Πριν από 20 χρόνια, όταν η Μέση Ανατολή βρισκόταν ξανά στην επικαιρότητα με τον πόλεμο στο Ιράκ να μαίνεται και πολιτικές αλλαγές στην περιοχή να συντελούνται ανάμεσα σε εκρήξεις βίας και προσπάθειες ειρηνευτικών συνομιλιών, ο δημοσιογράφος Σωτήρης Δανέζης, ως ανταποκριτής του τηλεοπτικού σταθμού MEGA πραγματοποίησε δύο μεγάλες αποστολές στο Ιράν.
Τότε, είχε καταφέρει να αποκτήσει με το συνεργείο του σπάνια πρόσβαση στις πυρηνικές εγκαταστάσεις έξω από την πόλη Μπουσέρ, οι οποίες έγιναν πρόσφατα στόχος αμερικανικών βομβαρδισμών, καθώς και να εξασφαλίσει συνεντεύξεις με ανώτατους Ιρανούς αξιωματώχους αλλά και σημαντικές προσωπικότητες, όπως η κόρη του Αγιατολάχ Χομεϊνί. Προσπαθώντας να αφουγκραστεί και αναδείξει την πολυπλοκότητα της ιρανικής κοινωνίας συνομίλησε με υποστηρικτές αλλά και πολέμιους του καθεστώτους, με πολιτικούς, γυναίκες, νέους και απλό κόσμο.
Από τους ελάχιστους Ελληνες δημοσιογράφους που γνώρισαν σε βάθος τη χώρα, ο Σωτήρης Δανέζης μεταφέρει στην «Κ» εικόνες και εμπειρίες, μιλά για τις διαφορές που διακρίνει με το σήμερα καθώς και τα πιθανά σενάρια για την επόμενη ημέρα.

– Τι σας είχε οδηγήσει να επισκεφθείτε τότε το Ιράν;
– Η πρώτη μου δημοσιογραφική αποστολή στο Ιράν ήταν το 2005, για τη σειρά Εμπόλεμη Ζώνη του MEGA. Η χώρα βρισκόταν ήδη στο επίκεντρο της διεθνούς προσοχής λόγω του πυρηνικού της προγράμματος. Οι αποκαλύψεις για τις μυστικές εγκαταστάσεις στη Νατάνζ είχαν προκαλέσει διεθνή ανησυχία και έντονες διπλωματικές πιέσεις. Hταν ένα χρόνο μετά την εισβολή των Αμερικανών στο Ιράκ και την αποκαθήλωση του Σαντάμ Χουσεΐν. Σε αναλύσεις και στρατηγικά σενάρια το Ιράν εμφανιζόταν ως ο «επόμενος στόχος» των Αμερικανών. Παράλληλα, η Διεθνής Υπηρεσία Ατομικής Ενέργειας ξεκινούσε εντατικούς ελέγχους για την ύπαρξη μυστικού προγράμματος για τον εμπλουτισμό ουρανίου. Με την ομάδα μου θέλαμε να δούμε το πυρηνικό πρόγραμμα και παράλληλα να καταγράψουμε την πραγματική εικόνα της χώρας, αντί να βασιζόμαστε σε μαρτυρίες τρίτων.
Ο «συνοδός» μας, μάς επέβαλε με τον τρόπο του τις κόκκινες γραμμές. Δεν μπορούσες να τραβήξεις αυθόρμητα στους δρόμους ούτε να συνομιλήσεις ελεύθερα με πολίτες. Ομως, η ίδια η κοινωνία είχε τρόπους να «μιλήσει». Κάθε βλέμμα, κάθε φράση, ακόμα και η σιωπή, είχαν τη σημασία τους.
Eνα χρόνο αργότερα, το 2006, επέστρεψα στο Ιράν. Στο μεσοδιάστημα, είχε εκλεγεί πρόεδρος ο Μαχμούντ Αχμαντινετζάντ. Το πυρηνικό πρόγραμμα ήταν το σημείο τριβής ανάμεσα στην Τεχεράνη και τη Δύση. Η δεύτερη αποστολή ήταν περισσότερο στοχευμένη στις πυρηνικές φιλοδοξίες της χώρας. Τότε μας δόθηκε πρόσβαση σε εγκαταστάσεις και αξιωματούχους που υπό κανονικές συνθήκες δεν θα άνοιγαν τις πόρτες τους σε ξένα ΜΜΕ.

– Πώς ήταν η εμπειρία της δημοσιογραφικής κάλυψης της κατάστασης στο Ιράν και ποιες οι στιγμές που κρατάτε μέχρι σήμερα;
– Στο πρώτο μου ταξίδι θυμάμαι τη συνέντευξη με τη Ζάχρα Μοσταφαβί, κόρη του ιστορικού ηγέτη της ιρανικής επανάστασης Αγιατολάχ Χομεϊνί. Η πρόσβαση στη σημαντικότερη πολιτική οικογένεια της χώρας ήταν από μόνη της επιτυχία. Η Μοσταφαβί μιλούσε για την κοινωνική θέση των γυναικών, για τον ρόλο της παιδείας και για τις μετατοπίσεις εντός του θεοκρατικού καθεστώτος.


Αποκαλυπτική ήταν και η επίσκεψή μας στο ερευνητικό κέντρο του Αμίρ Αμπάντ, στα βόρεια της Τεχεράνης, όπου μας επέτρεψαν να κινηματογραφήσουμε τον ερευνητικό πυρηνικό αντιδραστήρα των 5 μεγαβάτ, αμερικανικής κατασκευής, δώρο των Ηνωμένων Πολιτειών στον Σάχη το 1967, στο πλαίσιο του προγράμματος «Atoms for Peace». Το ότι λειτουργούσε ακόμη, στα χρόνια της Ισλαμικής Δημοκρατίας, αποτελούσε από μόνο του μία ειρωνεία της ιστορίας.

Τα γυρίσματα στην Τεχεράνη σε υποχρεώνουν να προσεγγίσεις το ρεπορτάζ με άλλους όρους, όχι μόνο πολιτικούς, αλλά και πολιτισμικούς. Στην πρωτεύουσα νιώθεις πως βρίσκεσαι ταυτόχρονα στον 21ο αιώνα και στον 10ο. Η γραφειοκρατία και η αυστηρότητα του καθεστώτος συνυπήρχαν με μια κοινωνία σε αναβρασμό, ιδιαίτερα στους νέους και τις γυναίκες. Δεν θα ξεχάσω τη συνάντηση με φοιτητές σε καφέ της πρωτεύουσας, να μιλούν για λογοτεχνία και ελευθερία. Τις σιωπηλές διαδηλώσεις γυναικών που επίτηδες δεν κάλυπταν επαρκώς το κεφάλι τους, τα πριβέ πάρτι με μοντέρνα δυτική μουσική και τολμηρά ρούχα, στα ακριβά προάστια της Τεχεράνης.
Ο Αχμαντινετζάντ προώθησε την ιδέα ενός ισχυρού Ιράν που έχει το δικαίωμα να αναπτύσσει πυρηνική τεχνογνωσία. Το πρόγραμμα συνδέθηκε με το Ισλάμ, έπαψε να αφορά μόνο την ενέργεια ή την επιστήμη. Αυτή η σύνδεση παραμένει έως σήμερα ο λόγος που η Τεχεράνη δεν υποχωρεί.
Τη δεύτερη φορά το πολιτικό κλίμα είχε αλλάξει αισθητά. Ο Μαχμούντ Αχμαντινετζάντ είχε ήδη εκλεγεί πρόεδρος και το αφήγημα του πυρηνικού προγράμματος είχε αποκτήσει πιο εθνικά χαρακτηριστικά. Οι πολυήμερες αποστολές στο Ιράν μου έδωσαν τη δυνατότητα να γνωρίσω μία χώρα που ισορροπούσε διαρκώς ανάμεσα στη θεοκρατία και τη νεωτερικότητα.

– Ποιοι ήταν οι περιορισμοί στο ρεπορτάζ;
– Την πρώτη φορά υπήρχαν περιορισμοί, αλλά δεν λειτουργούσαν αποτρεπτικά, λειτουργούσαν περισσότερο ως ένα αόρατο και διακριτικό φίλτρο. Ο «συνοδός» μας, μάς επέβαλε με τον τρόπο του τις κόκκινες γραμμές. Δεν μπορούσες να τραβήξεις αυθόρμητα στους δρόμους, ούτε να συνομιλήσεις ελεύθερα με πολίτες. Ομως, η ίδια η κοινωνία είχε τρόπους να «μιλήσει». Κάθε βλέμμα, κάθε φράση, ακόμα και η σιωπή, είχαν τη σημασία τους. Η πρόσβαση σε πολιτικούς αντιφρονούντες, σε ακτιβίστριες ή σε κέντρα πολιτικής συζήτησης ήταν ας πούμε δύσκολη. Ωστόσο, πάντα υπήρχε χώρος για αυθεντικές κουβέντες και αυτό ήταν που τελικά έδινε βάθος στην έρευνα.

Στη δεύτερη αποστολή υπήρχε μεγαλύτερη στήριξη, μας άνοιξαν πόρτες, αλλά με αυξημένη επιτήρηση. Ταυτόχρονα, όμως, λόγω της διεθνούς πίεσης που δεχόταν η Τεχεράνη, υπήρχε και μια σχετική ανάγκη για προβολή. Αυτό το παράθυρο το αξιοποιήσαμε δημοσιογραφικά.
– Σας είχαν δώσει τότε πρόσβαση στις πυρηνικές εγκαταστάσεις. Τι είδατε εκεί;
– Το 2006, μας δόθηκε πρόσβαση στο εργοστάσιο πυρηνικής ενέργειας στο Μπουσέρ, μια κίνηση που εντασσόταν στην προσπάθεια του καθεστώτος να πείσει για τον ειρηνικό χαρακτήρα του προγράμματος. Η πρόσβαση ήταν περιορισμένη και αυστηρά ελεγχόμενη, αλλά αρκετή για να καταγράψουμε το μέγεθος της επένδυσης. Δεν είδαμε απόρρητες εγκαταστάσεις ούτε τον πυρήνα της πυρηνικής τεχνολογίας, αλλά η εμπειρία επιβεβαίωνε ότι το Ιράν είχε κάνει άλματα στην ανάπτυξη τεχνογνωσίας. Το αφήγημα δεν ήταν πια αμυντικό, ήταν περήφανα εθνικό.
Το Ιράν δεν θέλει να είναι Βόρεια Κορέα. Θέλει να είναι Ινδία, δηλαδή μια ανεξάρτητη δύναμη με δική της κοσμοαντίληψη. Αυτό το αφήγημα συχνά λείπει από τα δυτικά ρεπορτάζ.
– Ποια ήταν τότε η θέση της ανάπτυξης του πυρηνικού προγράμματος στο εθνικό αφήγημα του καθεστώτος;
– Το πυρηνικό πρόγραμμα είχε αναχθεί σε πυλώνα της εθνικής ταυτότητας. Αν το 2004 παρουσιαζόταν ακόμα με δισταγμό, το 2006 είχε ενταχθεί πλήρως στο ιδεολογικό αφήγημα. Το μήνυμα ήταν: ανεξαρτησία από τη Δύση, τεχνολογική και ενεργειακή αυτονομία και ισχυροποίηση της χώρας στο παγκόσμιο σύστημα. Ο Αχμαντινετζάντ προώθησε την ιδέα ενός ισχυρού Ιράν που έχει το δικαίωμα να αναπτύσσει πυρηνική τεχνογνωσία. Το πρόγραμμα συνδέθηκε με το Ισλάμ, έπαψε να αφορά μόνο την ενέργεια ή την επιστήμη. Αυτή η σύνδεση παραμένει έως σήμερα ο λόγος που η Τεχεράνη δεν υποχωρεί.

– Τι έλεγε τότε ο κόσμος με τον οποίο καταφέρατε να μιλήσετε για το καθεστώς; Ποια τα προβλήματα που σας περιέγραψαν νέοι και γυναίκες;
– Οι συνομιλίες με Ιρανούς, ιδιαίτερα νέους και γυναίκες, αποκάλυπταν μια κοινωνία πιο εξελιγμένη από ό,τι ήθελε να δείξει το καθεστώς. Υπήρχε θυμός για την καταπίεση, την ανελευθερία έκφρασης, την έλλειψη προοπτικής. Οι γυναίκες μιλούσαν για τους περιορισμούς στο ντύσιμο, στην καθημερινή ζωή. Οι νέοι, ακόμα κι εκείνοι που σπούδαζαν θετικές επιστήμες, εξέφραζαν συχνά τη δυσαρέσκειά τους για τον απομονωτισμό της χώρας. Η κοινωνία δεν ήταν επαναστατική, αλλά ήταν σε εγρήγορση. Ηταν ξεκάθαρο ότι υπήρχε ένα «υπόγειο ρεύμα» που περίμενε και ίσως περιμένει ακόμη τη σωστή στιγμή.

– Ποια νομίζετε πως είναι τα λάθη που κάνουν τα δυτικά ΜΜΕ καλύπτοντας το Ιράν;
– Το βασικό λάθος είναι η μονοδιάστατη παρουσίαση. Το Ιράν δεν είναι μόνο ένα θεοκρατικό καθεστώς. Είναι και μια κοινωνία με αντιφάσεις, πλούσια ιστορία, ισχυρές παραδόσεις και μια μεγάλη μεσαία τάξη που δεν ταυτίζεται ούτε με τους μουλάδες ούτε με τις ακραίες μορφές αντίστασης. Πολλά ΜΜΕ αποτυγχάνουν να αντιληφθούν ότι το καθεστώς είναι αποτέλεσμα μιας επανάστασης με βαθιά κοινωνική ρίζα. Επίσης, υποτιμούν τη σύνδεση ανάμεσα στην εθνική υπερηφάνεια και τα τεχνολογικά επιτεύγματα, με την ανατολή της ιρανικής πυρηνικής ισχύος. Το Ιράν δεν θέλει να είναι Βόρεια Κορέα. Θέλει να είναι Ινδία, δηλαδή μια ανεξάρτητη δύναμη με δική της κοσμοαντίληψη. Αυτό το αφήγημα συχνά λείπει από τα δυτικά ρεπορτάζ.

– Πώς έχει αλλάξει η χώρα από τότε που την είχατε επισκεφθεί τελευταία φορά;
– Το Ιράν του 2025 είναι πολύ πιο απομονωμένο, αλλά ταυτόχρονα και πιο ανθεκτικό. Οι κυρώσεις έχουν βαθύνει τις κοινωνικές ανισότητες. Οι προσδοκίες της μεταρρύθμισης που κυριαρχούσαν στις αρχές της δεκαετίας του 2000 έχουν διαψευστεί. Η κοινωνία έχει αλλάξει: περισσότεροι νέοι στο εξωτερικό, ακόμη πιο πολλοί παραμένουν σιωπηλοί, αλλά χωρίς να έχουν παραιτηθεί. Η νέα γενιά δεν έχει τις μνήμες της ισλαμικής επανάστασης, δεν έχει φόβο. Εχει όμως έναν κυνισμό, κι αυτό είναι ίσως πιο επικίνδυνο για ένα σύστημα που βασίζεται στην πίστη και στο θρησκευτικό πάθος.

– Πώς βλέπετε τώρα την κατάσταση στο Ιράν; Ποιες επιλογές έχει η χώρα μπροστά της και ποια είναι τα σενάρια που διακρίνετε για το καθεστώς αλλά και το πυρηνικό πρόγραμμα που έχει αναπτύξει;
– Σήμερα το Ιράν είναι στρατιωτικά τραυματισμένο, αλλά θεσμικά όρθιο. Ιράν δεν είναι μόνο το πυρηνικό πρόγραμμα και οι Φρουροί της Επανάστασης. Είναι και μια κοινωνία με βαθύ εσωτερικό διχασμό, υψηλό πολιτισμικό κεφάλαιο και εξαιρετικά ευαίσθητους μηχανισμούς ισορροπίας. Η σύγκρουση με το Ισραήλ δείχνει πως το Ιράν μπορεί να απορροφήσει τους κραδασμούς από ένα ισχυρό στρατιωτικό πλήγμα, χωρίς να καταρρεύσει. Το καθεστώς αντέχει γιατί λειτουργεί μέσα από ένα περίπλοκο πλέγμα εξουσίας και ιδεολογίας, με μακρά εμπειρία επιβίωσης στη διεθνή απομόνωση. Για μένα το ερώτημα δεν είναι αν το Ιράν αποδυναμώθηκε επιχειρησιακά, προφανώς και υπέστη σοβαρές απώλειες. Το ερώτημα είναι τι αφήγημα κυριαρχεί στο εσωτερικό. Εκτιμώ πως ακόμη και τώρα, παρά τις ρωγμές, το αφήγημα της «αντίστασης» είναι ακόμη ισχυρό. Σημειώστε ότι στη Μέση Ανατολή οι εξωτερικές επιθέσεις δεν οδηγούν σε πολιτική αλλαγή, αλλά σε συσπείρωση.
Η σύγκρουση με το Ισραήλ δείχνει πως το Ιράν μπορεί να απορροφήσει τους κραδασμούς από ένα ισχυρό στρατιωτικό πλήγμα, χωρίς να καταρρεύσει.
Από τη δική μου εμπειρία, αυτή η κοινωνία είναι πολύ πιο σύνθετη απ’ όσο την παρουσιάζουμε. Ορισμένοι βλέπουν μόνο τους «μουλάδες» κι έναν καταπιεσμένο λαό. Το Ιράν είναι ένα έθνος που κινείται ανάμεσα στην υπερηφάνεια και στον φόβο, ανάμεσα στην πρόοδο και στη στασιμότητα. Είναι και κάτι άλλο που δεν πρέπει να ξεχνάμε: το Ιράν εξακολουθεί να κρατά στα χέρια του ένα γεωπολιτικό κλειδί. Οχι μόνο για τη Μέση Ανατολή, αλλά για ολόκληρη την ισορροπία μεταξύ Δύσης και Ανατολής. Από τη μία, ελέγχει κρίσιμα περάσματα όπως τα Στενά του Ορμούζ και διατηρεί επιρροή σε Ιράκ, Συρία, Λίβανο και Υεμένη και από την άλλη, έχει στενές σχέσεις με τη Ρωσία και την Κίνα. Είναι ένας δρων που δεν μπορείς να παρακάμψεις. Οσο απομονωμένο κι αν δείχνει, δεν είναι περιφερειακός παίκτης. Είναι κεντρικός για τη γεωστρατηγική ισορροπία της εποχής μας.
