Εγραψε για πρώτη φορά στο διαβατήριό του «Επαγγελμα: Συγγραφέας» πριν από σαράντα χρόνια. Αλλά ο Πάκο Ιγκνάσιο Τάιμπο ΙΙ δεν αρκέστηκε σε αυτό. Μυθιστοριογράφος, δημοσιογράφος, ιστορικός και θεμελιωτής του νέου λατινοαμερικανικού αστυνομικού μυθιστορήματος, έχει συγγράψει πέραν των μυθιστορημάτων, συλλογές διηγημάτων, ιστορικές μελέτες, ρεπορτάζ και χρονικά. Είναι επίσης ένας από τους ιδρυτές της πολιτιστικής πρωτοβουλίας για την προώθηση της ανάγνωσης και της διάδοσης της ιστορίας του Μεξικού, «Ταξιαρχία για την ελευθερία της ανάγνωσης» (Brigada Para Leer en Libertad, AC), και διευθύνει από το 2018 τον εκδοτικό οργανισμό Fondo de Cultura Economica.
Ερχεται στο ραντεβού μας κάθιδρος. Διαλέγει ένα τραπέζι στην ταράτσα του ξενοδοχείου παρά τη μεσημεριανή ζέστη. Είναι μανιώδης καπνιστής. Παραγγέλνει μια κόκα κόλα και βγάζει τα παγάκια από το ποτήρι για να μην αραιώσει. «Χρειάζομαι την καφεΐνη», εξηγεί. «Δεν πίνω καφέ, δεν πίνω αλκοόλ, δεν πιστεύω στον Θεό και έχω μια σύζυγο εδώ και 50 χρόνια. Είμαι ένας παράξενος Μεξικανός», εξηγεί, χρησιμοποιώντας και στον προφορικό λόγο τον πολύ δικό του τρόπο γραφής· μια υψηλής ποιότητας μείξη χιούμορ, τρυφερότητας, πολυμάθειας και μεξικανικής κουλτούρας.
Μέχρι να συναντηθούμε για τη συνέντευξη που παραχώρησε στην «Κ», είχε ήδη κλείσει με τον ελληνικό εκδοτικό του οίκο, την «Αγρα», μια συμφωνία για την κυκλοφορία τεσσάρων νέων τίτλων στα ελληνικά, οι οποίοι θα προστεθούν στους υπάρχοντες δεκατρείς. Με την Ελλάδα έχει μια ιδιαίτερη σχέση: Η χώρα μας είναι τρίτη στον κόσμο, μετά το Μεξικό και τη Γαλλία, με τις υψηλότερες πωλήσεις στα βιβλία του.

Και μόνον η ιστορία της ζωής του Τάιμπο πριν από τα πενήντα μυθιστορήματά του και τα πολλά βραβεία είναι αξιομνημόνευτη, ένα χρονικό για την πολιτική μοίρα της Ευρώπης και της Λατινικής Αμερικής μέσα στον 20ό αιώνα. Η πατρική οικογένεια ρίζωσε κατ’ αρχάς στη Γαλικία, καταγόμενη από Τσέχους υαλουργούς που εργάστηκαν σε ισπανικά εργοστάσια. Το επώνυμό του είναι σπάνιο στην Ισπανία. Εντέλει κατέληξαν στην Αστούριας, όπου μεγάλωσε κι εκείνος. Το 1958 μετανάστευσαν οικογενειακώς στο Μεξικό λόγω της δικτατορίας του Φράνκο. «Είμαι Μεξικανός συγγραφέας γεννημένος στην Ισπανία», δηλώνει για τον εαυτό του, απαντώντας στην ερώτηση αν νιώθει Ισπανός ή Μεξικανός.
Ο θείος και ο πατέρας του ήταν δημοσιογράφοι και συγγραφείς. Από πολύ μικρός ήξερε ότι ήθελε κι εκείνος να γίνει συγγραφέας, και δεν σταμάτησε να γράφει από τα δεκατρία του χρόνια, αφού ήδη ως έφηβος είχε ανακαλύψει το αμερικανικό νουάρ. Ηθελε να δυναμιτίσει το είδος και να το φέρει πιο κοντά στα προβλήματα της Λατινικής Αμερικής. Κατήργησε τις δεδομένες αφηγηματικές συμβάσεις και προσέθεσε έντονα ιστορικά, πολιτικά και κοινωνικά στοιχεία. «Η αστυνομική λογοτεχνία έχει μια ισχυρή προσέγγιση στην καθημερινή ζωή», λέει. «Αλλά στη σκοτεινή πλευρά της, στους φόβους της κοινωνίας».
Γνωρίζοντας ότι η Πόλη του Μεξικού τον έχει τροφοδοτήσει με πλούσιο συγγραφικό υλικό, συζητάμε εάν εξακολουθεί να την περπατά συλλέγοντας ιδέες. «Πάντα υπάρχει έμπνευση στους δρόμους», απαντά. «Η πόλη για την οποία γράφεις, είναι κάτι που αλλάζει συνεχώς. Αυτή που ανακάλυψες σήμερα δεν είναι η ίδια που είδες χθες και συνεχίζοντας θα ανακαλύψεις επίσης ότι εξελίσσεται διαφορετικά σε σχέση με το πού ήθελες εσύ να την οδηγήσεις».
Τον ρωτάμε πώς επιλέγει, από όλες αυτές τις αμέτρητες ιστορίες, ποια αξίζει να γίνει το θέμα του επόμενου μυθιστορήματός του. «Δεν επιλέγω εγώ», μας λέει. «Θυμάμαι ότι πριν από τρία ή τέσσερα χρόνια είχα ξεκινήσει 14 πρότζεκτ ταυτόχρονα: τρία μυθιστορήματα, ένα βιβλίο διηγημάτων, ένα ιστορικό βιβλίο, ένα βιβλίο αφηγηματικής ιστορίας κ.λπ. Ξαφνικά ένα από αυτά τα σχέδια είπε “είσαι δικός μου”. Μετά συμπεριφέρομαι σαν να ανήκω σε αυτό. Δεν μου ανήκει, εγώ ανήκω στην ιστορία που γράφω. Γράφω, γράφω, γράφω και κάποια στιγμή τελειώνω. Και τότε αναζητώ την επόμενη ιδέα κοιτάζοντας τι υπάρχει μέσα στη μεγάλη ντουλάπα της ζωής μου».
Η αστυνομική λογοτεχνία έχει μια ισχυρή προσέγγιση στην καθημερινή ζωή. Αλλά στη σκοτεινή πλευρά της, στους φόβους της κοινωνίας.
– Και πώς αποφασίζετε πού θα στραφεί η πλοκή, πώς πλέκετε το μυστήριο;
– Ο αναγνώστης αποφασίζει. Δεν μπορείς να του επιτρέψεις να αποκτήσει τον έλεγχο του βιβλίου. Εκεί που νομίζει ότι ξέρει τι θα συμβεί, αλλάζεις το μείγμα. Τι θα συμβεί στο τέλος; Ούτε εγώ ξέρω. Αρχίζω τη σύνθεση με κομμάτια ενός χαρακτήρα, με ανέκδοτα, ένα τοπίο, μια σύντομη αφήγηση, ένα περιστατικό χωρίς να ξέρω πού θα καταλήξει. Αν ήξερα πώς θα τελείωνε ένα μυθιστόρημα, γιατί να το γράψω;
– Ισως επειδή θέλετε να μας πείτε την ιστορία;
– Οχι. Το γράφω επειδή θέλω να μάθω τι συνέβη.
– Πώς βιώνει η χώρα σας την πολιτική Τραμπ, τις μαζικές απελάσεις, την απειλή της επιβολής δυσβάσταχτης φορολογίας για τις εισαγωγές μεξικανικών προϊόντων στις ΗΠΑ;
– Ο Ντόναλντ Τραμπ είναι φασίστας του 19ου αιώνα, δεν καταλαβαίνει καν τον καπιταλισμό. Δεν καταλαβαίνει ότι κανείς Αμερικανός δεν θα γίνει εργάτης γης για 4 δολάρια την ημέρα, όσα παίρνει ένας Μεξικανός μετανάστης τον οποίο διώχνει. Δεν καταλαβαίνει ότι οι μεγάλες βιομηχανίες που επιδιώκει να επιστρέψουν στις ΗΠΑ προτιμούν να παραμείνουν στο Μεξικό, γιατί το κόστος τους είναι μικρότερο. Δεν καταλαβαίνει πως αν φορολογήσει την εισαγωγή μεξικανικής ντομάτας στις ΗΠΑ με 25%, όσο λέει δηλαδή, θα διαφωνήσουν πρώτες οι αμερικανικές εταιρείες: πώς θα παράγουν την κέτσαπ για τα χάμπουργκερ, πώς θα φτιάξουν φαγητό τα McDonald’s;
– Ενα αστυνομικό μυθιστόρημα θα μπορούσε να περιγράψει όλη αυτή την τρέλα;
– Ισως, αλλά δεν είναι εύκολο. Πρέπει να συνδυάσεις πολλά διαφορετικά πράγματα για να έχει ενδιαφέρον η πλοκή. Πάντως, σκέφτομαι ότι ο συγγραφέας θα έπρεπε να μπει στο μυαλό κάποιου που εργάζεται για τον ICE (Immigration and Customs Enforcement). Ας πούμε, πόσα χρήματα θα ήθελε για να πάει κόντρα στην κοινότητά του; Αυτή είναι μια καλή ερώτηση για αρχή.

