει μόνο ως μειονότητα, ως αντίσταση –ας το πούμε έτσι– απέναντι σε ένα μεγαλύτερο σύστημα. Ομως το να τοποθετείσαι συνεχώς απέναντι σε κάτι, είναι εξουθενωτικό», λέει ο συγγραφέας.
Οταν άρχισε να γράφει το μυθιστόρημα «Η λάθος πλευρά», τον τρόμαξε η ιδέα ότι θα ερχόταν σε επαφή με τον παλιό του εαυτό. «Διάβασα αρκετά βιβλία συγγραφέων της Ακροδεξιάς· διάβασα Αλέν ντε Μπενουά, Γιούλιους Εβολα, Ρομπέρ Μπρασιγιάκ, Πιερ Ντριέ λα Ροσέλ… Ηθελα να μπω σ’ αυτό το σχήμα σκέψης. Και ναι, φοβήθηκα – είναι όπως όταν κόβεις το κάπνισμα: δεν επιστρέφεις ποτέ στο σημείο του να ανάψεις άλλο ένα τσιγάρο, είσαι πάντα ένας πρώην καπνιστής που κάθε μέρα επιλέγει να μην καπνίσει. Κάπως έτσι είναι και με τη γοητεία του εξτρεμισμού. Μπορούσα να αισθανθώ τον έφηβο εαυτό μου να λέει: “Αυτό έχει δύναμη”. Μπορούσα να νιώσω ξανά την έλξη που ασκούσε πάνω μου εκείνη η αίσθηση κοινότητας. Δεν ήταν εύκολο να ξανακοιτάξω κατάματα αυτές τις ιδέες». Τι τον έκανε λοιπόν να μην ανάψει ξανά άλλο τσιγάρο; «Το ότι είμαι πια πεπεισμένος», καταλήγει, «ότι η ελευθερία είναι η πιο σημαντική αξία για μια κοινωνία».

