«Εύκολα θα χανόμουν σε αυτό το σύμπαν για λίγο παραπάνω». Η Μελισσάνθη Μάχουτ μιλά για το σκοτεινό, μαγνητικό σύμπαν του «The Sandman» («Ο Μορφέας»). Στη δεύτερη σεζόν της επιτυχημένης σειράς φαντασίας του Netflix, που επιστρέφει σε δύο μέρη (το πρώτο στις 3 και το δεύτερο στις 24 Ιουλίου), ο κόσμος του ονείρου και του εφιάλτη ανοίγει ξανά, και εκείνη επιστρέφει σε έναν ρόλο που την έχει σημαδέψει.
Στην τηλεοπτική μεταφορά της πολυβραβευμένης σειράς κόμικς που δημιούργησε ο Βρετανός συγγραφέας Νιλ Γκέιμαν, η Ελληνοκαναδή ηθοποιός υποδύεται τη μούσα της ποίησης και πρώην σύζυγο του Μορφέα, Καλλιόπη. Η ιστορία επικεντρώνεται στον Μορφέα, τον Βασιλιά των Ονείρων, ο οποίος φυλακίζεται από έναν μάγο για έναν ολόκληρο αιώνα. Καθώς το βασίλειό του –γεμάτο από μυθικά πλάσματα, θεούς, δαίμονες αλλά και ανθρώπους– καταρρέει, ο Μορφέας (Τομ Στάριτζ) καλείται να βρει τρόπο να δραπετεύσει, να σώσει την ανθρωπότητα και, πάνω απ’ όλα, να σώσει τον ίδιο του τον εαυτό.
Η Μάχουτ ήταν παρούσα στα γυρίσματα και των δύο σεζόν, μια εμπειρία που, όπως λέει, ήταν διαφορετική κάθε φορά. «Η πρώτη γυρίστηκε στην αρχή του δεύτερου lockdown, εν μέσω της πανδημίας και η δεύτερη λίγο πριν τις απεργίες των σωματείων σεναριογράφων και ηθοποιών στην Αμερική που ουσιαστικά έκοψαν τα γυρίσματα στη μέση», λέει στην «Κ» τονίζοντας ότι διάβαζε τα βιβλία του Γκέιμαν φανατικά από πολύ μικρή ηλικία. «Οταν μου ανακοίνωσαν ότι πήρα τον ρόλο και ότι θα είμαι και εγώ κομμάτι αυτού του κόσμου, μου φαινόταν σαν όνειρο. Δεν μπορούσα να το πιστέψω».
Τα μέτρα ασφαλείας κατά τη δημιουργία του πρώτου κύκλου επεισοδίων στα τέλη του 2020, ήταν αυστηρά: λίγοι άνθρωποι στο πλατό, απομόνωση και μια αίσθηση απόστασης. «Κατά κάποιο τρόπο, δεν έμοιαζε αληθινό. Ναι, ήταν υπέροχα και μαγικά αλλά όταν δεν είναι συλλογική η εμπειρία, δεν είναι το ίδιο», θυμάται η ηθοποιός που γεννήθηκε στον Καναδά από Ελληνίδα μητέρα και Καναδό πατέρα. Αντίθετα, στη δεύτερη σεζόν, βρέθηκαν ξανά όλοι μαζί. «Γνώρισα ανθρώπους που δεν είχα την ευκαιρία να γνωρίσω την πρώτη φορά, η εμπειρία “κούμπωσε”. Μετά τις απεργίες, που η παραγωγή συνεχίστηκε, ήμασταν πλέον σαν μια δεμένη οικογένεια».

Η Μελισσάνθη Μάχουτ, που έχει εμφανιστεί σε διεθνείς παραγωγές όπως ο «Διαγωνισμός τραγουδιού Eurovision: Η ιστορία των Fire Saga» (2020) και το «Meg 2: Η τάφρος» (2023), αλλά και ελληνικές σειρές όπως το «Ετερος Εγώ» (2019), το «Καρτ Ποστάλ» (2021) ενώ έχει δανείσει τη φωνή της στην Κασσάνδρα των διάσημων βιντεοπαιχνιδιών «Assassin’s Creed», αγαπούσε τις ιστορίες από παιδί. «Ισως τις προτιμούσα από την ανθρώπινη διάδραση και με κάθε ευκαιρία βυθιζόμουν σε άλλο κόσμο, είτε αυτός προέκυπτε από ένα βιβλίο είτε από ταινία», λέει.
Η ίδια μιλά για τις πρώτες επιρροές που δέχτηκε σε μικρή ηλικία στην Πελοπόννησο όπου μεγάλωσε και που διαμόρφωσαν τα δικά της γούστα αργότερα. «Ημουν πολύ τυχερή. Η γκάμα καλλιτεχνών και ειδών τέχνης στην οποία ήμουν εκτεθειμένη στο περιβάλλον που έφτιαξαν οι δικοί μου, ήταν πάντα πλούσια και εμπλουτιζόταν συχνά. Στο σπίτι, είχαμε πάντα βινύλια, ανταλλάσσαμε βιβλία, οι ταινίες ήταν πάντα παρούσες, ακόμα και μεσοβδόμαδα και μέχρι αργά το βράδυ και ας είχα σχολεία την επομένη».
Από μικρή, οι γονείς της φρόντισαν να τη μυήσουν στον κόσμο του Λέοναρντ Κόεν, της Μαριάν Φέιθφουλ, του Ζακ Μπρελ, του Τζ. Ρ. Ρ. Τόλκιν, του Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ, του Μάρλον Μπράντο, του Αλφρεντ Χίτσκοκ και του Φρεντ Ασταίρ. Πιο μετά, προστέθηκε και η ροκ μουσική. «Θαύμαζα πάντα τους καλλιτέχνες που μοιράζονταν άφοβα τον χαρακτήρα τους μέσω της τέχνης. Δεν με εντυπωσίαζε τόσο μια όμορφη φωνή ή ένα γοητευτικό πρόσωπο όσο με εντυπωσίαζε μια θαρραλέα ή αφοπλιστικά ευάλωτη δήλωση. Ο Κόεν, για παράδειγμα, παραμένει για μένα ο πιο συγκινητικός και βίαια ειλικρινής καλλιτέχνης της εποχής του (και ίσως πέρα και από αυτήν)».

Καριέρα στην υποκριτική
Εδωσε Πανελλαδικές εξετάσεις, συμπλήρωσε το μηχανογραφικό και, όσο περίμενε τα αποτελέσματα, ένα βράδυ βρέθηκε σε θερινό σινεμά να παρακολουθεί μια νουάρ ταινία. «Εκεί, λοιπόν, σκέφτηκα –για πεντακοσιοστή φορά– πόσο ωραίο θα ήταν να μπορούσα και εγώ, με κάποιο τρόπο, να μεταφέρομαι και να κατοικώ σε άλλους κόσμους. Να ζω ως άλλος χαρακτήρας για λίγο· να κρατάω ένα σπαθί ή να έχω ένα διαμέρισμα στο Μπρούκλιν του ’40 και μπούκλες στα μαλλιά». Και ξαφνικά, αναρωτήθηκε: γιατί όχι; «Την επόμενη κιόλας ημέρα, άρχισα να ψάχνω για σχολές», εξηγεί.
Αρχικά φοίτησε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και στη συνέχεια συνέχισε τις σπουδές της στο Λονδίνο, στη Σχολή Θεάτρου. Ξεκίνησε την πορεία της σε θεατρικές παραστάσεις, τηλεοπτικές σειρές, ταινίες μικρού μήκους και τη συμμετοχή στην ταινία «Νοτιάς» (2016) του Τάσου Μπουλμέτη. Το 2017 μπήκε στον γοητευτικό κόσμο του «Assassin’s Creed» και έναν χρόνο αργότερα ανέλαβε τον ρόλο της Κασσάνδρας — ενός χαρακτήρα που την έκανε ευρέως γνωστή σε διεθνές κοινό και που της χάρισε ένα διαφορετικό είδος αναγνωρισιμότητας, χωρίς την «άγρια» έκθεση που μπορεί να δώσουν άλλα μέσα.
Η Κασσάνδρα και τα βιντεοπαιχνίδια
«Σε ένα τέτοιο πρότζεκτ, ο παίκτης αφιερώνει κάτι ανάμεσα σε 100 και 400 ώρες συντροφιά με τον χαρακτήρα που επιλέγει για να παίξει. Επρεπε, λοιπόν, η Κασσάνδρα να είναι ένας χαρακτήρας που όχι μόνο να μην τον κουράσει, αλλά και να τον συναρπάσει, να τον συγκινήσει, και ίσως να τον εμπνεύσει», λέει η Μάχουτ που μοιράζει την καθημερινότητά της μεταξύ Αθήνας και Λονδίνου. Ηταν η πρώτη φορά που στο συγκεκριμένο franchise μια γυναίκα αναλάμβανε επίσημα τον ρόλο της Assassin. «Ενιωθα τεράστια ευθύνη να είμαι πιστή στην παράδοση και την ιστορία του παιχνιδιού (lore), αλλά και στην προσωπική μου ανάγκη να μην κάνω εκπτώσεις στο είδος της ηρωίδας που ήθελα να παρουσιάσω. Ηθελα να σμιλέψω έναν χαρακτήρα που να στέκεται ισάξια –με όρους στερεοτυπικής ηρωικής ισχύος– δίπλα στους προηγούμενους πρωταγωνιστές του παιχνιδιού, αλλά ταυτόχρονα να έχει και μια πιο τρωτή, ευάλωτη, άρα και πιο ανθρώπινη πλευρά». Σύμφωνα με την ηθοποιό, στη δημιουργία της Κασσάνδρας μπήκε σίγουρα ένα κομμάτι του δικού της χαρακτήρα και ένα μείγμα από χαρακτηριστικά γυναικών που αποτέλεσαν μεγάλη πηγή έμπνευσης στη ζωή της.
Ο κινηματογράφος είναι αδιαμφισβήτητα η πρώτη μου αγάπη και τα games η δεύτερη. Ισως επειδή νιώθω ότι ξέρω τον χώρο του κινηματογράφου καλύτερα, ότι μιλάει στο πιο nerd κομμάτι του εαυτού μου, έχω και μεγαλύτερη άνεση να κινούμαι εκεί.
Η κοινότητα των βιντεοπαιχνιδιών την «αγκάλιασε» από την πρώτη στιγμή, κάτι που η ίδια δεν θεωρεί δεδομένο και αντιμετωπίζει με μεγάλη ευγνωμοσύνη. Την ίδια στιγμή, και ο χώρος του κινηματογράφου φαίνεται να αναγνωρίζει και να εκτιμά τη δουλειά της. «Ο κινηματογράφος είναι αδιαμφισβήτητα η πρώτη μου αγάπη και τα games η δεύτερη. Ισως επειδή νιώθω ότι ξέρω τον χώρο του κινηματογράφου καλύτερα, ότι μιλάει στο πιο nerd κομμάτι του εαυτού μου, έχω και μεγαλύτερη άνεση να κινούμαι εκεί», εξηγεί. Στα βιντεοπαιχνίδια, «ακόμα εξερευνώ τους κανόνες».

Πίσω από τις κάμερες
Η συζήτησή μας στρέφεται στη στιγμή εκείνη της καριέρας της που θεωρεί καθοριστική. Η ίδια, όμως, δυσκολεύεται να ξεχωρίσει μία και μόνο. «Τελικά ίσως να διάλεγα τις στιγμές “αποτυχίας”, όταν τα πράγματα δεν πήγαν όπως περίμενα και έπρεπε να αλλάξω τρόπο σκέψης, συμπεριφορά ή προσέγγιση».
Η Μάχουτ ταξιδεύει συχνά λόγω της συμμετοχής της σε διεθνείς παραγωγές και, όπως λέει, αν μπορούσε να ζει σε περισσότερες χώρες — όχι απαραίτητα για επαγγελματικούς λόγους— θα το έκανε με χαρά. «Ανακαλύπτω ένα καινούργιο κομμάτι του εαυτού μου. Με βοηθά να μην επαναπαύομαι και να θυμάμαι ότι δεν υπάρχει μόνο ένας σωστός τρόπος να γίνει κάτι».

Οσο για τα επόμενα βήματά της, αποκαλύπτει πως αυτή τη χρονιά πήρε την απόφαση να βγει από τη ζώνη ασφαλείας της. «Πέρα από κάποια πρότζεκτ για τα οποία δεν μπορώ να μιλήσω ακόμα, φέτος αποφάσισα επιτέλους να σκηνοθετήσω. Θα ξεκινήσω με μια ταινία μικρού μήκους». Πρόκειται για κάτι που επιθυμούσε να κάνει εδώ και πολλά χρόνια αλλά δεν τολμούσε. Εγραψε, επίσης και δύο ταινίες μεγάλου μήκους, μια εκ των οποίων βρίσκεται σε πρώιμα στάδια παραγωγής. Σε λίγο καιρό κυκλοφορεί και η νέα ταινία της Εύης Καλογεροπούλου, «Gorgona» στην οποία συμμετέχει. «Μέχρι τότε όμως, μετράω ανάποδα μέχρι τις 3 Ιουλίου που θα ξαναδώ την οικογένεια των Endless στο σύμπαν του Sandman».
