Λίγοι αναλυτές διαθέτουν το βάθος γνώσεων του Τζόναθαν Ράινχολντ όσον αφορά τη στρατηγική θέση του Ισραήλ, τις σχέσεις του με τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη δυναμική της ευρύτερης Μέσης Ανατολής.
Στη συνέντευξή του με την «Κ», στο περιθώριο της διάλεξής του την Πέμπτη στο Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων του Παντείου Πανεπιστημίου, ο καθηγητής και επικεφαλής της Σχολής Πολιτικών Σπουδών του ισραηλινού Πανεπιστημίου Μπαρ Ιλάν σκιαγραφεί το πορτρέτο δύο βασικών πολιτικών προσωπικοτήτων —του Μπέντζαμιν Νετανιάχου και του Ντόναλντ Τραμπ— αναλύοντας τις ηγετικές τους ικανότητες, τις ιδεολογικές τους βάσεις και τον τρόπο με τον οποίο οι πολιτικές τους κατευθύνσεις διαμορφώνουν την περιοχή.
Την ίδια στιγμή, ο Τζόναθαν Ράιχνολντ επανατοποθετεί στο κάδρο τον Σαλάμ Φαγιάντ ως μία εναλλακτική λύση ηγεσίας της Παλαιστινιακής Αρχής που θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια βιώσιμη, καλύτερη όπως λέει ο συνομιλητής μας, Παλαιστίνη.

Νετανιάχου: Στρατηγική ευφυΐα και αντιφάσεις
Ο Μπέντζαμιν Νετανιάχου, ο μακροβιότερος πρωθυπουργός του Ισραήλ, είναι μια προσωπικότητα γεμάτη αντιφάσεις. Ο Ράινχολντ αναγνωρίζει την υψηλού επιπέδου στρατηγική του, χαρακτηρίζοντάς τον «εξαιρετικά ευφυή» και «άριστο στοχαστή στρατηγικής» που «βλέπει πολλές κινήσεις μπροστά».
Την ώρα που οι στρατιωτικοί εκφράζουν πιθανές διαφωνίες για επιχειρησιακές αποφάσεις, η ευρύτερη θεώρησή του επεκτείνεται πέρα από τις άμεσες τακτικές. «Σκέφτεται, “ναι, φυσικά μπορούμε να πολεμήσουμε αργότερα. Αλλά όταν σταματήσουμε, θα έχουμε την πολιτική δυνατότητα να ξαναρχίσουμε; Αν είχαμε σταματήσει πριν από τη Ράφα, θα μπορούσαμε να κάνουμε αυτό που κάναμε στον Λίβανο;”», λέει ο Ράινχολντ.
Ο Ράινχολντ αναγνωρίζει την υψηλού επιπέδου στρατηγική του, χαρακτηρίζοντάς τον «εξαιρετικά ευφυή» και «άριστο στοχαστή στρατηγικής» που «βλέπει πολλές κινήσεις μπροστά».
Η αναφορά στη Ράφα, μάλιστα, δείχνει τη σημασία της ολοκλήρωσης των στρατιωτικών στόχων πριν η διεθνής και εσωτερική πίεση καταστήσει αδύνατη περαιτέρω δράση. Η μνεία στον Λίβανο παραπέμπει, όπως όλα δείχνουν, στον πόλεμο του 2006 με τη Χεζμπολάχ, όταν η πρόωρη διακοπή των επιχειρήσεων άφησε τη σιιτική πολιτοφυλακή πιο ισχυρή από ποτέ.

Κατά τα λοιπά, η μακροχρόνια θητεία του Νετανιάχου έχει, σύμφωνα με τον καθηγητή, κι ένα τίμημα. Η πολιτική του επιβίωση βασίζεται στη διαρκή διαχείριση κυβερνητικών συνασπισμών, συχνά εις βάρος κρίσιμων θεμάτων. «Το Ισραήλ είχε ένα εξαιρετικό σύστημα υγείας, αλλά πλέον δεν έχει αρκετούς γιατρούς και νοσοκομεία. Γιατί; Επειδή ο Νετανιάχου ανταποκρίνεται μόνο στις πιέσεις του συνασπισμού του», υποστηρίζει ο συνομιλητής μας, υπονοώντας τη διοχέτευση πόρων σε τομείς που ικανοποιούν τα συμφέροντα των κυβερνητικών του εταίρων. Για παράδειγμα, τα τελευταία χρόνια, μεγάλα ποσά κατευθύνθηκαν σε θρησκευτικά σχολεία υπερορθόδοξων Εβραίων (Haredim), εξαιτίας της συμμαχίας του με θρησκευτικά κόμματα.
Ο Ράινχολντ προειδοποιεί ότι ο τρόπος διακυβέρνησης του Νετανιάχου διαβρώνει την πιο ισχυρή αρετή του Ισραήλ: την κοινωνική του συνοχή. «Η θεμελιώδης δύναμη του Ισραήλ είναι η αλληλεγγύη των πολιτών του. Οι Ισραηλινοί εκφράζουν πάντα τη διαφωνία τους, αλλά εντέλει εμπιστεύονται ο ένας τον άλλο. Ο Νετανιάχου έχει αρχίσει να διαλύει αυτό το στοιχείο, απονομιμοποιώντας τους πολιτικούς του αντιπάλους και μετατρέποντας τους αντιφρονούντες σε προδότες».
Πέρα από αυτά, η υπερβολική προσοχή του Νετανιάχου στις πολιτικές ισορροπίες, κάποτε ένα από τα μεγαλύτερα πλεονεκτήματά του, έχει μετατραπεί σε αδυναμία. «Μερικοί αξιωματούχοι ασφαλείας τον επικρίνουν για υπερβολική επιφυλακτικότητα». Αυτή η τάση αντικατοπτρίζει τη συνεχή προσπάθειά του να εξισορροπήσει την εθνική ασφάλεια με την πολιτική του επιβίωση.
Τραμπ: διπλωματία ως μια επιχειρηματική συμφωνία

Αν ο Νετανιάχου είναι στοχαστής στρατηγικής, ο Τραμπ είναι διαπραγματευτής. «Είναι ναρκισσιστής, δεν σηκώνει κριτική, δεν διαβάζει βιβλία και έχει δυσκολία συγκέντρωσης. Παρά ταύτα, η ικανότητά του στις διαπραγματεύσεις είναι εξαιρετική», σημειώνει ο Ράινχολντ. «Λέει ανοησίες, όλοι ασχολούνται με αυτές, κι έτσι δημιουργεί πίεση στους άλλους να αντιδράσουν».
Το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του Τραμπ στη Μέση Ανατολή, σύμφωνα με τον συνομιλητή μας, ήταν η απρόβλεπτη φύση του. «Είναι διατεθειμένος να κάνει ακραία πράγματα επειδή το έχει αποδείξει ότι μπορεί, και οι περισσότεροι δεν μπορούν να καταλάβουν πότε θα ξανακάνει κάτι αντίστοιχο και πότε όχι».
Αυτή η προσέγγιση, αν και ανορθόδοξη, είχε συγκεκριμένο αντίκτυπο. «Με τις Συμφωνίες του Αβραάμ, η παραφροσύνη του –η άρνησή του να παίξει σύμφωνα με τους παραδοσιακούς κανόνες– αποδείχθηκε τεράστιο πλεονέκτημα».
Ωστόσο, ο Ράινχολντ προειδοποιεί ότι δεν πρέπει να συγχέεται η ενστικτώδης ικανότητα του Τραμπ στη διαπραγμάτευση με μια βαθύτερη στρατηγική σκέψη. «Δεν κατανοεί τη διεθνή στρατηγική. Το γεγονός ότι μπορεί να παρουσιάσει ένα σχέδιο και να πει κάτι όπως “οι Παλαιστίνιοι θα καταλάβουν ότι θα έχουν μια καλύτερη ζωή” δείχνει ότι δεν κατανοεί καθόλου τη φύση των εθνικών συγκρούσεων».
Η απομονωτική του τάση τον καθιστά απρόβλεπτο σε ό,τι αφορά μακροπρόθεσμες δεσμεύσεις, ιδιαίτερα στο θέμα του Ιράν. «Θα μπορούσε να πάρει μια τελεσίδικη απόφαση: είτε να στηρίξει μια ισραηλινή επίθεση είτε να εμπλακεί με κάποιον τρόπο. Εντούτοις, προτιμά πάντα τη διαπραγμάτευση».
Το γεγονός ότι μπορεί να παρουσιάσει ένα σχέδιο και να πει κάτι όπως «οι Παλαιστίνιοι θα καταλάβουν ότι θα έχουν μια καλύτερη ζωή» δείχνει ότι δεν κατανοεί καθόλου τη φύση των εθνικών συγκρούσεων.
Η… συναλλακτική του προσέγγιση στη διπλωματία τον έκανε να αψηφά μακροχρόνιες συμβάσεις. «Κάθε Αμερικανός πρόεδρος από το 1990 έλεγε πως “δεν μπορούμε να θέλουμε την ειρήνη περισσότερο από τους Ισραηλινούς και τους Παλαιστίνιους”», επισημαίνει ο Ράινχολντ. «Αλλά ο Τραμπ είναι διαφορετικός. Βλέπει τη διπλωματία ως μια επιχειρηματική συμφωνία».
Η πολιτική του στη Μέση Ανατολή καθοριζόταν συχνά από την ανάγκη προσωπικής αναγνώρισης. «Ο Τραμπ φέρεται να είπε για τις Συμφωνίες του Αβραάμ: “Γιατί δεν λέγονται Συμφωνίες Τραμπ;”. Αυτό σου λέει όλα όσα πρέπει να ξέρεις για το πώς αντιλαμβάνεται τη διεθνή διπλωματία», σχολιάζει ο Ράινχολντ.
Ενα άλλο χαρακτηριστικό της προεδρίας του ήταν η ικανότητά του να διαμορφώνει την αντίληψη του κοινού. «Κάνει μεγαλεπήβολες δηλώσεις, αφήνει τις διαπραγματεύσεις στους συμβούλους του και στη συνέχεια επεμβαίνει την τελευταία στιγμή για να πάρει την τελική απόφαση», εξηγεί ο Ράινχολντ.
Σαλάμ Φαγιάντ: Ο ηγέτης που θα μπορούσε να…

Στον αντίποδα των Νετανιάχου και Τραμπ, ο Σαλάμ Φαγιάντ –στον οποίο ο Ράινχολντ διακρίνει ηγετικά χαρίσματα που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μια βιώσιμη Παλαιστίνη, που δεν θα θέλει να «χτυπήσει ή να καταστρέψει το Ισραήλ»– είναι ένας ηγέτης χωρίς πολιτική βάση. «Δεν είναι ένας πολιτικός αρχηγός με πραγματική δύναμη. Αυτό είναι το πρόβλημα», εξηγεί ο Ράινχολντ. Ο Φαγιάντ είναι τεχνοκράτης, ένας οικονομολόγος που απέκτησε κύρος λόγω της εικόνας του ως ακέραιου διαχειριστή της διεθνούς βοήθειας. «Δεν έβαλε ποτέ χρήματα στην τσέπη του. Και όχι μόνον αυτό. Ηταν αποτελεσματικός. Ηξερε πώς να κυβερνά».
Ο Φαγιάντ τα τελευταία χρόνια έχει στραφεί στην ακαδημαϊκή καριέρα, εντασσόμενος στη Σχολή Δημοσίων και Διεθνών Υποθέσεων του Πρίνστον, όπου ασχολείται με τη διακυβέρνηση και την ανάπτυξη σε ευάλωτα κράτη. Διετέλεσε πρωθυπουργός της Παλαιστινιακής Αρχής από το 2007 έως το 2013, σε μια περίοδο κατά την οποία η Π.Α. προσπαθούσε να κερδίσει αξιοπιστία και να βελτιώσει τη διακυβέρνησή της εν μέσω εσωτερικών συγκρούσεων.
Ο Ράινχολντ βλέπει τον Φαγιάντ ως μια χαμένη ευκαιρία τόσο για τους Παλαιστίνιους όσο και για την ευρύτερη ειρηνευτική διαδικασία.
Η θητεία του ξεχώρισε για τις προσπάθειές του να οικοδομήσει παλαιστινιακούς θεσμούς και υποδομές, περιορίζοντας παράλληλα την εξάρτηση από τη διεθνή βοήθεια. «Το μοντέλο του ήταν η εβραϊκή κοινότητα στη Γη του Ισραήλ προ της δημιουργίας του κράτους», σημειώνει ο Ράινχολντ, αναφερόμενος στην οργανωμένη διαδικασία οικοδόμησης κρατικών δομών πριν από την ίδρυση του Ισραήλ. «Πρώτα χτίζεις τα νοσοκομεία, τα σχολεία, τους δρόμους και το νομικό σύστημα, και μετά υψώνεις τη σημαία, όχι το αντίθετο».
Παρά τη φήμη του ως ικανού και αδιάφθορου ηγέτη, ο Φαγιάντ εντέλει δεν κατάφερε να επιβιώσει στον πολιτικό στίβο λόγω των ισχυρών συμφερόντων που επικρατούν στην Παλαιστινιακή Αρχή. Η αποχώρησή του το 2013 σηματοδότησε την επιστροφή σε μια πιο παραδοσιακή, φατριοκρατική παλαιστινιακή ηγεσία, υπό την κυριαρχία της Φατάχ και της Χαμάς.
Ο Ράινχολντ βλέπει τον Φαγιάντ ως μια χαμένη ευκαιρία τόσο για τους Παλαιστίνιους όσο και για την ευρύτερη ειρηνευτική διαδικασία. «Ο Μπους και ο Ομπάμα ήθελαν τόσο πολύ μιαν ειρηνευτική συμφωνία, που χρειάζονταν τον Αμπάς. Ο Αμπάς, όμως, μισούσε τον Φαγιάντ. Αυτό σήμαινε ότι δεν μπορούσαν να τον ενισχύσουν».
Το κενό ηγεσίας και το ερώτημα
Παρά τη συζήτηση για την απόσυρση των ΗΠΑ από τη Μέση Ανατολή, ο Ράινχολντ δεν βλέπει μια πραγματικά «μετα-αμερικανική» εποχή να αναδύεται σύντομα. «Η Μέση Ανατολή παραμένει ένα πεδίο ανταγωνισμού μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, και οι Ηνωμένες Πολιτείες εξακολουθούν να έχουν ένα σημαντικό πλεονέκτημα». Παρότι ο Τραμπ προσπάθησε να μειώσει την αμερικανική επιρροή στην περιοχή, η στρατηγική πραγματικότητα δεν έχει αλλάξει.
Η Μέση Ανατολή παραμένει ένα πεδίο ανταγωνισμού μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, και οι Ηνωμένες Πολιτείες εξακολουθούν να έχουν ένα σημαντικό πλεονέκτημα.
Ο συνομιλητής μας επισημαίνει ότι το μεγαλύτερο εμπόδιο για τη σταθερότητα δεν είναι η στρατιωτική ισχύς ή η διπλωματία, αλλά το κενό ηγεσίας. Από την κουβέντα μας προκύπτει ότι ο Νετανιάχου αποδομεί την εσωτερική συνοχή του Ισραήλ, ο Τραμπ αναδιαμόρφωσε την αμερικανική διπλωματία στη Μέση Ανατολή και ο Φαγιάντ μάς υπενθυμίζει ότι η διακυβέρνηση είναι εξίσου σημαντική με την πολιτική.
Καθώς ο κόσμος παρακολουθεί, ένα ερώτημα παραμένει: Θα διαμορφώσουν οι σημερινοί ηγέτες το μέλλον ή η Ιστορία θα τους εντάξει ανάμεσα σε εκείνους που το άφησαν έτι μία φορά να χαθεί;

