Ο Θανάσης Βαλτινός, συγγραφέας και πρώην πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών, έφυγε αθόρυβα από τη ζωή σε ηλικία 92 ετών. Τον συνάντησα δύο φορές στη ζωή μου, την πρώτη φορά το 1990, στο Παρίσι, στο φεστιβάλ βιβλίου «Ωραίες Ξένες» παρέα με τον Βασίλη Βασιλικό και τον Γιώργο Χειμωνά. Ημουν νέος δημοσιογράφος και θαρρώ πως ήμουν κάπως εντυπωσιασμένος από τη στιβαρότητα που εξέπεμπε η παρουσία του, σε συνδυασμό με μια αδιευκρίνιστη λεπτότητα στην κίνησή του και στον λόγο του.
Θυμάμαι πως μιλούσαμε για τις ακτίνες του φωτός σε ένα καφέ κοντά στον Σηκουάνα. Πέρασαν τα χρόνια και πάντα παρακολουθούσα την πορεία του εξ αποστάσεως, όπως πέρασαν και τα βιβλία του από τα χέρια μου, «Μπλε βαθύ, σχεδόν μαύρο», «Θα βρείτε τα οστά μου υπό βροχήν», «Σχισμή φωτός» και «Εθισμός στη νικοτίνη». Τον ξανασυνάντησα 33 χρόνια αργότερα για να τον φωτογραφίσω χάρη σε μια κοινή μας φίλη, τη Γωγώ Ψαρρά, στο σπίτι του στο Παγκράτι την άνοιξη του 2023. Ο ανελέητος χρόνος είχε περάσει από εκεί, ο συγγραφέας με περίμενε καθισμένος ευλαβικά στην τραπεζαρία φορώντας ένα φαρδύ σακάκι και μια γραβάτα-φουλάρι δεμένη κομψά πάνω από το πουκάμισο. Στον τοίχο, μια φωτογραφία που ήταν φαντάρος με μουστάκι και ένα ζωγραφισμένο πορτρέτο του θύμιζαν άλλη εποχή. Διαισθάνθηκα μια μοναχικότητα και συνάμα μια ενέργεια που με συγκίνησαν. «Μη με βγάλετε ψεύτικο, δεν ξέρω να ποζάρω», μου είπε με μια γλυκιά, σχεδόν παιδική φωνή που δεν ταίριαζε με την ηλικία του. «Μην ανησυχείτε, το φυσικό φως θα τα κάνει όλα», του αποκρίθηκα. «Ολοι αυτό το φως αναζητούμε», είπε χαμογελαστά προσφέροντάς μου ένα ποτήρι νερό και κουλουράκια «τραγανιστά, της γειτονιάς».
Το κείμενο που ακολουθεί δεν αποτελεί αντικείμενο συνέντευξης με την κλασική έννοια του όρου, αλλά μια αυθόρμητη, ελεύθερη συζήτηση μετά τη σύντομη φωτογράφισή μας, με μακροσκελείς σιωπές και «φαινομενικά» ανιδιοτελείς συνειρμούς (γιατί κατά κάποιον περίεργο τρόπο όλα συνδέονται τελικά). Εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή από την ταράτσα του τελευταίου ορόφου όπου διέμενε ο Βαλτινός, ο αττικός ουρανός φαινόταν φουρτουνιασμένος με ασημένιες αποχρώσεις και μολυβένια σύννεφα, ο ηλιοκράτορας είχε αρχίσει την κάθοδό του, και στο βάθος, πάνω στη γραμμή του ορίζοντα, ο Παρθενώνας έλαμπε. Σαν το αιώνιο κάδρο της ύπαρξής μας, της μοναξιάς μας.
– Με ρωτήσατε «εάν βρήκα το καλό φως στο κάδρο μου». Μήπως τελικά όλα αυτά τα χρόνια αναζητούσατε ένα είδος φωτός μέσα από τη γραφή σας;
– Κοιτάξτε, συμβολικά αυτό γίνεται. Πάντα κάτι γυρεύει κανείς. Μπορεί να είναι ένα είδος φωτός, μπορεί να είναι μια υποψία φωτός, μπορεί να είναι μια μεταφυσική ή συμβολική έννοια φωτός. Πολλά πράγματα. Βεβαίως κάθε φορά δεν μπορεί να ξέρει κανείς τι, γιατί έχει αυτό το μυστήριο. Να έχει τη δική του παρουσία το φως, τη δική του επενέργεια, τη δική του λειτουργικότητα. Δεν ξέρω αν συμφωνείτε σε αυτό. Aλλο φως υπάρχει σε ένα δωμάτιο με δύο, σαν κι εμάς, και άλλο με άλλους τέσσερις. Νομίζω είναι διαφορετικό το φως. Eχει μια ζωντανή, εσωτερική λειτουργία. Οι συμβολικές και ουσιαστικές δυνάμεις που κουβαλάει το φως μπορούν να λειτουργήσουν και σαν κάθαρση.
«Πάντα κάτι γυρεύει κανείς. Μπορεί να είναι ένα είδος φωτός, μπορεί να είναι μια υποψία φωτός, μπορεί να είναι μια μεταφυσική ή συμβολική έννοια φωτός».
– Μιλούσα και αλληγορικά για το φως, για το εσωτερικό φως που αναζητήσετε και ως συγγραφέας.
– Η αλληγορική έννοια του φωτός είναι περίπλοκη και εκτεταμένη. Πού θα βρει κανείς άκρη για να αποδώσει, να το περιγράψει όσο πιο σωστά μπορεί, δεν γίνεται. Το φως που εκπέμπει ένας μοναχός, μια γυναίκα, μια γκόμενα, δεν ξέρω αν τις χρησιμοποιείτε ακόμη αυτές τις λέξεις. Γιατί έχει μια σύσταση και ουσία εσωτερική. Oσο κι αν φαίνεται περίεργο, δεν μπορώ να το διατυπώσω αλλιώς.

Ο Θανάσης Βαλτινός θυμάται τη συνεργασία του με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο και το «Ταξίδι στα Κύθηρα». «Η μαγεία του κινηματογράφου», λέει ο ίδιος, «είναι βέβαια μια υπόθεση. Εξαρτάται από τον σκηνοθέτη, από τον ηθοποιό, από τη γωνία λήψης. Ολα αυτά είναι σε σχέση πάντα με τον αποδέκτη. Ενα καλό τέλος σε μια ταινία δεν είναι αναγκαστικά καλό για όλους τους θεατές, ακόμη και για αυτούς που είναι ανακατεμένοι στο έργο». (Φωτογραφία: ΝΙΚΟΣ ΑΛΙΑΓΑΣ)
– Ο 20ός αιώνας ήταν για εσάς ένας αιώνας όπου βιώσατε τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τον Εμφύλιο, τη δικτατορία, την αναζήτηση μιας ελευθερίας τόσο για την Ελλάδα αλλά και γενικότερα για τις κοινωνίες. Αλλαξε κάτι;
– Αλλαξαν πολλά πράγματα, ουσιαστικά πράγματα. Νομίζω η ουσία των πραγμάτων, η υλική τους διάσταση, αν υπάρχει τέτοια, έχει αλλάξει. Βεβαίως η Κατοχή, η Αντίσταση, όλα αυτά ήταν εποχές σκληρές. Εχουν σημαδευθεί, αλλά έχουν και μαγαριστεί κατά κάποιον τρόπο.
– Τι εννοείτε;
– Εννοώ ότι έχουν ειπωθεί πολλά πράγματα, πολλές ερμηνείες, εσκεμμένα λανθασμένες, εσκεμμένα περίεργες και τέτοια πράγματα. Εγώ τέλειωσα μαθητής στην Τρίπολη. Ηταν τελευταίος χρόνος της Κατοχής. Μετακατοχικός. Δηλαδή μετά την Κατοχή του 1940 ένα μέρος Κατοχής και ένα μέρος Απελευθέρωσης. Τόσα πράγματα μέσα σε αυτόν τον χώρο και αυτόν τον χρόνο που δεν μπορείς να τα ξοδέψεις όλα, δεν μπορείς να τα κατευθύνεις κάπου όλα, να τα σκορπίσεις κάπου όλα. Και εκεί αρχίζει ένα παιχνίδι της Ιστορίας, της πραγματικότητας, της γνώσης της Ιστορίας, της παραποίησης της Ιστορίας. Ολα αυτά σούμα. Δεν ξέρω αν βγάζει κανείς από εκεί τίποτα, αν μπορεί να βγάλει τίποτα, αλλά όσο προσπάθησα εγώ να δώσω μιαν άλλη άποψη ήταν ή αποτυχία ή πάρα πολύ προσωπικές εκδοχές.
– Εάν η ζωή σας ήταν μια ταινία, τι τίτλο θα της δίνατε;
(Γελάει)
– Μη με ρωτάτε. Κάποτε είχα αποπειραθεί να κάνω κάτι τέτοιο. Οχι ταινία ακριβώς…
– Ντοκιμαντέρ;
– Ούτε ντοκιμαντέρ ακριβώς, με κάποιους συναδέλφους που ενδιαφέρονταν για τη ζωή μου. Ο τίτλος είναι το δυσκολότερο πράγμα και από μια άποψη μπορεί να είναι και το ευκολότερο, να φαίνεται εύκολο, αλλά πράγματα που θέλει να θίξει κανείς, πράγματα που τα έχει μέσα του σε συμφυρμό, σε ένα είδος έκθεσης, δεν βγαίνουν. Δεν μπορεί να έχει κανείς τις πρώτες εικόνες στη μνήμη του από μια σειρά από γεγονότα σαν υποκατάστατα ενός φιλμ, ενός σεναρίου… Ας πούμε το σενάριο, στο τέλος τι είναι; Είναι μυστήρια αυτά πράγματα που δεν μπορούμε ποτέ ούτε να τα ονομάσουμε ούτε να τα ελέγξουμε και που ωστόσο αποτελούν κομμάτι του ταξιδιού… Η εποχή κουβαλάει ένα σωρό φυσιογνωμίες. Ανάλογα με τον θεατή, με τη θέση στην οποία βρίσκεται, με τις προθέσεις του.
– Εσείς γράψατε σενάρια και βραβευθήκατε στις Κάννες με το «Ταξίδι στα Κύθηρα» του Θόδωρου Αγγελόπουλου…
– Ο Αγγελόπουλος… Eίχαμε συνεργαστεί κυρίως στις πρώτες του ταινίες. Η μαγεία του κινηματογράφου είναι βέβαια μια υπόθεση. Εξαρτάται από τον σκηνοθέτη, εξαρτάται από τον ηθοποιό, εξαρτάται από τη γωνία λήψης, από τη στιγμή που γίνεται ένα τράβηγμα. Ολα αυτά είναι σε σχέση πάντα με τον αποδέκτη. Ενα καλό τέλος σε μια ταινία δεν είναι αναγκαστικά καλό για όλους τους θεατές, ακόμη και για αυτούς που είναι ανακατεμένοι στο έργο. Γιατί παίζουν ρόλο πολλά πράγματα. Θα μπλέξει κανείς, θα μπλέξω εγώ αν πρέπει να τα ανακατέψω, να τα αναφέρω. Αλλά αν με καταλαβαίνετε, είναι μοναδικά ορισμένα πράγματα.
– Στιγμιαία εννοείτε, ότι μία φορά γίνονται και μετά εξαφανίζονται;
– Οχι, ότι μία φορά μπορεί να γίνει αυτό. Μπορεί να επαναληφθεί το ίδιο, αλλά θα είναι μια επανάληψη. Το αυθεντικό γίνεται μία φορά.
– Αρα τίτλο δεν έχουμε, εάν θεωρήσουμε ότι η ζωή σας θα μπορούσε να ήταν μια ταινία. Να το πούμε αλλιώς, τι μάθατε από όλα αυτά, κύριε Βαλτινέ;
– Πολύ λίγα πράγματα. Καλλιέργησα μια ευαισθησία ειδική, μια διάθεση να ασχοληθώ με τέτοια πράγματα. Ουσιαστικά με τον εαυτό μου να ασχοληθώ λίγο επιστημονικά και επαγγελματικά αν θέλετε. Και αυτά που έμαθα είναι ελάχιστα. Θα έφθανα στο σημείο να πω ότι δεν έμαθα τίποτε. Εμαθα ελάχιστα πράγματα.
– Πολύ σωκρατικό…
– Δεν μπορώ να το πω αλλιώς. Μπορεί να μη συμφωνείτε με την άποψή μου, αλλά ναι, σωκρατικό σε ένα σημείο.
– Τι θα λέγατε στο παιδάκι που γεννήθηκε στην Αρκαδία, που δεν ήξερε τίποτα από τη ζωή που το περίμενε, που στη συνέχεια πέρασε νύχτες αναθεωρώντας ακόμη και τις ικανότητές του πάνω από μια λευκή σελίδα, που γνώρισε δόξες, τίτλους, παράσημα;
– Είναι υπόθεση, είναι αυθεντική ιστορία ή υποθετικά το λέτε;
– Οπως θέλετε εσείς…
– Το παιδάκι πια είναι άξιο της μοίρας του…
– Τι εννοείτε;
– Θα περάσει, θα υποστεί, θα ζήσει ενδεχομένως όλα αυτά που θα του επιφυλάξει η ζωή του. Και πώς θα τα ζήσει, τι θα ζήσει, τι θα βγει από μέσα…;
– Τι θα λέγατε στον μικρό σας εαυτό για να τον καθοδηγήσετε;
– Δεν θα μπορούσα να του πω τίποτα. Το πιθανότερο είναι ότι θα αναρωτιόμουν ή θα ήμουν σε ένα είδος επιφύλαξης, επιφυλακής, τίποτε άλλο. Τι θα μπορούσα να του πω. Τίποτε δεν θα μπορούσα να πω. Θα μπορούσα να συλλέξω πράγματα μέσα μου που θα έπαιρναν κάποια μορφή σε μια άλλη εποχή, σε μια άλλη περίσταση. Και δεν εννοώ συγγραφική.
– Μεταφυσική;
– Ούτε και μεταφυσική. Μην την μπλέκουμε τη μεταφυσική γιατί έχει μπερδευτεί πάρα πολύ στη ζωή μας. Η μεταφυσική είναι ένας τρόπος βεβαίως. Τα ερμηνεύει κανείς λίγο εύκολα θα έλεγα όλα και καμιά φορά λίγο ανώδυνα. Γιατί η ίδια ζωή είναι σκληρή, είναι δύσκολη και είναι βίαιη. Εκεί τι μπορεί να κάνει κανείς; Ο,τι και να επιστρατεύσει, όση καλή θέληση, όσα προηγούμενα, θα είναι πάντα εκτός πεδίου. Χοντρικά! (γελάει)
– Αρα είναι χαμένη η ιστορία. Εκτός πεδίου. Αυτό μου λέτε, ότι δεν θα μπορέσει ποτέ να συνδεθεί;
– Χαμένη δεν θα έλεγα ότι είναι, αλλά ότι παίζεται. Ποιος θα βεβαιώσει τον τελευταίο άνθρωπο ότι η ζωή του είναι άδικη, χαμένη, χωρίς κανένα αντίκρισμα; Δεν σας φαίνεται πολύ σκληρό για τη μοίρα την ανθρώπινη; Δηλαδή, τελικά μήπως αναγκάζεται ο άνθρωπος επειδή έχει διαπιστώσει ότι… όλα αυτά είναι για το τίποτα; Αναγκάζεται λοιπόν να κατασκευάζει κάποια πράγματα, κάποιες συνθήκες, ως ερωτήματα…
«Ποιος θα βεβαιώσει τον τελευταίο άνθρωπο ότι η ζωή του είναι άδικη, χαμένη, χωρίς κανένα αντίκρισμα; Δεν σας φαίνεται πολύ σκληρό για τη μοίρα την ανθρώπινη;».
– Μηδενιστικό…
– Ναι, ως ένα σημείο, ως μια εποχή, ως ένα ποσοστό, ως ένα σταθμό. Ποιος μας βεβαιώνει εδώ που καθόμαστε, που κουβεντιάζουμε με κάποια συνάφεια και συνέπεια ότι έχουμε τις ίδιες απαιτήσεις από τον βαθύτερο εαυτό μας και όταν είμαστε μόνοι μας δεν τα βλέπουμε εντελώς μαύρα αίφνης τα πράγματα. Τα μαύρα είναι μαύρα όμως. Σας ζάλισα…
– Καθόλου, και σας ευχαριστώ για τον χρόνο σας. Ηταν ωραία η στιγμή που μοιραστήκαμε, και τα κουλουράκια εξαίσια. Θα σας στείλω τη φωτογραφία όταν επιστρέψω στο Παρίσι.

