Ηταν σχεδόν δύο δεκαετίες πριν όταν γίναμε φίλοι με έναν… κατά συρροήν δολοφόνο. Την εποχή που οι αντιήρωες είχαν αρχίσει να εδραιώνονται σε τηλεόραση και κινηματογράφο –αλλά αρκετά πριν από τον χείμαρρο κυνισμού του «Game of Thrones»– ο Ντέξτερ Μόργκαν προσγειώθηκε στις οθόνες μας για να προκαλέσει τις ηθικές αντιστάσεις μας, να μας κρατήσει σε αγωνία και να μας συναρπάσει με την ιστορία του. Οκτώ κύκλους (ολοκληρώθηκαν το 2013), μια αμφιλεγόμενη επανέναρξη (2021) κι ένα σχετικά μέτριο spinoff (2024) αργότερα, ο αγαπημένος μας εκδικητής επιστρέφει με το «Dexter: Resurrection», το οποίο προβάλλεται από αύριο βράδυ (11 μ.μ.) στο Cosmote Series HD. Την τελευταία φορά που τον είδαμε πάντως, τον είχαμε για μακαρίτη…
«Είμαι ενθουσιασμένος που ο Ντέξτερ έχει πραγματικά μια δεύτερη ευκαιρία στη ζωή. Εκείνο που με ιντρίγκαρε περισσότερο στο ότι επιβίωσε από τον πυροβολισμό, είναι ότι κάνοντάς το, είναι σαν να ξεφορτώθηκε ένα μεγάλο βάρος. Μου άρεσε που θα έπαιζα έναν Ντέξτερ, ο οποίος θυμάται μεν το παρελθόν του, μπορεί όμως να μην το σέρνει βασανιστικά μαζί του, και ίσως να γυρίσει στις ρίζες του», μας λέει διαδικτυακά ο Μάικλ Σ. Χολ, ο ηθοποιός που σε μεγάλο βαθμό δημιούργησε αυτόν τον εμβληματικό χαρακτήρα. Και συνεχίζει: «Δεν μπορεί να γυρίσει πίσω σε αυτό που ήταν 20 χρόνια πριν. Η ζωή του είναι πολύ πιο περίπλοκη, υπάρχουν περισσότερες ουλές από τις μάχες και είναι πολύ μεγαλύτερος. Ομως νομίζω ότι βλέπουμε έναν Ντέξτερ ικανό για πρώτη φορά –και δεν ξέρω για πόσο– να επανακτήσει την ταυτότητά του· και να την τιμήσει όπως δεν μπορούσε για πολύ καιρό, ίσως από τότε που ο Τρίνιτι (σ.σ. παλιός εχθρός του Ντέξτερ) σκότωσε τη σύζυγό του».

Στον καινούργιο κύκλο, ο πρωταγωνιστής φτάνει στη Νέα Υόρκη σε αναζήτηση του γιου του, Χάρισον, ενώ ένας νέος κατά συρροήν δολοφόνος τρομοκρατεί τη μεγαλούπολη. Του ταιριάζει όμως το «Μεγάλο Μήλο»; «Νομίζω πως ναι. Παρά όσα έχουν συμβεί, νιώθει μια ακαταμάχητη ανάγκη να βεβαιωθεί ότι ο γιος του είναι καλά, οπότε δεν το σκέφτεται πολύ. Η Νέα Υόρκη του ταιριάζει με έναν αλλιώτικο τρόπο. Είναι μια ευκαιρία για εκείνον να κρυφτεί «σε κοινή θέα» με τον τρόπο που δεν μπορούσε να το κάνει στην εξοχή της Iron Lake, αλλά το κατάφερνε στο Μαϊάμι. Αρχιτεκτονικά είναι πολύ διαφορετικό περιβάλλον. Το ίδιο και ο καιρός και οι άνθρωποι. Υπάρχουν άπειρες πιθανότητες σχετικά με τα είδη των ανθρώπων που μπορεί να συναντήσει. Και φυσικά η Νέα Υόρκη έχει από μόνη της τέτοια παρουσία, που αυτομάτως γίνεται χαρακτήρας της σειράς».
Δεν μπορεί να γυρίσει πίσω σε αυτό που ήταν 20 χρόνια πριν. Η ζωή του είναι πολύ πιο περίπλοκη, υπάρχουν περισσότερες ουλές από τις μάχες και είναι πολύ μεγαλύτερος.
Σε ένα από τα πρώτα επεισόδια, ο Ντέξτερ συνειδητοποιεί κάτι καινούργιο: πλέον βάζει σε κίνδυνο τη ζωή του για να σώσει κάποιον αντί για να σκοτώσει. Μήπως είναι πια ένας παραδοσιακός ήρωας; «Νομίζω ότι αυτό ίσχυε πάντα σε έναν βαθμό, υπήρχε δηλαδή ένα στοιχείο απόδοσης δικαιοσύνης σε αυτά που έκανε. Πλέον συνειδητοποιεί ότι όσα κάνει δεν ικανοποιούν απλά τις παλιές ορέξεις του, αλλά και μια καινούργια που έχει να κάνει με τη δικαιοσύνη. Φυσικά όλο αυτό κινείται κάπου ανάμεσα στην ανιδιοτέλεια και τον απόλυτο εγωισμό· αυτές οι ταυτόχρονες παρορμήσεις είναι βέβαια που έκαναν πάντα τον χαρακτήρα ενδιαφέρων», απαντά ο Μάικλ Σ. Χολ.
Πόσο δύσκολο είναι όμως να παίξει κανείς έναν τόσο καλό «ηθοποιό» όσο ο Ντέξτερ, που μπορεί να υποκριθεί σχεδόν τα πάντα; «Είναι σίγουρα διασκεδαστικό. Ως ηθοποιός πιθανότατα μπαίνεις στον πειρασμό –ή χρειάζεται– να σκέφτεσαι ποια είναι μια φαινομενικά αυθεντική μίμηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Οπότε έχει πλάκα να παίζεις έναν χαρακτήρα, που ο ίδιος πιστεύει και εξομολογείται στο κοινό, ότι μεγάλο μέρος όλου αυτού είναι προσποιητό. Ολη η διαδικασία της υποκριτικής αντιστρέφεται με έναν τρόπο. Παίζω λοιπόν με αυθεντικότητα έναν χαρακτήρα, ο οποίος ισχυρίζεται ο ίδιος ότι δεν είναι αυθεντικός».
Στον καινούργιο κύκλο βλέπουμε σε ρόλους «κακών» μεγάλους αστέρες όπως η Ούμα Θέρμαν και ο Πίτερ Ντίνκλεϊτζ. Ο ρόλος του «ανταγωνιστή» έχει πια απενοχοποιηθεί: «Ετσι φαίνεται. Είκοσι χρόνια πριν, όταν έλεγα στους γύρω μου ότι θα παίξω αυτόν τον χαρακτήρα κουνούσαν το κεφάλι με περίσκεψη. Πλέον κανείς δεν σκέφτεται έτσι», καταλήγει ο Μάικλ Σ. Χολ.

