«Σήμερα είναι μια απαίσια, μια θλιβερή ημέρα για την ανθρωπότητα». Η Αριάν Λαμπέντ, ηθοποιός και σκηνοθέτις, η γυναίκα που εμφανίστηκε στο Φεστιβάλ της Βενετίας με τη φράση «No more honors for abusers» (όχι πια τιμές για άλλους κακοποιητές) γραμμένη στο σώμα της, δεν θα μπορούσε να αφήσει ασχολίαστη την είδηση της ημέρας στο κατάμεστο Ολύμπιον.
«H εκλογή του Τραμπ με τρομάζει. Περισσότερο με τρομάζουν οι γυναίκες που ψήφισαν έναν άνδρα γνωστό, εκτός των άλλων, για τη σεξιστική και ρατσιστική στάση του. Η κυριαρχία του είναι σαν να δίνει το πράσινο φως στους άνδρες για αντίστοιχες συμπεριφορές. Και αυτό είναι οπισθοδρόμηση», έλεγε στην «Κ» αμέσως μετά την προβολή της πρώτης μεγάλου μήκους ταινία της «September» στο 65ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, ταινία που θα προβληθεί στις ελληνικές αίθουσες με τη νέα χρονιά. Στη συζήτησή μας επανήλθε πολλές φόρες στο θέμα της βίας κατά των γυναικών, μιλούσε για τον ακτιβισμό με πάθος και ένταση, σε αντίθεση με τους χαμηλούς τόνους που κρατούσε αναφερόμενη στον κινηματογράφο ή στην ταινία που υπογράφει το σενάριο και τη σκηνοθεσία.
Γυναικεία υπόθεση είναι και το φιλμ της – διασκευή του μυθιστορήματος «Sisters», της νεότερης υποψήφιας για λογοτεχνικό βραβείο Man Booker Ντέιζι Τζόνσον. Στο «Σεπτέμπερ» –«September says» («Η Σεπτέμπερ λέει») για την ακρίβεια, φράση που στοιχειώνει τον θεατή σε αυτό το ψυχολογικό οικογενειακό δράμα– ακολουθεί τις αδελφές Σεπτέμπερ και Τζουλάι στον δύσβατο δρόμο της εφηβείας. Ζουν με τη φαινομενικά δυναμική μητέρα τους, που προσπαθεί να διαχειριστεί τις αχώριστες αλλά διαφορετικού χαρακτήρα κόρες. Μια σειρά από γεγονότα δοκιμάζουν τα όρια των γυναικών, προπάντων τη σχέση των δύο κοριτσιών, την εξάρτηση της μιας από την άλλη, φέρνοντας σε πρώτο πλάνο την τοξικότητα, τη βία των νέων, τις καταστροφικές συνέπειες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
Ηταν επιλογή μου να δείξω τη γυναικεία τοξικότητα και μάλιστα μέσα στην οικογένεια. Ενα οικείο άτομο γίνεται εύκολα χειραγωγήσιμο. Δεν είναι εξαρχής αντιληπτό, ούτε μπορείς να απαλλαγείς εύκολα, να απελευθερωθείς.
Σε μια γοτθική ατμόσφαιρα μυστηρίου, η Λαμπέντ ζουμάρει στο καθημερινό οικογενειακό περιβάλλον μιας φαινομενικά παράδοξης αλλά ρεαλιστικής πραγματικότητας. Οι δραματικές ανατροπές δημιουργούν αντικρουόμενα συναισθήματα και καταστάσεις (ελπίδα/απελπισία, στοργή/σκληρότητα, δέσμευση/απελευθέρωση) και ανατρέπουν στερεότυπα. «Ο κινηματογράφος, οι σειρές, οι διαφημίσεις μάς έχουν ποτίσει με μια σειρά στερεοτυπικές φόρμες. Συνήθως, για παράδειγμα, προβάλλουν το μπούλινγκ κατά των ατόμων με αναπηρία. Ηταν επιλογή μου να δείξω και το αντίθετο, καθώς και τη γυναικεία τοξικότητα και μάλιστα μέσα στην οικογένεια. Ενα οικείο άτομο που αγαπάς και σ’ αγαπάει γίνεται εύκολα χειραγωγήσιμο. Δεν είναι εξαρχής αντιληπτό, ούτε μπορείς να απαλλαγείς εύκολα, να απελευθερωθείς».
Η δύναμη της εικόνας
Η ταινία αναδεικνύει και μια άλλη σύγχρονη πραγματικότητα, τη βία των νέων μέσα από τη χρήση της εικόνας. «Είναι περίεργο, ενώ ασχολούμαι με αυτήν, φοβάμαι την τεράστια δύναμή της. Μπορεί να σου αλλάξει θετικά τη ζωή, αλλά μπορεί και να σε καταστρέψει. Η βία στα σχολεία σήμερα, εξαιτίας και της εικόνας, δεν έχει καμιά σχέση με τη δική μας εποχή τότε. Γι’ αυτό αγαπώ το σινεμά. Είναι ένας τρόπος να αντιδράσω», σημειώνει.
Από τη θεατρική ομάδα Vasistas έως την πρώτη της ταινία μικρού μήκους μεσολάβησαν πολλά χρόνια. Πώς προέκυψε η στροφή στη σκηνοθεσία; «Σκηνοθεσία θεάτρου ήθελα να κάνω. Μπαίνοντας όμως στον κόσμο του σινεμά, με κέρδισε ο κινηματογράφος. Καθοριστικός παράγοντας ήταν η Αθηνά-Ραχήλ Τσαγκάρη με το “Attenberg”. Η Αθηνά μού άνοιξε έναν καινούργιο κόσμο. Αν δεν τον/τη συναντούσα δεν θα έκανα σινεμά σήμερα».
Υπάρχει γυναικεία προσέγγιση στον κινηματογράφο; «Μια γυναίκα έχει τις δικές της εμπειρίες. Είμαι σίγουρη ότι την ίδια ταινία (“September”) ένας σκηνοθέτης θα την προσέγγιζε διαφορετικά. Ονειρό μου είναι να φτιάξω το σινεμά που μου λείπει. Να μπω στη θέση της γυναίκας, να ακούω τη φωνή της».
Ποια κινηματογραφική φωνή επηρέασε τη δική της; «Είδαμε πολλές ταινίες με τον Γιώργο (Λάνθιμο), για να γνωρίσω καλά τον κόσμο της σκηνοθεσίας. Εκείνη όμως που θαυμάζω απεριόριστα είναι η Σαντάλ Ακερμάν, είναι η θεά μου, η μούσα μου. Πιστεύω όμως ότι ο τρόπος που ζω και σκέφτομαι είναι ευρωπαϊκός και αυτό επηρεάζει την κινηματογραφική μου ματιά. Ζω εξάλλου σε μια Ευρώπη που χρειάζεται τη φωνή μας. Η άνοδος της Ακροδεξιάς, του ρατσισμού με τρομάζουν. Ως γυναίκες έχουμε ένα λόγο παραπάνω να είμαστε σε εγρήγορση, να μην καταθέσουμε τα “όπλα”, γιατί κάθε φορά που πιστεύουμε ότι κερδίζουμε, το τέρας σηκώνει πάλι το κεφάλι του. Προσωπικά, θα συνεχίσω να παλεύω με όλη μου την ψυχή».
Με ποιον τρόπο; «Στην καθημερινότητά μου, δεν αφήνω να πέσει κάτω η παραμικρή κίνηση που θα αντιληφθώ. Αντιδρώ· είμαι τσαμπουκαλού, υπερασπίζομαι τον εαυτό μου. Εχω κόψει μαχαίρι συνεργασίες σε ένδειξη διαμαρτυρίας για συμπεριφορές αντιφεμινιστικές, ρατσιστικές ή σεξουαλικής παρενόχλησης. Στο Παρίσι ιδρύσαμε το L’A.D.A για περιπτώσεις ΜeΤoo στον κινηματογραφικό χώρο. Με θλίβει αφάνταστα όταν βλέπω γυναίκες να αποδέχονται ή να σιωπούν επειδή φοβούνται μη χάσουν τη δουλειά τους. Το κορίτσι στο Ιράν δεν φοβήθηκε. Γιατί δεν έχει να χάσει τίποτα. Βλέπεις ότι το σώμα είναι ένα πολιτικό μέσο. Είναι το πιο σημαντικό “όπλο” μας για να υπερασπιστούμε το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση. Δεν θα κερδίσουν πάνω στο σώμα μας».

