Γράπωσε κάποιο μαδέρι που έπλεε στη θάλασσα και με το άλλο χέρι πάλευε να κρατήσει το κεφάλι του παιδιού του πάνω από την επιφάνεια. Δεν ήξερε πού βρίσκονταν η σύζυγός του, ούτε ο άλλος τους γιος. Είχαν χωριστεί μέσα στον πανικό. Σε κάθε νέο κυματισμό ο Χενταγιάτ χτυπούσε τα πόδια του με ορμή, όση του είχε απομείνει. Δεν έπρεπε να μπει νερό στο στόμα και στη μύτη του μικρού, δεν ήξερε πώς να κρατήσει την αναπνοή του. Στην αρχή ο Ουσμάν παραπονιόταν, κρύωνε. Μετά δεν ψέλλισε άλλη λέξη.
Στις 28 Οκτωβρίου του 2015 σημειώθηκε ένα από τα πιο πολύνεκρα ναυάγια στη Λέσβο. Βόρεια του νησιού βυθίστηκε μια βάρκα που είχε αναχωρήσει από τα τουρκικά παράλια. Περισσότεροι από 76 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, ανάμεσά τους και παιδιά, ενώ 274 επιβάτες διασώθηκαν. Καθώς κάποιες σοροί δεν εντοπίστηκαν ποτέ, η καταγραφή των απωλειών δεν είναι πλήρης. Ο Στρατής Βαλαμιός, ψαράς στη Σκάλα, τη γενέτειρα του λογοτέχνη Στράτη Μυριβήλη και επίνειο του χωριού Συκαμιά, ήταν ένας από τους πρώτους ντόπιους που είχαν σπεύσει να βοηθήσουν. «Ετσι που τη βλέπεις λάδι, έτσι γίνεται θύελλα», έχει πει για τις παγίδες που κρύβει η θάλασσα σε εκείνο το σημείο.
Ο Αφγανός Χενταγιάτ Χαμπιμπιάρ ήταν μία από τις τραγικές φιγούρες του πολύνεκρου ναυαγίου. Eχασε τη γυναίκα του και τους δύο γιους του. Περίπου τέσσερα χρόνια μετά, η Αμερικανίδα δημοσιογράφος Τζιν Κάρστενσεν (φωτ.) κατάφερε να τον εντοπίσει. Τον συνάντησε στην Αγκυρα της Τουρκίας, τον προσέγγισε με σεβασμό και εκείνος δέχτηκε να μοιραστεί τη μαρτυρία του, για πρώτη φορά. Μίλησε για τη ζωή του στην πατρίδα του, το πώς κατάφερε να γίνει τραπεζικός υπάλληλος σε μικρή ηλικία, πώς γνώρισε τη γυναίκα του, αλλά και πώς η εκτεταμένη διαφθορά, που επικρατούσε και τους έθετε σε κίνδυνο, τους ανάγκασε να εγκαταλείψουν την Καμπούλ.
«Ο πόνος του ήταν τόσο βαθύς, είναι τόσο φρικτό αυτό που πέρασε», λέει στην «Κ» η Κάρστενσεν. Αποτύπωσε την ιστορία του νεαρού Αφγανού σε ένα βιβλίο με τον τίτλο «Ελληνική τραγωδία: Μία ημέρα, ένα φονικό ναυάγιο και το ανθρώπινο κόστος της προσφυγικής κρίσης» («A Greek Tragedy: One Day, a Deadly Shipwreck, and the Human Cost of the Refugee Crisis», διαθέσιμο στην Ελλάδα μέσω Amazon). «Τον θυμάμαι να κλαίει κάποιες φορές κατά τη συνέντευξη. Προσπάθησα να είμαι δίπλα του, χωρίς να τον πιέσω. Ηθελε πλέον να πει την ιστορία του». Δεν ήταν ο μόνος που της εκμυστηρεύθηκε όλα όσα είχε περάσει.
Ο Αφγανός Χενταγιάτ Χαμπιμπιάρ έχασε τη γυναίκα του και τους δύο γιους του. «Ο πόνος του ήταν τόσο βαθύς, είναι τόσο φρικτό αυτό που πέρασε», λέει η Κάρστενσεν.
Η Αμερικανίδα δημοσιογράφος, δουλειά της οποίας έχει δημοσιευθεί μεταξύ άλλων στους New York Times, στο Foreign Policy και στο The Nation, κατάφερε να εντοπίσει και άλλους επιζήσαντες, να ανασυνθέσει και τις δικές τους ιστορίες. Παράλληλα, παρουσιάζει τις υπεράνθρωπες προσπάθειες που κατέβαλαν οι ντόπιοι για να σώσουν όσους μπορούσαν. Το βιβλίο της δεν αποτελεί, πάντως, μόνο μια λεπτομερή καταγραφή του ναυαγίου. Η αξία του βρίσκεται κυρίως στη λεπτομέρεια της αφήγησης, που παρουσιάζει πώς ήταν οι ζωές αυτών των ανθρώπων προτού αναγκαστούν να ξενιτευτούν.
Τις περισσότερες φορές στα ελληνικά ΜΜΕ οι μετανάστες και οι πρόσφυγες παρουσιάζονται μονοδιάστατα. Δεν είναι τυχαίο ότι συνήθως τους μαθαίνουμε μόνο με τα μικρά τους ονόματα. Οι μαρτυρίες τους φτάνουν στον αναγνώστη συχνά κουτσουρεμένες. Τα πρόσωπα σπανίως έχουν βάθος. Μπορεί να στερούνται ηλικίας, ιδιότητας, λες και δεν έχουν παρελθόν. Η Κάρστενσεν, όμως, ακολουθώντας βασικές αρχές της δημοσιογραφίας, δείχνει ότι υπάρχει και άλλος δρόμος. Είναι σημαντικό που μαθαίνουμε για τη ζωή των ηρώων της πριν από το μοιραίο ταξίδι. Μόνον έτσι μπορεί κανείς να κατανοήσει γιατί στριμώχτηκαν σε ένα αναξιόπλοο σκαρί.

Η Κάρστενσεν μετρούσε ήδη έξι εβδομάδες στην Ελλάδα όταν συνέβη το ναυάγιο. Προηγουμένως είχε βρεθεί και στην Τουρκία, είχε δει μέσα από την έρευνά της πώς σφραγίζονταν οι συμφωνίες της απόγνωσης με τους διακινητές. Θυμάται την ημέρα του ναυαγίου και περιγράφει στην «Κ» πώς το νησί είχε βυθιστεί στο πένθος.
Θα μεσολαβούσαν περίπου τρία χρόνια μέχρι να αποφασίσει να αφοσιωθεί σε αυτή την ιστορία και να συγκεντρώσει περισσότερα στοιχεία. Δεν ήταν εύκολο. Επέστρεψε στη Λέσβο, αναζήτησε πληροφορίες σε ντόπιους, σε διασώστες και φωτορεπόρτερ, μήπως κάποιος είχε συγκρατήσει κάποιο όνομα. Η έρευνά της κράτησε χρόνια. Κάπως έτσι ξετυλίχτηκε το νήμα και κατάφερε να συγκεντρώσει και άλλες πολύτιμες μαρτυρίες στο βιβλίο της. Μία από αυτές ανήκει στην Αφγανή Ρεσβάνα Σεκαντάρι. Ηταν μόλις 13 ετών όταν σημειώθηκε το ναυάγιο, η μόνη από την εξαμελή οικογένειά της που επέζησε. Ακόμη κι αν έχει περάσει μία δεκαετία από τότε, η ιστορία δυστυχώς παραμένει τραγικά διαχρονική.

