Θα μπορούσε να είναι απλά μια μετα-αποκαλυπτική σειρά που κοιτά προς το τέλος του κόσμου (τουλάχιστον όπως τον ξέραμε) «εντυπωσιοθηρικά»: με κατεστραμμένες πόλεις, δραματικές διαμάχες και μια διάθεση σχεδόν υπερηρωική. Ομως το «The Last of Us», το βιντεογκέιμ που έγινε μεγάλη τηλεοπτική επιτυχία πριν από δύο χρόνια μέσα από τα χέρια του Κρεγκ Μάζιν και του Νιλ Ντράκμαν πάει πολύ πέρα από αυτό. Είναι στην τηλεοπτική του εκδοχή μια ιστορία που, με φόντο τη μεγάλη εικόνα, ζουμάρει με μεγάλη λεπτομέρεια στις επιμέρους σχέσεις των ηρώων, σε εκείνα τα μικρά μα τόσο σημαντικά βλέμματα που εκφράζουν τα πιο μύχια συναισθήματα.
Στο «The Last of Us» δεν βλέπουμε μόνο την προσπάθεια του Τζόελ (Πέδρο Πασκάλ) και της Ελι (Μπέλα Ράμσεϊ) να φτάσουν στον προορισμό τους έχοντας να διασχίσουν «νεκρές» πόλεις και να συναντήσουν απειλητικούς, μολυσμένους ανθρώπους από τον καταστροφικό μύκητα που πλήττει τον πλανήτη εδώ και 20 χρόνια. Βλέπουμε κυρίως διαφορετικές εκδοχές ανθρώπων να προσπαθούν να ζήσουν, σε μια ομοιογενή κατά τ’ άλλα συνθήκη, όπου η βία συναντά την αγάπη, πολλές φορές την ίδια στιγμή.
Η σειρά του ΗΒΟ, που για τον πρώτο κύκλο της απέσπασε 8 βραβεία Emmy, έχει προ των πυλών τη δεύτερη σεζόν της (θα προβληθεί στην Ελλάδα από τη Vodafone TV). Σε αυτήν, μια σχετική κανονικότητα έχει επέλθει, μια και βρισκόμαστε πέντε χρόνια μετά τα γεγονότα της πρώτης, με την Ελι και τον Τζόελ να έχουν εγκατασταθεί πλέον στη μικρή πόλη του Τζάκσον και να χτίζουν μια καθημερινότητα χωρίς τόσα απρόοπτα.
H «ύβρις» του «The Last of Us»

Ο νέος κύκλος, που βασίστηκε αντίστοιχα στο δεύτερο μέρος του βιντεογκέιμ τίτλου της Naughty Dog, μας θυμίζει κάτι γνώριμο: όπως ο Τζόελ και η Ελι έχουν περάσει μια πενταετία σταδιακής προσαρμογής, έτσι και εμείς βρισκόμαστε αντίστοιχα μακριά από το ξέσπασμα της Covid-19, το 2020. Ηταν αυτή μια αναλογία, που έστω και λίγο ασυνείδητα, επηρέασε τον Κρεγκ Μάζιν εν έτει 2024-2025, φτιάχνοντας τα νέα επεισόδια;
«Ω, αφήστε τους Ελληνες να μας κάνουν μια ωραία εισαγωγή στο δράμα», λέει αστειευόμενος στην άλλη πλευρά του Zoom, από το Λος Αντζελες, ο ιθύνων νους της σειράς στο άκουσμα της ερώτησης. Αυτή η γνώριμη «πανδημική» αίσθηση υπήρχε φυσικά από την πρώτη σκηνή του πρώτου επεισοδίου του «The Last of Us», με την αναπαράσταση ενός τηλεοπτικού πάνελ που ανέλυε την εκεί πανδημία.
«Οι άνθρωποι είμαστε τρομερά προσαρμοστικοί, γιατί συναντάμε φριχτές παρορμήσεις, τις οποίες φέρνουμε στους πολέμους και άλλες φορές έρχονται σε εμάς μέσα από όσα κάνει η φύση. Και όταν καταφέρνουμε να περάσουμε απέναντι, αρχίζουμε να ξεχνάμε και να νιώθουμε ασφαλείς», λέει ο επίσης δημιουργός του «Chernobyl». Στην αρχή της δεύτερης σεζόν δίνεται πράγματι η εντύπωση πως οι ήρωες νιώθουν λες και έχουν λύσει το πρόβλημα. Μένουν σε ένα ωραίο μέρος, γιορτάζουν την Πρωτοχρονιά, έχουν αρχίσει να βλέπουν τους μολυσμένους σαν μια διαχειρίσιμη απειλή. Αυτό βέβαια λειτουργεί ως «ύβρις», κατά τον Μάζιν που επιστρέφει με αυτή την αναλογία… στο ελληνικό δράμα. «Και η ύβρις πάντα οδηγεί στην τραγωδία, που μοιάζει σίγουρο ότι θα έρθει».


Μπορεί κανείς να δει φυσικά και πολιτικές προεκτάσεις στο «The Last of Us» και τον τρόπο που οι κοινωνικές δομές λειτουργούν και αντιδρούν σε αυτή τη συνθήκη μόνιμης κρίσης ουσιαστικά. Δεν ήταν πάντως σκοπός του Κρεγκ Μάζιν να είναι μια σειρά per se πολιτική, αν και τελικά με έναν τρόπο καταλήγει να γίνεται: «Με εντυπωσιάζουν αυτές οι μικρές στιγμές του θυμού του ανθρώπου που θέλει να κάνει κακό στους άλλους και στον εαυτό του. Κάτι που μπορεί να μεγαλώσει και να οδηγήσει σε μία πολύ μεγαλύτερη σύγκρουση που ανακυκλώνεται για πάντα. Μετά, η ερώτηση που θέλουμε να εξερευνήσουμε περισσότερο στη σειρά είναι πότε και πώς αυτό σταματά. Και αυτό, στο τέλος της ημέρας, είναι πολιτική ερώτηση. Αλλά για εμένα πάντα ξεκινά από το προσωπικό, το ανθρώπινο».
Το ανθρώπινο στοιχείο στη σειρά φέρνει και μια σειρά από «ηθικές αμφισημίες»: οι ήρωες σκοτώνουν για την αγάπη. Για τον Κρεγκ Μάζιν, δεν είναι οι ήρωες που είναι αμφίσημοι, αλλά οι επιμέρους συμπεριφορές τους. Και αυτό που έκανε με την ομάδα του ήταν απλώς να τους ακολουθήσει, όσο πιο λογικά μπορούσε: «Οταν παρακολουθείς ανθρώπους να κάνουν κάτι, βλέπεις την αμφισημία. Αυτό που προσπαθούμε να κάνουμε στη σειρά είναι να παρουσιάζουμε με ειλικρίνεια τους χαρακτήρες. Οταν είναι μόνοι τους, είναι ειλικρινείς, όταν είναι με άλλους, λένε ψέματα. Γιατί, ακόμα και αν θεωρούν ότι κάνουν το σωστό, υποψιάζονται πως οι άλλοι θα έχουν άλλη άποψη. Ακολουθούμε αυτό που θεωρούμε την αλήθεια της ανθρώπινης φύσης», θα σχολιάσει.
Η ερώτηση που θέλουμε να εξερευνήσουμε περισσότερο στη σειρά είναι πότε [ο θυμός] σταματά. Και αυτό, στο τέλος της ημέρας, είναι πολιτική ερώτηση. Αλλά για εμένα πάντα ξεκινά από το προσωπικό, το ανθρώπινο.
«Ακόμα και όταν λέγονται ιστορίες που έχουν ηθική περιπλοκότητα, υπάρχει ήρωας. Και μάλλον αυτός ο ήρωας παίρνει ένα καλό μάθημα για την ηθική περιπλοκότητα», συνεχίζει. «Θέλουμε να πάρουμε αυτόν τον δρόμο και θέλουμε να ζητήσουμε από τους ανθρώπους να νιώσουν σύνδεση με όλους. Ακόμα και αν πολλοί από τους ήρωες βρίσκονται σε τελείως διαφορετικά μονοπάτια. Οταν κάποιος βρει τον τρόπο να συνδεθεί με όλους, ξεκινάει μια διαδικασία αντιμετώπισης κάθε πράγματος στον κόσμο».
Το τηλεοπτικό «The Last of Us» εξαρχής πήγε την ιστορία και πέρα από αυτή του βίντεο γκέιμ, κάτι που θα κάνει ακόμα πιο έντονα στη δεύτερη σεζόν. Αυτό το «κενό» λειτούργησε περισσότερο σαν ευκαιρία παρά πρόκληση στη δημιουργία των νέων επεισοδίων. Και ήταν λογικό, αν σκεφτούμε τις διαφορετικές μορφές αφήγησης: «Οταν παίζεις ένα παιχνίδι, αποφασίζεις εσύ πότε θα αφήσεις κάτω το χειριστήριο. Αλλά μια σειρά σού δίνει τη μοναδική στιγμή της ιστορίας που ξεκινάει και τελειώνει σε ένα σημείο για αυτή τη βδομάδα. Μπορείς να ξεκινήσεις από άλλο σημείο στον χώρο και τον χρόνο όποτε θες. Δεν το κάνουμε με τον τρόπο που το κάνει το παιχνίδι. Αλλά κάποιες φορές το κάνουμε, και αυτό είναι το διασκεδαστικό κομμάτι της μεταφοράς ενός βιντεογκέιμ. Πάντα όμως προσπαθούμε να αποδώσουμε την ανθρώπινη εμπειρία που είχα και εγώ ως φαν όταν έπαιξα το παιχνίδι», σχολιάζει ο Μάζιν.
Μεγαλώνοντας μαζί με την Ελι

Η Μπέλα Ράμσεϊ, η τηλεοπτική Ελι, παραδέχεται πάντως πως δεν τα πάει πολύ καλά στο gaming, αλλά «έχω παρακολουθήσει πολύ να παίζουν το παιχνίδι, οπότε έχω δει πώς είναι να παίρνεις αυτές τις αποφάσεις ως παίκτης. Η ιστορία είναι τόσο ωραία που είναι φοβερό το ότι υπάρχει πλέον και για όσους δεν είναι gamers», λέει ομοίως από το Λος Αντζελες.
Στη ζωή της Ελι τελείται μια μεγάλη αλλαγή από την πρώτη στη δεύτερη σεζόν, από μια δεκατετράχρονη που τότε βγήκε για πρώτη φορά στον έξω κόσμο, είναι πλέον μια δεκαεννιάχρονη που προσπαθεί να αρθρώσει την ύπαρξή της στην κοινότητα πιο ανεξάρτητα και ενήλικα. Και στην πραγματική ζωή η Μπέλα Ράμσεϊ, βέβαια, είχε μια ανάλογη ανάπτυξη: ήταν 17 όταν γυριζόταν ο πρώτος κύκλος και 20-21 ετών στα γυρίσματα του δεύτερου. Κάτι που τη βοήθησε και για τον ρόλο: «Είναι χρόνια που και εγώ έχω μεγαλώσει και καταλαβαίνω πώς να παίξω την Ελι. Είχε περισσότερες εμπειρίες και προκλήσεις και μαθαίνει να βρίσκεται με ανθρώπους της ηλικίας της ξανά. Και είναι πολύ ενδιαφέρον, γιατί και εγώ στα 20-21 περνάω κάτι παρόμοιο», λέει.
Δεν μου αρέσουν οι ταμπέλες, αλλά aυτή του αυτισμού με έκανε να με καταλάβω υπό αυτό το πρίσμα.
Στο γενικότερο δυστοπικό κλίμα της σειράς, η μουσική, ως αντίσταση στην «ασχήμια», είναι στην πρώτη γραμμή από την αρχή: με ένα ραδιόφωνο που παίζει το «Never Let Me Down Again» των Depeche Mode, μια κασέτα του Χανκ Γουίλιαμς σε ένα κλεμμένο αμάξι και τώρα με τους Nirvana και μια κιθάρα που μετατρέπεται σε έναν νέο συνδετικό κρίκο ανάμεσα στην Ελι και στον Τζόελ. Η μουσική θα συνεχίσει να παίζει καθοριστικό ρόλο στη δεύτερη σεζόν, όπως παραδέχεται η ηθοποιός, γιατί άλλωστε, «κάποιες φορές χρειάζεσαι ένα τραγούδι για να ολοκληρώσει ένα συναίσθημα».
Προσωπικό δεν είναι το ταξίδι μόνο για τους ήρωες σε αυτή τη σειρά, αλλά και για τους συντελεστές. Η Μπέλα Ράμσεϊ κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων του πρώτου κύκλου διαγνώστηκε με αυτισμό. «Δεν μου αρέσουν οι ταμπέλες», λέει –αυτοπροσδιορίζεται ως μη δυαδικό άτομο, αλλά όπως έχει πει στους New York Times νιώθει εντάξει και με τα θηλυκά και με τα αρσενικά άρθρα– «αλλά αυτή του αυτισμού με έκανε να με καταλάβω υπό αυτό το πρίσμα». Είναι κάτι που την ξεκλείδωσε με πολλούς τρόπους: «Με βοηθάει κάθε μέρα, μέχρι σήμερα, να εκτιμώ τον εαυτό μου. Είναι βοηθητικό και στην υποκριτική το να μπορώ να βλέπω τον εαυτό μου αλλιώς. Εχει προκλήσεις, αλλά χαίρομαι που όλοι το ξέρουν. Θεώρησα φυσικό να το πω, δεν ήταν μεγάλη απόφαση. Και γιατί όχι; Αυτός είναι ο τρόπος που υπάρχω στον κόσμο».
Οπότε ο Κρεγκ Μάζιν δικαιώνεται: όλοι μαθαίνουμε κάτι για τον εαυτό μας μέσα από το «The Last of Us».
Ο δεύτερος κύκλος του «The Last of Us» του HBO θα κάνει πρεμιέρα στις 13 Απριλίου και θα προβληθεί στην Ελλάδα από το Vodafone TV.
Κεντρική φωτογραφία: Η Μπέλα Ράμσεϊ μαζί με τον Γκάμπριελ Λούνα σε στιγμιότυπο της νέας σεζόν. [Φωτ.: HBO Max/Vodafone TV]

