Ο 69χρονος Λουντοβίκο Εϊνάουντι είναι ένας από τους πιο δημοφιλείς και αγαπητούς συνθέτες ορχηστρικής μουσικής στον κόσμο και η αποδοχή του αγγίζει τα όρια λαοφιλίας των μεγάλων ποπ σταρ. Kάθε του δισκογραφική κυκλοφορία στριμάρει στις πλατφόρμες σε αριθμούς πρωτόγνωρους. Στους χώρους όπου εμφανίζεται τα εισιτήρια εξαντλούνται, ενώ γεμίζει χώρους, όπως για παράδειγμα το Royal Albert Hall και την Οπερα του Σίδνεϊ για πολλές συνεχόμενες παραστάσεις. Ομως κι αυτός δεν έχει γλιτώσει από τον κανόνα, που λέει ότι η επιτυχία γεννάει την καχυποψία και ότι η μεγάλη επιτυχία κάποιες φορές τη μικροπρέπεια και την κακεντρέχεια.
Η μουσική του πολλές φορές συνοδεύεται έντονα από αρνητικές κριτικές και αντιδράσεις από τους μουσικοκριτικούς, ιδιαίτερα της κλασικής μουσικής, που αναζητούν πιο σύνθετες απολαύσεις. Για το απαιτητικό ακροατήριο ο ίδιος είναι ένας περιορισμένος δεξιοτεχνικά πιανίστας και οι μελωδίες του φτωχές. Για το ευρύτερο κοινό, όμως, που τον ακολουθεί με ευλάβεια, οι μελωδίες του και η μουσική του έχουν τη δύναμη να το ταξιδεύουν. Ο ίδιος παραδέχεται ότι η έντονη αρνητική κριτική που συνοδεύει κάποιες φορές τις δουλειές του τον ενοχλεί, όμως έχει μεγάλη εμπιστοσύνη στην τέχνη του γιατί ξέρει ότι έφτασε σε αυτό το σημείο ύστερα από πολλά χρόνια αναζήτησης.
Τον βλέπω από την κάμερα του zoom στην οθόνη του υπολογιστή μου μέσα στο στούντιο-γραφείο του, φορώντας καπέλο και έχοντας δίπλα τον καφέ του. Τον καλημερίζω και τον ευχαριστώ που δέχτηκε να μιλήσουμε τέτοια πρωινή ώρα, με αφορμή την κυκλοφορία του καινούργιου του δίσκου «Summer Portraits». Φαντάζομαι ότι γι’ αυτόν είναι μια παραγωγική και δημιουργική ώρα. «Η έμπνευση με επισκέπτεται πιο εύκολα αργά το απόγευμα και κάποιες φορές νωρίς το βράδυ. Είμαι πρωινός τύπος και κάθομαι στο πιάνο μου από το πρωί. Νιώθω όμως ότι η ενέργεια αυτή την ώρα ίσως είναι περισσότερη από αυτήν που χρειάζομαι. Αργά το απόγευμα και νωρίς το βράδυ είναι που είμαι πιο δεκτικός στην έμπνευση».
Η ιστορία του Εϊνάουντι και της οικογένειάς του συναντιέται με τη μεγάλη ιστορία της σύγχρονης Ιταλίας. Ο ένας παππούς του, από την πλευρά του πατέρα του, ο Λουίτζι Εϊνάουντι, ήταν ο αξιοσέβαστος πρόεδρος της Ιταλικής Δημοκρατίας από το 1948 μέχρι το 1955. Ο πατέρας του, Τζούλιο Εϊνάουντι, ήταν εκδότης και δούλεψε με συγγραφείς όπως ο Ιταλο Καλβίνο και ο Πρίμο Λέβι. Η μητέρα του, η Ρενάτα Αλντροβάντι, ήταν μουσικός και φρόντισε με τον καλύτερο τρόπο για την καλλιέργεια και την αγωγή του γιου της. Ο δε παππούς του –από την πλευρά της μητέρας του–, ο Γουόλντο Αλντροβάντι, ήταν μαέστρος και το 1932 αυτοεξορίστηκε από την Ιταλία και κατέληξε στην Αυστραλία, όπου έζησε μέχρι το τέλος της ζωής του χωρίς να δει ξανά την οικογένειά του. Αυτό είναι και το κομμάτι που ανοίγει το άλμπουμ – προσωπικά μου θυμίζει αρκετά το «Baba O Riley» των Who. Δεν του το λέω, αν και ξέρω ότι λατρεύει την ποπ και το ροκ.
Ο παππούς, ο Μουσολίνι και η Αυστραλία: «Το Rose Bay, που είναι και ο τίτλος του κομματιού που ανοίγει το “Summer Portraits”, το έγραψα όταν βρισκόμουν στο Σίδνεϊ αντλώντας έμπνευση από τη γειτονιά του Rose Bay όπου έζησε ο παππούς μου όταν παραιτήθηκε από διευθυντής ορχήστρας στην Ιταλία, αγνοώντας την τότε απόφαση του φασιστικού κόμματος που κυβερνούσε το 1932, που υποχρέωνε τους μουσικούς να ανοίγουν τα κονσέρτα με τον ύμνο του. Εγκατέλειψε την Ιταλία, αφού πήγε πρώτα στο Λονδίνο και από εκεί στην Αυστραλία. Δεν επέστρεψε ποτέ γιατί τα πράγματα εξελίχθηκαν ακόμη χειρότερα, μετά ήρθε ο πόλεμος και μετά αρρώστησε και έφυγε από τη ζωή. Η Αυστραλία ήταν ανέκαθεν συνδεδεμένη για μένα με τις ιστορίες του παππού μου. Στην πραγματικότητα η μουσική η ίδια είναι συνδεδεμένη με αυτόν τον άνθρωπο, που δεν συνάντησα ποτέ στη ζωή μου».
Μεσογειακό καλοκαίρι: «Τα “Summer Portraits” είναι όλες οι αναμνήσεις που έχω εγώ από τα καλοκαίρια της ζωής μου, κυρίως όμως τα καλοκαίρια της παιδικής μου ηλικίας. Σε αυτά ανακάλυψα τις φιλίες και πώς λειτουργούν οι ανθρώπινες σχέσεις. Ανακάλυψα το αίσθημα της ελευθερίας, αλλά και την πρώτη μου αγάπη. Ανακάλυψα τη χαρά που σου χαρίζει το καλοκαιρινό φως και τι σημαίνει να παθαίνεις έγκαυμα από τον ήλιο. Ανακάλυψα τις γεύσεις που με ακολουθούν ακόμη και σήμερα σε όλη μου τη ζωή. Και μετά μεγαλώνεις και τα καλοκαίρια εξακολουθούν να είναι όμορφα, αλλά δεν καίγεσαι πια από τον ήλιο, δεν πέφτεις από το ποδήλατο και δεν συναντάς την πρώτη σου αγάπη, γιατί κατά πάσα πιθανότητα είσαι παντρεμένος. Ο,τι κι αν έχω κάνει μέχρι σήμερα συνδέεται με αυτές μου τις αναμνήσεις, εκεί επιστρέφω. Συναισθηματικά για μένα αυτή είναι η πιο πλήρης μου εμπειρία. Είναι η σπίθα και η ουσία της μουσικής μου».
Τα «Summer Portraits» είναι οι αναμνήσεις που έχω από τα καλοκαίρια, κυρίως από την παιδική μου ηλικία. Ο,τι κι αν έχω κάνει μέχρι σήμερα συνδέεται με αυτές μου τις αναμνήσεις. Είναι η σπίθα και η ουσία της μουσικής μου.
Η Μαρία Κάλλας: «Ενα από τα κομμάτια του άλμπουμ έχει τον τίτλο “Μαρία Κάλλας”. Είναι μια πολύ απλή ιστορία. Οταν βρίσκομαι έξω από το στούντιό μου και μου έρθει μια ιδέα ή μια μελωδία, σημειώνω στο τηλέφωνό μου την τοποθεσία που βρισκόμουν εκείνη τη στιγμή. Βρισκόμουν λοιπόν στο Μιλάνο στο θέατρο όταν αυτοσχεδίαζα αυτή τη μελωδία στο πιάνο. Το σημειώνω στο κινητό μου και ο γεωεντοπισμός μού δείχνει ότι έξω από το θέατρο η πλατεία ονομάζεται Μαρία Κάλλας. Το βάζω λοιπόν σαν τίτλο εργασίας. Αυτή η σύνθεση έχει κάτι που μοιάζει με άρια από όπερα, το σημείο αυτό το παίζει το τσέλο και έτσι έλεγα στον τσελίστα μου “πάμε πρόβα το κομμάτι Μαρία Κάλλας”. Και έτσι ακριβώς έμεινε. Μοιάζει με άρια, μία σοπράνο μπορεί να το τραγουδήσει κι είναι κι ένας ωραίος φόρος τιμής σε μια ερμηνεύτρια και σε μια γυναίκα που αγαπώ από την παιδική μου ηλικία, από τότε που η μητέρα μου μού έπαιζε στο σπίτι ηχογραφήσεις της Μαρίας Κάλλας».
Τι είναι το νέο άλμπουμ: «Το προηγούμενο ήταν για σόλο πιάνο που σημαίνει ότι οτιδήποτε κι αν δοκιμάσεις να αλλάξεις, στο τέλος μένει το χρώμα που βγάζει το πιάνο, ακόμη κι αν κάθε χρώμα έχει τις αποχρώσεις του. Στο “Summer Portraits” ήθελα να κάνω κάτι διαφορετικό, ήθελα να νιώσω ελεύθερος να εξερευνήσω ολόκληρη την παλέτα των χρωμάτων, ακόμη και μέσα στο ίδιο κομμάτι. Αυτό το άλμπουμ είναι πολύ περισσότερο δουλεμένο με τη λογική που έχουν τα τραγούδια σε ένα ποπ άλμπουμ: ενορχηστρώνεις την ίδια στιγμή που ηχογραφείς και αργότερα με τους μουσικούς προσθέτεις το ένα επίπεδο πάνω από το άλλο, γι’ αυτό και το ηχητικό αποτέλεσμα θυμίζει και λίγο καλειδοσκόπιο».
Γιατί ένα κομμάτι τιτλοφορείται Pathos: «Δεν είναι η πρώτη φορά που χρησιμοποιώ μια ελληνική λέξη σε μια μου σύνθεση. Είχα συνθέσει ένα κομμάτι με τίτλο Eros (σ.σ. από το “Night book” του 2009), όπως και ένα άλλο με τίτλο Logos (σ.σ. από το “Elements” του 2015). Οταν έγραφα αυτή τη μουσική υπέφερα, αλλά υπήρχε ομορφιά. Μπορεί ένα συναίσθημα να είναι μαρτύριο, όμως ταυτόχρονα σε κάνει να αισθάνεσαι υπέροχα. Ενα τέτοιο συναίσθημα ένιωθα γράφοντας, υπήρξε πάθος σε αυτή τη μουσική, όπως λέμε, και θεώρησα σωστό να ονομάσω το κομμάτι έτσι ακριβώς: Πάθος. Περιλαμβάνει και την εμπειρία του μαρτυρίου».
Είχα συνθέσει ένα κομμάτι με τίτλο Eros και ένα άλλο με τίτλο Logos. Οταν έγραφα το Pathos υπέφερα, αλλά υπήρχε ομορφιά και θεώρησα σωστό να ονομάσω το κομμάτι έτσι: Πάθος. Περιλαμβάνει και την εμπειρία του μαρτυρίου.
Η συνεργασία του με την Greenpeace: «Η εμπειρία ήταν μοναδική και θα το έκανα ξανά. Ξέρω ότι δεν μπορώ να αλλάξω τον κόσμο εντελώς, αλλά πιστεύω επίσης ότι όταν κάνεις μουσική, όταν μαγειρεύεις, όταν σχεδιάζεις σαν αρχιτέκτονας εκφράζεις κάποιες ιδέες που έχουν ένα όραμα για τον κόσμο. Κάνοντας μουσική δημιουργώντας, ξέρω ότι μοιράζομαι με τους ανθρώπους που έρχονται στις παραστάσεις μου κάτι κοινό – και αφορά το πώς νιώθουμε για το περιβάλλον, για την ισότητα και για τη δημοκρατία. Ξέρω ότι δεν έχω τη δύναμη του Ελον Mασκ, αλλά ξέρω ότι η μουσική έχει μια δύναμη από μόνη της. Πιστεύω, για παράδειγμα, ότι καλλιτέχνες όπως οι Coldplay έχουν αυτό το μήνυμα της αγάπης το οποίο το μοιράζονται με τους ακροατές τους σε όλο τον κόσμο, που νομίζω ότι είναι πανέμορφο».

