Βαγγέλης Μουρίκης στην «Κ»: «Οταν είδα το “Αρκάντια” είπα: Καλή ταινία κι αυτή, έχει μιαν ατμόσφαιρα»
βαγγέλης-μουρίκης-στην-κ-οταν-είδα-563458030

Βαγγέλης Μουρίκης στην «Κ»: «Οταν είδα το “Αρκάντια” είπα: Καλή ταινία κι αυτή, έχει μιαν ατμόσφαιρα»

Ο πρωταγωνιστής του «Αρκάντια» του Γιώργου Ζώη μιλάει στην «Κ» για τον τελευταίο του ρόλο, το σινεμά ως ολοκληρωτική εμπειρία αλλά και την ταμπέλα του καλτ, που μάλλον του περνάει αδιάφορη

Είναι ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα πρόσωπα του σύγχρονου ελληνικού σινεμά. Ο ίδιος πάντως δεν θεωρεί πως παίζει σε πολλές ταινίες. «Κάνω μία, μιάμιση ταινία κάθε δύο χρόνια περίπου, δεν είναι πολύ. Απλώς καμιά φορά βγαίνουν πολλές μαζεμένες μαζί», λέει ο Βαγγέλης Μουρίκης, με μια παιδική σχεδόν αθωότητα.

Ηταν ένας από τους «Απόντες» αλλά και ο «Βασιλιάς» του Νίκου Γραμματικού. Ανέλαβε κάμποσους οριακούς ρόλους στο κινηματογραφικό σύμπαν του Γιάννη Οικονομίδη, έγινε μέχρι και βρικόλακας που χόρευε ασταμάτητα στη «Νορβηγία» του Γιάννη Βεσλεμέ. Στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου βρίσκεται και ο ήρωας που ο Μουρίκης υποδύεται στη νέα ταινία του Γιώργου Ζώη «Αρκάντια», σε σενάριο της Κατερίνας Κοτζαμάνη. Η ταινία ξεκινά με ένα ζευγάρι που καλείται να αναγνωρίσει τη σορό ενός τροχαίου δυστυχήματος στον Μαραθώνα. Από εκεί αρχίζει μια σταδιακή διάκριση που είναι συγχρόνως συνύπαρξη ζωντανών και νεκρών (δεν θα ξεφύγουμε από spoilers αν πούμε περισσότερα), αλλά και μια σειρά αποκαλύψεων που ο πρωταγωνιστής δεν υπολόγιζε απαραίτητα. 

Η ταινία, που έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, διακρίθηκε για τη σκηνοθεσία της στο Φεστιβάλ του Σαράγεβο, ενώ η ερμηνεία του Βαγγέλη Μουρίκη απέσπασε βραβείο στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Χονγκ Κονγκ. Το «Αρκάντια», που παίζεται πλέον και στις αίθουσες, ήταν μια καλή αφορμή για να συναντήσουμε τον ηθοποιό που θέλει να μπαίνει ολοκληρωτικά σε κάθε ταινία που κάνει. 

Βαγγέλης Μουρίκης στην «Κ»: «Οταν είδα το “Αρκάντια” είπα: Καλή ταινία κι αυτή, έχει μιαν ατμόσφαιρα»-1
«Το “Αρκάντια” θέτει ερωτήματα που όλοι λίγο πολύ τα έχουμε και με έναν τρόπο τελικά, παίρνει θέση». Φωτ.: Tanweer 

– Στο «Αρκάντια» έχουμε ένα ωραίο εύρημα, τη συνύπαρξη του κόσμου των ζωντανών με τον κόσμο των νεκρών. Και ένα ακόμα: ο Γιώργος που υποδύεσαι είναι γιατρός, κάτι που μάλλον έχει σημασία στον τρόπο που αντιμετωπίζει τα πράγματα. 

– Ναι, έχει τη σημασία του. Ενδεχομένως λόγω αυτού έχει ανεπτυγμένο πιο έντονα και ένα κομμάτι πιο «ντετεκτιβίστικο». Παρασύρεται στο να ψάξει πρώτα το ένα, μετά το άλλο και συναντά και εκπλήξεις. Φαντάζομαι αυτό το έχει ως ψυχολογία ένας χειρουργός, όταν κάτι εξελίσσεται αλλιώς από ό,τι περίμενε. Μπαίνει σε άλλη οδό μετά, πρέπει να βρει άλλο δρόμο. Ετσι είναι και ο Γιάννης, που με έναν τρόπο παίζει και σαν ντετέκτιβ της δικής του ζωής στην ταινία. 

– Οταν σου έρχεται ένας ρόλος, υπάρχουν τα εμφανή του χαρακτηριστικά. Εσύ μετά πώς σκάβεις για να βρεις και εκείνα που βρίσκονται πέρα από αυτά; 

– Σου έρχεται ένας ρόλος και διαβάζεις πρώτα τι είναι το έργο βασικά. Το οποίο κάτι έρχεται να σου πει, αν είναι πρωτότυπο και είναι μέσα στις δικές σου αναζητήσεις και αν ο χαρακτήρας σου αναπτύσσεται με έναν ενδιαφέροντα τρόπο. Και εκεί αρχίζεις και ρωτάς, τι μπορώ να φέρω εγώ σε αυτό; Πώς θα γίνω ο μεταφορέας αυτού του μύθου; Διαλέγεις με ποιο όχημα θα πας, πώς θα τον «ντύσεις», πώς θα τον παρουσιάσεις. Εμπλουτίζεις συνέχεια με τη δική σου άποψη τον χαρακτήρα σε σχέση και με τη δράση του. Εκεί μπαίνεις με έναν τρόπο και στο σεναριακό κομμάτι και βλέπεις κάτι που ενδεχομένως χρειάζεται να αναπτυχθεί. Εχει ενδιαφέρον. Είναι ένας μακρύς δρόμος που χωρίζεται σε μικρούς ή μεγαλύτερους στόχους. Και τελικά έχει σημασία αν είναι ένας ρόλος που θα πάει πέρα από την πλοκή: μπορεί να πει κάτι μεγαλύτερο και να αφήσει το ίχνος του πιο βαθιά; Εκεί πρέπει να είσαι και τυχερός με τις επιλογές που κάνεις στις συνεργασίες σου. 

– Πάντως το ελληνικό σινεμά αγαπά αρκετά τον Βαγγέλη Μουρίκη. Ο Βαγγέλης Μουρίκης πώς επιλέγει τελικά σε ποιες ταινίες θα πει το «ναι»; 

– Πρώτα από όλα κοιτάω αν είναι μια ιστορία που με ενδιαφέρει. Ως άτομο έχω θέσεις που παίρνω γύρω από όσα συμβαίνουν γενικά και νιώθω ότι αυτό μου καθοδηγεί πολλές φορές τις αποφάσεις. Αν ερχόταν κάποιος το 2000 να μου μιλήσει για μια ιστορία που είχε εξαντληθεί το 1995 και πιθανόν να έπρεπε να έχει ειπωθεί από το 1985, θα του έλεγα πως είμαστε πίσω, δεν έχουμε να πούμε κάτι. Αν όμως αγωνίζεται να εκφράσει και να φέρει στο προσκήνιο κάτι που πραγματικά έχει κάτι να πει τώρα, θα μπω σε αυτό. Και δεν μιλάω για ζητήματα επικαιρότητας, αλλά για πράγματα θεμελιώδη, που σε τρώνε. Είναι σύγχρονος ο χαρακτήρας; Ή, αν έρχεται από το χθες, είναι διαχρονικός;

«Tελικά έχει σημασία αν είναι ένας ρόλος που θα πάει πέρα από την πλοκή: μπορεί να πει κάτι μεγαλύτερο και να αφήσει το ίχνος του πιο βαθιά;»

– Ο Γιάννης του «Αρκάντια» θα εντασσόταν τότε στους διαχρονικούς χαρακτήρες. 

– Είναι, ναι. Γιατί αυτό είμαστε. Οταν μιλάς για τη ζωή, μιλάς και για τον θάνατο. Οταν μιλάς για το τυχαίο συμβάν, την τύχη, μιλάς και για την ατυχία. Οι αντιθέσεις αυτές δεν θα μεταβληθούν ποτέ και πολύ. Υπάρχει πάντα η έκπληξη και η ρουτίνα, και στο ΑΙ να τα βάλεις αυτά, μια παρόμοια γραμμή θα πάρουν. Το «Αρκάντια» θέτει ερωτήματα που όλοι λίγο πολύ τα έχουμε και, με έναν τρόπο τελικά, παίρνει θέση. 

– Ο Ντέιβιντ Λιντς, που πέθανε πρόσφατα, αρνούνταν να δώσει ερμηνεία στις ταινίες του. Εσύ θα ήθελες οι θεατές που βγαίνουν από την αίθουσα να βρίσκουν κάπου και τη δική σου προσέγγιση ή προτιμάς να υπάρχουν τόσες ερμηνείες όσες και θεατές; 

– Είναι πολύ προσωπική μια σχέση με μια ταινία. Τη δική σου την ερμηνεία πάνω στα πράγματα τη βλέπουν. Είναι έξυπνος ο κόσμος, έχει γνώση, έχει ένστικτο και αισθητική. Αυτό που θα διαλέξει να δει είναι αν το “όχημα” που έχεις χρησιμοποιήσει για τον ρόλο είναι ένα καλό “όχημα”, αν σε πήγε από το σημείο Α στο Β. Τότε θα σε εμπιστευτεί και από εκεί και πέρα θα καταλήξει όπου θέλει. Εκεί αρχίζει ο διάλογος μεταξύ των απόψεων, που είναι και το ενδιαφέρον κομμάτι για εμένα. 

– Οι γνώμες πόσο σε ενδιαφέρουν; Θα πάρεις κατάκαρδα μια κακή κριτική;

– Εξαρτάται από το πόσο εμπεριστατωμένη είναι μια κριτική. Αν είναι, σημαίνει ότι το αντικείμενο έχει απασχολήσει αυτόν που την κάνει και δεν αντλεί από κάποια «συνταγή» αντίδρασης. Από τη στιγμή που εκεί εμπλέκεται, με όλη την αγάπη θα διαβάσω αυτή την κριτική. Και από αυτή θα μάθω, ακόμα και αν είναι εναντίον μου. Γιατί αυτό αφορά το ενδιαφέρον πεδίον διαλόγου που λέγαμε πριν. Εχει σημασία το σκεπτικό, γιατί αυτό γουστάρεις τελικά, να δεις τι είδαν οι άλλοι. Το ζητούμενο είναι πάντα να κινούμαστε παραπέρα. 

Βαγγέλης Μουρίκης στην «Κ»: «Οταν είδα το “Αρκάντια” είπα: Καλή ταινία κι αυτή, έχει μιαν ατμόσφαιρα»-2
«Είναι έξυπνος ο κόσμος, έχει γνώση, έχει ένστικτο και αισθητική. Αυτό που θα διαλέξει να δει είναι αν το “όχημα” που έχεις χρησιμοποιήσει για τον ρόλο είναι ένα καλό “όχημα”, αν σε πήγε από το σημείο Α στο Β». Φωτ.: Tanweer

– Υπάρχει ένα κοινό σε πολλούς σου ρόλους, που είναι το στοιχείο της έλλειψης. Στον «Βασιλιά» και στο «Μικρό Ψάρι» είναι η φυλακή και η απώλεια της ελευθερίας, στο «Digger» ή το «Αρκάντια» είναι η απουσία και ο θάνατος. Πώς βρίσκεις τα δικά σου κομμάτια έλλειψης από τα οποία αντλείς το περιεχόμενο για αυτούς τους ήρωες; 

– Είναι πολλές οι πηγές. Εξάλλου και οι ήρωες λόγου χάρη μπορεί να ήταν στη φυλακή, αλλά όταν βγαίνουν δεν είναι ίδιοι μεταξύ τους. Σε τέτοιους ήρωες τα κομμάτια που πρέπει να βάλεις είναι αρκετά, είναι ένα παζλ, και μου αρέσει αυτού του είδους η εμπλοκή. 

– Με έναν τρόπο είναι σαν να χαρακτηρίζει αυτούς τους ήρωες τελικά περισσότερο αυτό που τους λείπει. 

– Ναι, είναι όντως χαρακτήρες που χτίζονται πάνω στην έλλειψη. Αυτό τους οριοθετεί κιόλας, τη δράση τους και την αντίδρασή τους. Τελικά, αυτοί οι ήρωες κάτι ψάχνουν. Και αφού ψάχνουν, είσαι και εσύ μαζί τους για να δεις τι είναι αυτό. Η λέξη έλλειψη είναι πολύ κινηματογραφική. Είναι και η καθοριστική λέξη στο μοντάζ, που είναι ένα κομμάτι που μου αρέσει πάρα πολύ, καθόμουν κάτω παλιά και έκοβα. Κόβεις και συνθέτεις από μια έλλειψη. 

– Από το μοντάζ θα σε πάω στο σενάριο, μια και συνυπέγραψες αυτό της νέας ταινίας του Γιάννη Οικονομίδη, «Σπασμένη Φλέβα». Οταν μπαίνεις σε μια άλλη θέση κινηματογραφικά, σκέφτεσαι από τη σκοπιά του ηθοποιού; Ή συμβαίνει το αντίθετο, προσεγγίζεις την υποκριτική λαμβάνοντας υπόψη όλες τις άλλες δομές μιας ταινίας; 

– Οι ταινίες μου αρέσουν, γιατί μου επιτρέπουν να είμαι ολοκληρωτικά μέσα σε αυτές. Είτε στα πρώτα τους κομμάτια, είτε όταν φτάνουμε στο γύρισμα, στο κεφάλι μου τρέχουν πολλά πράγματα που αφορούν το ζήτημα κινηματογράφος. Είναι μια ολική εμπλοκή. Για να έρθω και στο ερώτημά σου, ακόμα και τα επιμέρους είναι πάντα μέρος του όλου. 

«Η λέξη έλλειψη είναι πολύ κινηματογραφική. Είναι και η καθοριστική λέξη στο μοντάζ, που είναι ένα κομμάτι που μου αρέσει πάρα πολύ, καθόμουν κάτω παλιά και έκοβα. Κόβεις και συνθέτεις από αυτή μια έλλειψη». 

– Στο Ιντερνετ μπορεί να περνούν όλα γρήγορα, αλλά συγχρόνως υπάρχει η αίσθηση πως δεν μπαίνει ποτέ τελεία σε τίποτα, πάντα μια ταινία ή κάτι άλλο θα συζητιέται εδώ και εκεί. Για σένα ο κύκλος ενός ρόλου ή μιας ταινίας πού κλείνει; 

– Εξαρτάται από τον ήρωα. Εμπλέκεσαι με τον καθένα διαφορετικά, άρα και το πότε σε αφήνει και γίνεται η απεμπλοκή είναι ένα διαφορετικό ζητούμενο κάθε φορά. Δεν έχει σημασία σε ποιους ρόλους, αλλά έχει τύχει να μου πάρει και 5-6 μήνες. Υπάρχει μια ωραία έκφραση που λέει ότι όσο ψηλό είναι ένα δέντρο, τόσο βαθιές είναι και οι ρίζες του από κάτω. Λίγο – πολύ αυτό γίνεται και με τους ρόλους. Στην Ελλάδα εμπλεκόμαστε και λίγο παραπάνω, γιατί κάνουμε σινεμά με τον τρόπο που το κάνουμε. Δίνεις πολύ χρόνο και κομμάτι από τον εαυτό σου εδώ και σε ακολουθεί αυτό. 

– Αφού αναφέρεσαι και στο ελληνικό σινεμά, ποιο θα έλεγες ότι είναι το «παράσημό» του και τι του λείπει; 

– Το «παράσημο» είναι ότι με αυτά που έχουμε γίνονται μεγάλα πράγματα. Υπάρχουν άνθρωποι που παλεύουν σε φοβερά αντίξοες συνθήκες, κυρίως οικονομικές, και καταφέρνουμε να έχουμε σοβαρή παρουσία και στα φεστιβάλ του εξωτερικού. Τώρα αυτό που χρειάζεται για να πάει παρακάτω αφορά ολόκληρο τον κινηματογράφο γενικότερα. Χρειάζεται μια μορφή και ένα περιεχόμενο που να ανταποκρίνεται καλύτερα στα σημερινά ζητούμενα. Εχω την εντύπωση πως τα σενάρια, οι ιδέες και ο τρόπος με τον οποίο αποδίδονται χρειάζονται μάλλον μια ανανέωση, να δει ο κόσμος και κάτι διαφορετικό από αυτά που βλέπει συνήθως εύκολα στο τηλέφωνό του.

– Με κάποιους ρόλους, του Οικονομίδη κυρίως, έχεις περάσει κιόλας στη σφαίρα του καλτ. Σε φόβισε ποτέ ότι έτσι θα εγκλωβιστείς και σε μια ταμπέλα ή το είδες τελικά να σε βοηθάει ως μια μορφή αναγνώρισης; 

– Ούτε το ένα ούτε το άλλο. Κάτι τέτοιο είναι τόσο πέρα από αυτό που έχεις κάνει εσύ σε μια ταινία που πλέον είναι κάτι που αφορά τους άλλους. Είναι ένα έργο που το κάνει μετά ο άλλος ό,τι θέλει: δεν του αρέσει, του πετάει γιαούρτια, του αρέσει, κάθεται και το κάνει κάτι άλλο. Σε αυτό μου φαίνεται πιο ενδιαφέρον όταν παίρνουν κάτι και το μετεξελίσσουν με έναν τρόπο, αν βάλουν π.χ. την ατάκα μια ταινίας σε ένα τραγούδι. Τώρα το να βλέπει ο άλλος κάτι στο YouTube, ok, είναι κάτι πιο στείρο. Εχει φυσικά το δικαίωμα να το κάνει και να ξέρει μόνο αυτό. Δεν είναι υποχρεωμένος να δει και την ταινία σου, σιγά. 

– Η τελευταία ταινία που είδες ποια ήταν;

Το «Ολα Οσα Φανταζόμαστε ως Φως». Είναι ωραία ταινία. Το ότι ανακατεύει πράγματα σε μία πόλη που εμείς δεν την ξέρουμε, σε κάνει να παίρνεις αυτό που βλέπεις σε πρώτο επίπεδο και μετά να μένεις στο ανθρώπινο κομμάτι. Ετσι κι αλλιώς αυτό μένει πάντα. Ψέματα, η τελευταία ταινία που είδα ήταν μερικά λεπτά από το «Αρκάντια», σε μια προβολή της ταινίας στη Βέροια. Και είπα «Καλή και αυτή, έχει μια ατμόσφαιρα». 


Το «Αρκάντια» του Γιώργου Ζώη, με πρωταγωνιστές τον Βαγγέλη Μουρίκη και την Αγγελική Παπούλια, παίζεται στις αίθουσες από την Tanweer. 

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT