Χρειάστηκαν κάποιες εβδομάδες για να μπορέσουμε να κανονίσουμε αυτήν την εξ αποστάσεως συνομιλία με τον Ντάνιελ Ζίμπλατ. Ο καθηγητής Διακυβέρνησης του Χάρβαρντ και συγγραφέας (μαζί με τον Στίβεν Λεβίτσκι) του πολυδιαβασμένου και προφητικού «How Democracies Die» (2018) ήταν ούτως ή άλλως πολύ απασχολημένος με την καταγραφή της ραγδαίας διολίσθησης της χώρας του σε καθεστώς αυταρχισμού. Μετά, το πανεπιστήμιο όπου διδάσκει έγινε ο άτυπος ηγέτης της αντίστασης στο εκκολαπτόμενο καθεστώς Τραμπ – και «αυτό έχει επιφέρει ένα κόστος», όπως λέει στην αρχή της κουβέντας.
Το «σύνορο»
Ο Ζίμπλατ (μαζί με τον Λεβίτσκι και τον Λούκαν Γέι) έγραψε ένα δοκίμιο στις αρχές Μαΐου στους New York Times επιχειρώντας να ορίσει πότε ένα σύστημα διακυβέρνησης μεταβαίνει από τη δημοκρατία στον αυταρχισμό. Οι αρθρογράφοι πρότειναν ως κριτήριο αυτό ακριβώς – το κόστος που επιφέρει η αντιπολίτευση στην κυβέρνηση. Βάσει αυτού ισχυρίζονται ότι οι ΗΠΑ έχουν ήδη διαβεί το σύνορο προς την αυταρχική διακυβέρνηση. Πόσο στεγανό είναι όμως αυτό το σύνορο;
«Ενα από τα πράγματα που μάθαμε μελετώντας την εξέλιξη των δημοκρατιών σε όλο τον κόσμο είναι ότι μπορεί να υπάρχει ένας ηγέτης με αυταρχικές φιλοδοξίες, που επιθυμεί να εγκαθιδρύσει ένα νέο καθεστώς – και οι πολίτες μπορεί να αλλάξουν τη συμπεριφορά τους ως αντίδραση σε αυτό», λέει στην «Κ». «Αλλά αυτό είναι κάτι που πάντα είναι αναστρέψιμο. Το πραγματικό –και ανοιχτό– ερώτημα, λοιπόν, είναι: Θα ριζώσει αυτό το καθεστώς; Θα αντέξει;».
Αυτό κάνει λοιπόν ο Τραμπ; Προσπαθεί να εγκαθιδρύσει ένα νέο καθεστώς; «Ετσι θεωρώ. Ισως όχι σκόπιμα, αλλά αυτό είναι το αποτέλεσμα. Κάποια στελέχη της κυβέρνησης πιστεύω ότι έχουν αυτόν τον στόχο». Μια πτυχή είναι η απόπειρα παράκαμψης της φυσιολογικής νομοθετικής διαδικασίας, εξηγεί, με τη βροχή εκτελεστικών διαταγμάτων («τον υψηλότερο αριθμό από την κυβέρνηση του Φραγκλίνου Ρούζβελτ»), παρά το γεγονός ότι οι Ρεπουμπλικανοί ελέγχουν επίσης τη Βουλή των Αντιπροσώπων και τη Γερουσία, ενώ υπάρχει και συντηρητική πλειοψηφία στο Ανώτατο Δικαστήριο. Η άλλη κρίσιμη πτυχή, σύμφωνα με τον Ζίμπλατ, αφορά την ελευθερία του λόγου και την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι. «Για άτομα που διαμένουν στις ΗΠΑ, αλλά δεν είναι πολίτες, τα δικαιώματα που συνδέονται με αυτές τις ελευθερίες έχουν περιοριστεί. Αυτή είναι μια πολύ σημαντική αλλαγή».
Τα προηγούμενα
Υπήρξε ποτέ στην Ιστορία της Αμερικής μια εξίσου ολομέτωπη επίθεση κατά της δημοκρατικής διακυβέρνησης; «Υπάρχει μια μακρά καταγραφή αυταρχικών επεισοδίων στην αμερικανική Ιστορία. Δεν χρειάζεται καν να ανατρέξουμε στον 19ο αιώνα· αρκεί να θυμηθούμε τις διώξεις και απελάσεις σοσιαλιστών επί ημερών γενικού εισαγγελέα Πάλμερ τη δεκαετία του 1920, τον Μακαρθισμό, το καθεστώς Τζιμ Κρόου στον Νότο. Και φυσικά τον Ρίτσαρντ Νίξον, με τις παρακολουθήσεις πολιτικών αντιπάλων. Αυτό που είναι διαφορετικό σήμερα είναι το εύρος της επίθεσης, που περιλαμβάνει ως στόχους εδραιωμένους θεσμούς του αμερικανικού κατεστημένου».
«Αυτό που με εξέπληξε περισσότερο είναι η ταχύτητα με την οποία έγιναν όλα – αν και δεν θα έπρεπε να μας εκπλήσσει, γιατί είχε παρουσιασθεί στο Project 2025 [το εγχειρίδιο διακυβέρνησης του Heritage Foundation για τη νέα θητεία Τραμπ]», συνεχίζει ο Ζίμπλατ. «Αλλά η ταχύτητα με την οποία γίνεται αυτό σε ένα εξαιρετικά αποκεντρωμένο, μεγάλο κράτος –πολύ πιο γρήγορα, π.χ., από ό,τι στην Ουγγαρία μετά την επιστροφή του Βίκτορ Ορμπαν στην εξουσία– είναι αξιοσημείωτη».
Σπίθες αντίστασης
Στο άρθρο που συνυπέγραψε ο Ζίμπλατ στους New York Times, η αντίδραση της αμερικανικής κοινωνίας στην αυταρχική στροφή του Τραμπ χαρακτηρίζεται χλιαρή σε ανησυχητικό βαθμό. Μετά το αρχικό μούδιασμα, όμως, και τις προβεβλημένες περιπτώσεις πρόωρης συνθηκολόγησης (Columbia, η δικηγορική εταιρεία Paul Weiss), δεν έχει αρχίσει να αναδύεται μια νέα βούληση για αντίσταση;
«Ναι, έτσι νομίζω. Οι ΗΠΑ ξεχωρίζουν μεταξύ των χωρών στις οποίες έχουν δοκιμαστεί οι δημοκρατικοί τους θεσμοί για την ασυνήθιστα ισχυρή κοινωνία των πολιτών τους, για τους πόρους και την επιρροή των επιχειρήσεών τους, των ΜΜΕ, των πανεπιστημίων. Μπορούν να αντιδράσουν αποτελεσματικά σε αυτό που συμβαίνει – αν το επιλέξουν. Αυτό που ήταν αξιοσημείωτο κατά τη διάρκεια των πρώτων δύο μηνών [της νέας θητείας Τραμπ] ήταν ο βαθμός στον οποίο άτομα και οργανισμοί επέλεξαν να συμβιβαστούν ώστε να μείνουν μακριά από τα πρωτοσέλιδα – ένα είδος ατομικού κατευνασμού. Πρόκειται για ένα κλασικό πρόβλημα συλλογικής δράσης: ατομικά, πολλοί ηγέτες επέλεξαν να κάνουν συμφωνίες με την κυβέρνηση για να προστατεύσουν τα συμφέροντα των δικών τους οργανισμών. Συλλογικά, το αποτέλεσμα ήταν να διευκολυνθεί η εκστρατεία υπονόμευσης βασικών θεσμικών αντιβάρων».
Ο Ζίμπλατ επαναλαμβάνει στην κουβέντα μας την αναφορά του άρθρου στη ρήση του Ουίνστον Τσώρτσιλ για τον κατευνασμό, στην οποία τον παρομοίασε με την πρακτική να ταΐζει κάποιος έναν κροκόδειλο, ελπίζοντας να τον φάει τελευταίο. «Τα εφόδια υπάρχουν για να αναχαιτισθεί η επίθεση του Τραμπ. Αλλά αυτό δεν αποτελεί εγγύηση ότι θα χρησιμοποιηθούν». «Αλλά έχετε δίκιο ότι υπάρχουν σημάδια ενός είδους κινητοποίησης, από εταιρείες, πανεπιστήμια κ.ο.κ.», προσθέτει. «Αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό: αν οι μεγάλοι οργανισμοί, που έχουν πολλούς πόρους στη διάθεσή τους, δεν τολμούν να αντισταθούν, θα στείλουν σήμα ηττοπάθειας στους απλούς πολίτες. Αν όμως υψώσουν το ανάστημά τους, αυτό θα στείλει ένα μήνυμα ενδυνάμωσης στην κοινωνία και θα συμβάλει στο ξεφούσκωμα του μύθου της πανίσχυρης αυταρχικής εξουσίας».
Λάθος εκτίμηση – Το θεμελιώδες πρόβλημα ήταν ότι το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα πίστευε πως θα μπορούσε να αναρριχηθεί στην εξουσία καβαλώντας πάνω στη δημοτικότητα του Τραμπ και ότι μετά θα μπορούσε να τον ελέγξει.
Η σημασία της μνήμης
Γιατί, παρά τη φιλελεύθερη παράδοσή τους και την ανοσία τους, ιστορικά, στους δημαγωγούς, αποδείχθηκαν οι ΗΠΑ τόσο ευάλωτες στον αυταρχικό λαϊκισμό; Ο Αμερικανός πολιτικός επιστήμονας αναφέρεται στην εμπειρία της χρηματοπιστωτικής κρίσης, στην αποσταθεροποίηση που προκάλεσε η πανδημία – αλλά υπογραμμίζει κάτι άλλο: «Δεν έχουμε εστιάσει την προσοχή μας αρκετά στον ρόλο της πολιτικής της μνήμης. Σε αντίθεση με άλλες δημοκρατίες, όπως η Ελλάδα, η Ισπανία, η Πορτογαλία ή, λίγο παλαιότερα, η Γερμανία, στις ΗΠΑ δεν έχουμε πρόσφατη εμπειρία αυταρχικής διακυβέρνησης».
Η σταθερότητα της αμερικανικής συνταγματικής τάξης που έχει αντέξει περισσότερα από 200 χρόνια, δημιούργησε μια αίσθηση εφησυχασμού, εκτιμά ο Ζίμπλατ. «Υπάρχει ένα είδος αυτο-εικόνας του αήττητου, που οδηγεί σε μια απερίσκεπτη αδιαφορία για το πόσο εύθραυστη είναι οποιαδήποτε δημοκρατική συνταγματική τάξη». Το αυταρχικό καθεστώς διακρίσεων στον Νότο, που το βίωσαν άνθρωποι που είναι ακόμη εν ζωή, δεν επηρέασε τη συλλογική μνήμη επαρκώς, εξηγεί, εν μέρει γιατί το υπέστη μόνο ένα μέρος του πληθυσμού.
Αποτυχία του κόμματος
Στο Watergate, οι Ρεπουμπλικανοί νομοθέτες ήταν αυτοί που υποχρέωσαν τον Νίξον σε παραίτηση. Πόσο κρίσιμος είναι ο ρόλος των σημερινών Ρεπουμπλικανών, και της απροθυμίας τους να περιορίσουν έστω και ελάχιστα τον Τραμπ, στην υποχώρηση της δημοκρατίας;
«Απολύτως κεντρικός. Για το μεγαλύτερο μέρος της αμερικανικής Ιστορίας, τα κόμματα κράτησαν τους δημαγωγούς μακριά από την εξουσία». Η ειρωνεία, όπως εξηγεί, είναι ότι αυτό το τείχος προστασίας άρχισε να γκρεμίζεται εξαιτίας της μεταρρύθμισης του τρόπου επιλογής των προεδρικών υποψηφίων τη δεκαετία του 1970, με το κέντρο βάρος να μετατοπίζεται στις προκριματικές εκλογές.
«Ηταν ένα πιο δημοκρατικό σύστημα, σε σύγκριση με τις διεργασίες των κορυφαίων στελεχών στα συνέδρια των κομμάτων που, έως τότε, είχαν τον πρώτο λόγο και έθεταν βέτο σε υποψηφίους οι οποίοι θεωρούνταν για διάφορους λόγους ακατάλληλοι. Αλλά παράλληλα διευκόλυνε την ανάδυση ενός υποψηφίου σαν τον Τραμπ, καθώς ολοένα και περισσότεροι αντισυστημικοί υποψήφιοι εισήλθαν με αξιώσεις στην αρένα, ο καθένας με τον δικό του δισεκατομμυριούχο υποστηρικτή».
Η συζήτηση στρέφεται σε ακροδεξιές μορφές όπως ο Χένρι Φορντ και ο αεροπόρος Τσαρλς Λίντμπεργκ, που στο μυθιστόρημα «The Plot Against America» του Φίλιπ Ροθ, μια εναλλακτική ιστορία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, γίνεται πρόεδρος και υπογράφει σύμφωνο μη επίθεσης με τους ναζί. «Η πραγματικότητα είναι ότι ο Λίντμπεργκ δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει πρόεδρος, γιατί η ηγεσία του κόμματος δεν θα το επέτρεπε», παρατηρεί ο Ζίμπλατ.
Παγκόσμιες επιπτώσεις – Η δημοκρατική οπισθοδρόμηση σε μια μικρή χώρα συνιστά αναμφίβολα μια τραγωδία για τον λαό της. Στην περίπτωση των ΗΠΑ, με το οικονομικό και το γεωπολιτικό τους μέγεθος, οι επιπτώσεις θα είναι παγκόσμιας κλίμακας.
«Το θεμελιώδες πρόβλημα ήταν ότι το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα πίστευε πως θα μπορούσε να αναρριχηθεί στην εξουσία καβαλώντας πάνω στη δημοτικότητα του Τραμπ και ότι μετά θα μπορούσε να τον ελέγξει», σημειώνει ο καθηγητής του Χάρβαρντ. «Είναι μια πολύ ριψοκίνδυνη προσέγγιση: συχνά στην Ιστορία έχουμε δει να αντιστρέφεται η κατάσταση και να ελέγχει ο δημαγωγός το κόμμα, όχι το κόμμα τον δημαγωγό».
Το ορόσημο του 2026
Κοιτάζοντας προς το μέλλον, τον ρώτησα πόσο αισιόδοξος είναι ότι οι ενδιάμεσες εκλογές του Νοεμβρίου του 2026 θα είναι ελεύθερες και δίκαιες. «Είμαι αρκετά αισιόδοξος. Θα διεξαγάγουμε ελεύθερες και δίκαιες εκλογές – και θα είναι καθοριστικές». Ανησυχεί, βέβαια, μεταξύ άλλων «όπως πάντα για την πολιτική βία, αλλά και για τις προσπάθειες εκφοβισμού των ψηφοφόρων. Δεν πρόκειται να είναι μια εύκολη διαδικασία, αλλά είναι κρίσιμη, επειδή αυτός –η κάλπη– είναι ο κύριος τρόπος επικράτησης επί του εκλογικού αυταρχισμού».
Πόσο ζωτικής σημασίας είναι η έκβαση αυτού του αγώνα για τη δημοκρατία στις ΗΠΑ, για τη δημοκρατία στον υπόλοιπο κόσμο; «Είναι πολύ σημαντική. Η δημοκρατική οπισθοδρόμηση σε μια μικρή χώρα συνιστά αναμφίβολα μια τραγωδία για τον λαό της, αλλά ο παγκόσμιος απόηχός της είναι συχνά αρκετά περιορισμένος». Στην περίπτωση των ΗΠΑ, με το οικονομικό και το γεωπολιτικό τους μέγεθος, οι επιπτώσεις θα είναι παγκόσμιας κλίμακας, λέει.
Δίνει, συγκεκριμένα, το παράδειγμα του ΝΑΤΟ: ένα αυταρχικό αμερικανικό καθεστώς θα παραμείνει δεσμευμένο στη Συμμαχία; «Αυτό που συμβαίνει στην εσωτερική μας πολιτική έχει συνέπειες για την ασφάλεια. Και θα έχει συνέπειες στις σχέσεις μας με τους συμμάχους μας. Οι Αμερικανοί θεωρούν δεδομένη την ευκολία με την οποία ταξιδεύουν στην Ευρώπη· αυτό μπορεί να αλλάξει αν η κλονιστεί η Συμμαχία. Το έχουμε δει ήδη στο διεθνές εμπόριο. Οικονομικά και γεωπολιτικά, οι συνέπειες της δημοκρατικής παρακμής στις ΗΠΑ είχαν ήδη αρχίσει να γίνονται αισθητές. Και αν [η δημοκρατική διολίσθηση] επιδεινωθεί, οι συνέπειες θα είναι ακόμη μεγαλύτερες».

