Oλα ξεκίνησαν όταν ο δρ Χρήστος Τσιρογιάννης, αρχαιολόγος, με ειδικότητα στην έρευνα των διεθνών κυκλωμάτων αρχαιοκαπηλίας, ο «ντετέκτιβ» των κλεμμένων αρχαιοτήτων, όπως τον αποκαλούν, εργαζόταν ως ερευνητής στο Πανεπιστήμιο του Αμστερνταμ και τον προσέγγισε ο Τέο Τοεμπόχ, Ολλανδός δημοσιογράφος. Του εκμυστηρεύτηκε πως είχε δει κάποιους καταλόγους από γκαλερί που εξέθεταν ύποπτης προέλευσης αρχαιότητες, στην πρόσφατη έκθεση Tefaf Maastricht, μια από τις σημαντικότερες εκθέσεις έργων τέχνης στον κόσμο. Οι δυο άντρες άλλωστε δεν ήταν άγνωστοι μεταξύ τους, καθώς είχαν ξανασυνεργαστεί στο παρελθόν και σε άλλες υποθέσεις αρχαιοκαπηλίας που είχαν δει το φως της δημοσιότητας.
«Ο παλιός αυτός φίλος μου έστειλε μερικούς καταλόγους μεταξύ των οποίων και αυτόν της Kallos Gallery. Eρευνώντας τον κατάλογο, εντόπισα αμέσως τον αρχαιοελληνικό αμφορέα του 6ου αιώνα π.Χ. Ανατρέχοντας σε μια φωτογραφία Polaroid, τον ταυτοποίησε με αντικείμενο που κρατούσε στα χέρια του ο διαβόητος Τζιάκομο Μέντιτσι, ο πιο γνωστός αρχαιοκάπηλος διεθνώς, καταδικασμένος για αγορά και πώληση κλεμμένων αρχαιοτήτων» λέει στην «Κ».

Οπως λέει «ο αμφορέας στη φωτογραφία με τον Μέντιτσι απεικονίζεται πριν από τη συντήρησή του. Αν δει κάποιος τις δυο φωτογραφίες, του αρχαιοκάπηλου και του καταλόγου της Kallos Gallery, δεν χρειάζεται να είναι ειδικός για να καταλάβει ότι κάτι περίεργο συμβαίνει. Στη φωτογραφία του Μέντιτσι το αντικείμενο είναι ασυντήρητο, φέρει χτυπήματα, λείπουν ορισμένα τμήματα από το χείλος, ενώ τα χρώματα έχουν σβήσει με την πάροδο των χιλιετηρίδων. Στη φωτογραφία της Kallos Gallery ο αμφορέας βρίσκεται σε εξαιρετική κατάσταση, σαν να μην είχε ποτέ αλλοιωθεί τόσο ο ζωγραφικός του διάκοσμος, όσο και το ίδιο το αντικείμενο».
Αυτή ήταν η πρώτη ένδειξη ότι ο αμφορέας θα μπορούσε να είχε προέλθει από παράνομη ανασκαφή.
«Επίσης ο αμφορέας απεικονιζόταν σε ένα ερυθρό φόντο, το οποίο παρέπεμπε στον Μέντιτσι, καθώς στο ίδιο φόντο απεικονίζονται δεκάδες αν όχι εκατοντάδες άλλες αρχαιότητες, που πούλησε σε διαφορετικές περιόδους μέχρι να συλληφθεί και να καταδικαστεί».
Και το τρίτο και βασικότερο στοιχείο, σύμφωνα με τον ερευνητή, ήταν η προέλευση του αντικειμένου στον κατάλογο της Gallery Kallos. «Ο αμφορέας εμφανιζόταν ως τμήμα μία ιδιωτικής συλλογής, γνωστής από τη βιβλιογραφία, η οποία είχε πουληθεί στην Ελβετία το 1986, σε δημοπρασία συγκεκριμένου οίκου για τον οποίον γνώριζα, εδώ και πολλά χρόνια, ότι βασικός μέτοχος ήταν ο έμπορος αρχαιοτήτων Χέρμπερτ Αντολφ Καν, ο οποίος είχε καταδικαστεί στην Ιταλία στα τέλη της δεκαετίας του ’60 και στις αρχές του ’70» διηγείται στην «Κ» ο δρ Τσιρογιάννης. «Οπότε όλα τα στοιχεία οδηγούσαν στο συμπέρασμα πως ο αμφορέας ήταν ακόμη ένα κομμάτι του παζλ της διεθνούς αρχαιοκαπηλίας» καταλήγει.
Η αξία του αντικειμένου εκτιμάται σε περίπου 50.000 λίρες. Η Gallery Kallos, η οποία ειδικεύεται στην αρχαία τέχνη, ιδρύθηκε το 2014 από τον βαρόνο Lorne Thyssen-Bornemisza, γιο του βαρόνου Hans Heinrich von Thyssen Bornemisza, του Ελβετού δισεκατομμυριούχου με τη μεγαλύτερη ιδιωτική συλλογή έργων τέχνης. Με ύψος 23,6 εκατοστά, ο αμφορέας είναι διακοσμημένος με σφίγγες, ένα κριάρι και ένα λιοντάρι. Σύμφωνα με τον δρα Τσιρογιάννη πρόκειται για αμφορέα από ετρουσκικό τάφο ο οποίος λεηλατήθηκε.

«Το αντικείμενο αυτό είναι ακέραιο που σημαίνει ότι βρέθηκε σε έναν τάφο, όπου υπήρχαν και άλλα πολλά αγγεία σαν αυτό. Δεν θα μπορέσουμε ποτέ να ξανάσυνθέσουμε την ιστορία: ποιοι ή ποιος ήταν μέσα στον τάφο, πότε ακριβώς, ή σε ποια κοινωνική τάξη ανήκε. Ολες αυτές οι πολύτιμες πληροφορίες έχουν χαθεί για πάντα. Ακριβώς επειδή συλήθηκε ο τάφος και έχουν διασπείρει τα αντικείμενα, ουδέποτε θα είμαστε σε θέση να βρεθεί ξανά το περιεχόμενό του».
Στην ερώτησή μας αν η γκαλερί φέρει ευθύνη, που στον κατάλογό της συμπεριέλαβε ένα αντικείμενο, προϊόν αρχαιοκαπηλίας, και αν όφειλε να είχε κάνει την έρευνά της, μας απάντησε πως «βεβαίως και όφειλε». Σημειώνει, μάλιστa, πως «ενώ διαφημίζει πως κάνει έρευνα για όλες τις αρχαιότητες που προσφέρει, στην ουσία, όπως αποδείχτηκε, δεν το κάνει».
«Παρότι θα έπρεπε να υπάρχουν νομικές και άλλες συνέπειες, η γκαλερί θα συνεχίσει απρόσκοπτα τη λειτουργία της. Φυσικά θα επιστρέψει τον αμφορέα στην Ιταλία. Εάν ερωτηθούν θα απαντήσουν πως ό,τι γνώριζαν για τον αμφορέα το τύπωσαν στην ενότητα “προέλευση” του αντικειμένου. Ουσιαστικά όμως έτσι αποφεύγουν να παραδεχθούν ότι δεν έκαναν την έρευνα που έπρεπε, δηλαδή να επικοινωνήσουν με τις ιταλικές αρχές που διαθέτουν το σύνολο των κατασχεμένων αρχείων και να ελέγξουν το ιστορικό του αμφορέα. Δυστυχώς, όμως και οι χώρες, συνήθως είναι ευχαριστημένες απλώς με την επιστροφή των αρχαιοτήτων. Δεν κινούνται νομικά εναντίον των γκαλερί, για διάφορους λόγους», τονίζει ο Ελληνας αρχαιολόγος και ερευνητής.
Η ανακάλυψη του δρος Τσιρογιάνννη πρωτοδημοσιεύθηκε στη βρετανική εφημερίδα Observer και όπως δηλώνει ο ίδιος «ο αμφορέας αυτός ουσιαστικά αποτελεί ένα ακόμα κομμάτι στο παζλ, που μας δείχνει ακόμη πιο ξεκάθαρα το είδος, την ποιότητα και τη φύση του εμπορίου αρχαιοτήτων διεθνώς. Ενημερώθηκε η ολλανδική αστυνομία σχετικά, οπότε είναι σίγουρο ότι έχει ενημερωθεί και η ιταλική αστυνομία». Ο αρχαιολόγος τονίζει επίσης τη μεγάλη αναγκαιότητα «να συνεργάζονται οι κυβερνήσεις αλλά και οι αρχές με τους ειδικούς εγκληματολόγους της αρχαιολογίας και να μην αποσιωπούν τη συμβολή τους στους επαναπατρισμούς με τις ταυτίσεις των κλεμμένων αρχαιοτήτων, ώστε να μπορέσουν να χτυπήσουν τα κυκλώματα αρχαιοκαπηλίας ανά τον κόσμο τα οποία παραμένουν ελεύθερα, αποτελεσματικά».

