Ο ΡΟΜΑΝΟ ΠΡΟΝΤΙ έγινε για πρώτη φορά πρωθυπουργός της Ιταλίας λίγους μήνες μετά την ανάληψη των πρωθυπουργικών καθηκόντων στην Ελλάδα από τον Κώστα Σημίτη. Από τον Σεπτέμβριο του 1999 έως τον Νοέμβριο του 2004 ήταν πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής – μια περίοδος στο σύνολο σχεδόν της οποίας ο Σημίτης ήταν πρωθυπουργός.
Ο Πρόντι μίλησε στην «Κ» για το πώς θυμάται τον ιδεολογικό του συνοδοιπόρο, με τον οποίο βρέθηκαν για πολλά χρόνια μαζί στο επίκεντρο των ευρωπαϊκών πραγμάτων.
«Είναι σπάνιο να υπάρχει μια τόσο μακρά περίοδος συνεργασίας [μεταξύ δύο πολιτικών]», παραδέχεται. «Είχαμε –δεν θα το έλεγα ακριβώς φιλία, αλλά– ένα κοινό ύφος στην πολιτική. Είχαμε ήπια προσέγγιση, αναζητούσαμε τη δημοκρατική συναίνεση, όχι την επιβολή διά της ισχύος. Και υπήρχε μια φυσική αλληλεγγύη ανάμεσά μας – όχι μόνο επειδή ήμαστε κεντροαριστεροί μεταρρυθμιστές, αλλά και επειδή συμμεριζόμασταν την ανάγκη εκσυγχρονισμού των χωρών μας».
Ως πρόεδρος της Κομισιόν, θυμάται ο Πρόντι, έπρεπε να διαχειριστεί τη διεύρυνση της Ε.Ε. προς Ανατολάς. «Επέμενα τότε αυτό να συνδυαστεί με μια νέα πολιτική για τη Μεσόγειο – και σε αυτό συνεργαστήκαμε με τον Κώστα. Δυστυχώς, δεν ήταν όσο επιτυχής όσο ελπίζαμε, γιατί μετά την αποχώρησή μας η χρηματοπιστωτική κρίση προκάλεσε ρήγμα μεταξύ του Βορρά και του Νότου. Αλλά ήταν κάτι στο οποίο και οι δύο εστιάζαμε. Και η κρίση, από αυτή την άποψη, ήταν το τέλος ενός ονείρου».
Πόσο επιτυχημένο ήταν όμως το εκσυγχρονιστικό εγχείρημα του Σημίτη, όταν λιγότερο από έξι χρόνια μετά την αποχώρησή του από την εξουσία η Ελλάδα βρέθηκε να είναι ο πιο αδύναμος κρίκος στην Ευρωζώνη; «Η παγκόσμια κρίση φυσικά επιβράδυνε αυτή τη διαδικασία [του εκσυγχρονισμού]. Αλλά η ανάκαμψη της Ελλάδας κατέστη εφικτή χάρη στις εκσυγχρονιστικές προσπάθειες του Κώστα. Δεν ήταν μια βραχυπρόθεσμη, αλλά μια μακροπρόθεσμη πολιτική». Ο Πρόντι μάλιστα τονίζει την ευθύνη της Γερμανίας, της στάσης της απέναντι στην Ελλάδα (και την Ιταλία) και των στερεοτύπων περί «τεμπέληδων του Νότου» για την παράταση της κρίσης.
«Η Ελλάδα ήταν σημαντικός παίκτης [επί Σημίτη]», συνεχίζει. «Θυμηθείτε τη Σύνοδο Κορυφής της Θεσσαλονίκης [σ.σ.: τον Ιούνιο του 2003, στην οποία η Ε.Ε. καλωσόριζε την ενταξιακή προοπτική των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων].
Ηταν μια συγκυρία κατά την οποία είχαμε μεγάλες προσδοκίες για το μέλλον. Κι εκεί βέβαια υπήρξε μια διακοπή [σ.σ.: από τις έξι χώρες που συμμετείχαν, μόνο μία –η Κροατία– είναι σήμερα μέλος της Ε.Ε.]».
«Δεν ήταν δύσκολο να συμφωνώ με τον Κώστα», αναφέρει για τις προσωπικές τους επαφές. «Συμφωνούσαμε για τη Μεσογειακή πολιτική, συμφωνούσαμε για την Κύπρο. Δεν είχα λόγους να τσακωθώ μαζί του όπως είχα με πολλούς άλλους ηγέτες… Είχαμε τις ίδιες ακαδημαϊκές καταβολές, μπήκαμε στην πολιτική σε πιο μεγάλη ηλικία, αν και είχαμε και οι δύο την πολιτική στο αίμα μας εκ γενετής, ήμαστε στο ίδιο στρατόπεδο, αλλά και οι χώρες μας είχαν κοινά συμφέροντα».
Συζητούσαν μαζί τις κοινές παθογένειες –το πελατειακό κράτος, τη φοροδιαφυγή– που μάστιζαν και τις δύο τους χώρες; «Ναι, δεν ήταν συζητήσεις των πέντε λεπτών. Ηταν μεγάλης διάρκειας ανταλλαγές απόψεων, ανταλλαγές εμπειριών. Και ήταν ανταλλαγές μεταξύ ίσων – δεν υπήρχε δάσκαλος και μαθητής».
«Είχαμε και οι δύο δυσκολίες να περάσουμε μεταρρυθμίσεις», προσθέτει. «Οι μεταρρυθμίσεις δεν είναι ποτέ εύκολες, σε καμία χώρα. Αλλά θεωρώ ότι, αν εξετάσει κανείς το τι πετύχαμε σε βάθος χρόνου, το αποτέλεσμα ήταν θετικό».
Στην εποχή τους, η κεντροαριστερά ήταν κραταιά στην Ε.Ε. Σήμερα, βρίσκεται σε άτακτη υποχώρηση ανά την ήπειρο. Ρώτησα τον πρώην πρόεδρο της Κομισιόν γιατί συμβαίνει αυτό. «Η αδυναμία της Αριστεράς ήταν ότι δεν μπόρεσε να διαχειριστεί τον φόβο της μετανάστευσης και τον φόβο της φορολογίας», λέει. «Και επίσης δεν υπερασπίστηκε τα κοινωνικά δικαιώματα – το κράτος πρόνοιας, την κοινωνική ασφάλιση, τον πυρήνα της κοινωνικής δικαιοσύνης. Ο φόβος κυριάρχησε επί της ελπίδας».
Δεν έχει χάσει όμως τη δική του ελπίδα. Η αποδυνάμωση των Βρυξελλών, «την οποία υποστηρίζουν πολλές δεξιές κυβερνήσεις», είναι μια «τροχοπέδη», σημειώνει, η οποία θα γίνει αυξανόμενα αισθητή καθώς εντείνονται οι επιθέσεις από τον Ντόναλντ Τραμπ και τον Έλον Μασκ. «Αυτό θα αλλάξει τη στάση πολλών ψηφοφόρων – και κυβερνήσεων. Η ανάγκη για μια ισχυρή Ευρώπη θα γίνει πραγματικότητα».•

