Τους μοχλούς επιρροής τους οποίους ο Ταγίπ Ερντογάν «χρησιμοποιεί σοφά» στις σχέσεις της Τουρκίας με τον Ντόναλντ Τραμπ περιγράφει στην «Κ» ο Τζον Συτιλίδης, διευθυντής της Trilogy Advisors στην Ουάσιγκτον, ανώτερος συνεργάτης στο Foreign Policy Research Institute. Ο Ελληνοαμερικανός αναλυτής, ο οποίος μας μίλησε στο περιθώριο του συνεδρίου του Economist στο Λαγονήσι, αναλύει επίσης το «τείχος» με το οποίο είναι αντιμέτωπη η Αγκυρα, όπως και ο Αμερικανός πρόεδρος, στο Kογκρέσο.
Ο κ. Συτιλίδης, πρώην σύμβουλος διπλωματίας στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ από το 2006 έως το 2023, θεωρεί πως δεν είναι πρόβλημα το γεγονός ότι δεν έχει υπάρξει ακόμη κάποια συνάντηση του Eλληνα πρωθυπουργού με τον Αμερικανό πρόεδρο και εκφράζει την εκτίμηση ότι μπορεί να δούμε την Κίμπερλι Γκίλφοϊλ στην Αθήνα ακόμη και στο τέλος Αυγούστου.
– Η Τουρκία εκπέμπει τελευταία μια εικόνα αισιοδοξίας σχετικά με την πιθανή επιστροφή της στο αμερικανικό πρόγραμμα των F-35. Τι πιστεύετε; Μπορεί η χημεία Τραμπ – Ερντογάν να είναι τέτοια ώστε να ξεκλειδώσει τη διαδικασία;
– Πριν από αρκετά χρόνια, όταν επιβλήθηκαν για πρώτη φορά οι κυρώσεις CAATSA στην Τουρκία, επικράτησε η εντύπωση ότι τα F-35 ήταν τελειωμένη υπόθεση για την Τουρκία. Ελεγα όμως και τότε ότι στη διπλωματία τίποτα δεν είναι τελειωμένη υπόθεση και πως ο Ερντογάν θα προσπαθούσε να βρει όσο το δυνατόν περισσότερες δημιουργικές λύσεις για το θέμα του πυραυλικού συστήματος S-400 που αγόρασε η Τουρκία από τη Ρωσία, ώστε να πείσει την Ουάσιγκτον για την άρση των κυρώσεων και την αποδοχή της Αγκυρας στο πρόγραμμα F-35. Αυτή η προσπάθεια της Τουρκίας είναι τώρα σε πλήρη ισχύ.

– Ποια είναι τα «χαρτιά» του Ερντογάν απέναντι στον Τραμπ;
– Νομίζω ότι ο πρόεδρος Ερντογάν αισθάνεται πως έχει μια καλή προσωπική σχέση με τον πρόεδρο Τραμπ. Ομως, πέρα από αυτό, η Τουρκία εμπλέκεται σε πολλά κρίσιμα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και εθνικής ασφάλειας. Πέρα από την Ανατολική Μεσόγειο, έχει θεαματικούς επιχειρηματικούς δεσμούς με μια σειρά από χώρες στην Αφρική. Διαθέτει στρατιωτικές βάσεις στη Σομαλία, στη Λιβύη και στο Κατάρ. Επίσης προωθεί το εμπόριο στην Κεντρική Ασία, κάτι που πολλοί στην Ουάσιγκτον βλέπουν ως αντίβαρο στις φιλοδοξίες της κομμουνιστικής Κίνας να αναπτύξει την «Πρωτοβουλία μίας ζώνης και ενός δρόμου» συνδέοντας την Κεντρική Ασία με τις κινεζικές αγορές. Και παραμένει φυσικά η Αγκυρα σε κάθε περίπτωση ένας σημαντικός παράγοντας στη Μέση Ανατολή.
Υποστηρίζει τη Χαμάς, παραμένει υποστηρικτής της Μουσουλμανικής Αδελφότητας και έχει υπερβολική επιρροή στο νέο σχήμα της Δαμασκού, παρότι αυτή η νέα κυβέρνηση επιδιώκει να εξισορροπήσει τις σχέσεις της τόσο με τις αραβικές χώρες του Κόλπου που έχουν τους πόρους για να ανοικοδομήσουν αυτή την κατεστραμμένη χώρα, όσο και με το Ισραήλ – πιθανώς να ενταχθεί ακόμη και στις Συμφωνίες του Αβραάμ. Και βεβαίως ο Ερντογάν προσπάθησε πολύ έξυπνα να τοποθετηθεί ως μεσολαβητής μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας.
Η Αγκυρα εμπλέκεται σε πολλά κρίσιμα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και εθνικής ασφάλειας. Πρέπει ακόμη να ληφθεί υπόψη ότι ο Τραμπ δεν έχει πολλούς ηγέτες που θα μπορούσαν να αναλάβουν τον ρόλο του μεσολαβητή.
Εδώ θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι ο Τραμπ δεν έχει πολλούς ηγέτες που θα μπορούσαν να αναλάβουν τον ρόλο του μεσολαβητή. Oλα αυτά λοιπόν είναι μοχλοί επιρροής τους οποίους η Τουρκία χρησιμοποιεί σοφά για να προσπαθήσει να πει «εντάξει, θα σας βοηθήσω στη Ρωσία, στην Ουκρανία, στη Μέση Ανατολή, στην ενέργεια, στην Αφρική, και ούτω καθεξής. Αλλά χρειάζομαι κάποιες παραχωρήσεις». Το πρόβλημα όμως για την Τουρκία είναι ότι έχει χάσει πάρα πολλούς από τους πρώην υποστηρικτές της στο Κογκρέσο. Η Γερουσία και η Βουλή των Αντιπροσώπων ενδιαφέρονται λιγότερο γι’ αυτό το μεγάλο παζάρι μεταξύ Ουάσιγκτον και Aγκυρας. Η θέση τους είναι ξεκάθαρη: «Eχετε αγοράσει S-400 από τον Βλαντιμίρ Πούτιν, ενώ μάλιστα είναι εν ισχύι η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Είστε εκτός». Και θέλουν να επιδείξουν δύναμη και αποφασιστικότητα λέγοντας ότι δεν πρόκειται να άρουν τις κυρώσεις – και οι κυρώσεις θα πρέπει να αρθούν από το Κογκρέσο.
– Επομένως οι S-400 παραμένουν «κόκκινη γραμμή» για το Κογκρέσο.
– Απολύτως. Ισως όχι για την κυβέρνηση, αλλά για το Κογκρέσο. Αυτό θα είναι το τείχος που θα αντιμετωπίσει ο Τραμπ. Ακόμη κι αν θέλει να άρει τις κυρώσεις, θα δει μεγάλη αντίθεση από το Κογκρέσο. Βέβαια υπάρχει πάντα τρόπος. Θα ήταν αποτελεσματικός; Πάρα πολύ δύσκολο. Στο μεταξύ, ο Ερντογάν έχει υιοθετήσει μια εξαιρετικά εχθρική προσέγγιση απέναντι στο Ισραήλ, το οποίο έχει πολλούς φίλους στο Καπιτώλιο, πάνω στους οποίους στηρίζεται για να κρατήσει την Τουρκία περιφραγμένη. Και αυτό ενισχύει την αποστροφή που έχουν ούτως ή άλλως πολλοί από τους νομοθέτες για την Τουρκία με βάση την πορεία που έχει τραβήξει τα τελευταία 10-12 χρόνια ως μια χώρα η οποία έχει απομακρυνθεί από τη Διατλαντική Συμμαχία και εγκαθιδρύει μια ανεξάρτητη, μερικές φορές εχθρική, σειρά πολιτικών σε σχέση με τις προτεραιότητες της Δύσης.
– Είναι πρόβλημα το γεγονός ότι ο Ελληνας πρωθυπουργός δεν έχει συναντηθεί μέχρι στιγμής με τον πρόεδρο των ΗΠΑ;
– Δεν νομίζω ότι αποτελεί πρόβλημα και, άλλωστε, δεν γνωρίζω σε ποιον βαθμό υπήρξε κάποια αίσθηση επείγοντος είτε από την πλευρά του πρωθυπουργού Μητσοτάκη να συναντηθεί με τον πρόεδρο Τραμπ, είτε αντίστροφα. Νομίζω ότι αν ο Eλληνας πρωθυπουργός ερχόταν στις Ηνωμένες Πολιτείες και ζητούσε μια συνάντηση και αυτό συμφωνούσε με το πρόγραμμα του Αμερικανού προέδρου, θα γινόταν. Και εικάζω θα γίνει κάποια στιγμή σύντομα. Προσωπικά δεν θυμάμαι ποτέ στην ενήλικη ζωή μου να υπάρχει μια τόσο ισχυρή ελληνοαμερικανική σχέση από το 1974 και μετά. Διανύουμε πλέον τον έκτο χρόνο του στρατηγικού διαλόγου ΗΠΑ – Ελλάδας που ξεκίνησε υπό τον πρόεδρο Τραμπ και τον υπουργό Εξωτερικών Πομπέο, συνεχίστηκε και αναβαθμίστηκε υπό τον πρόεδρο Μπάιντεν και τον υπουργό Εξωτερικών Μπλίνκεν, και πιστεύω ότι προχωρούμε σε μια ανοδική και προοδευτική τροχιά για μια ολόκληρη σειρά θεμάτων.
– Ποια είναι η εικόνα που έχετε για την άφιξη της νέας πρέσβειρας των ΗΠΑ στην Αθήνα;
– Η αίσθησή μου είναι ότι θα έχει μια σχετικά εύκολη ακρόαση στο Κογκρέσο και αν επικυρωθεί προτού η Γερουσία εισέλθει στην περίοδο των διακοπών την πρώτη εβδομάδα του Αυγούστου, ιδανικά θα μπορούσε να βρίσκεται στην Αθήνα ήδη από τα τέλη Αυγούστου ή την πρώτη εβδομάδα του Σεπτεμβρίου. Εξαρτάται βέβαια από τις συζητήσεις μεταξύ του υπουργείου Εξωτερικών και της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας.

