«Δεν με τρομάζει όταν δεν έχω θέμα. Το θεωρώ φυσιολογικό. Κάθε βιβλίο μπορεί να είναι το τελευταίο που γράφει ο καθένας». Οταν η φράση προέρχεται από μία πολυγραφότατη και παραγωγική συγγραφέα, όπως είναι η Ευγενία Φακίνου, το μόνο που μπορεί να σκεφτεί κανείς είναι ότι ο συγκεκριμένος άνθρωπος, απλώς είναι γεμάτος.
Το τελευταίο από τα πολλά βιβλία που έχει γράψει είναι η «Μέθοδος της Ορλεάνης» (εκδόσεις Καστανιώτης). Πέρυσι το καλοκαίρι, στη συνάντηση που είχε διοργανώσει το Κέντρο Μετάφρασης στην Πάρο, έλεγε, δημοσίως, ότι δεν έχει θέμα για το επόμενο βιβλίο της. Οταν κυκλοφόρησε το βιβλίο, ομολόγησε ότι η τελική ιδέα της ήρθε στην Πάρο. Τι συνέβη ακριβώς; «Ηταν ένα μεσημεράκι, πέρυσι, στην Πάρο, και διάβαζα για τρίτη, τέταρτη φορά, τις «Αόρατες πόλεις» του Ιταλο Καλβίνο. Είχα διαβάσει τα πρώτα πέντε κομμάτια. Εκλεισα το βιβλίο, έκλεισα τα μάτια μου και μου προέκυψε η ιστορία, σχεδόν από την αρχή ως το τέλος, ξαφνικά. Μέχρι τότε ήξερα μόνο ότι ήθελα να γράψω ένα βιβλίο για την αντοχή της αγάπης». Και πράγματι, σ’ αυτό το βιβλίο υπάρχει κάτι αόρατο, με την έννοια ότι ο τόπος είναι άτοπος, και μόνο μια φορά γίνεται υπαινιγμός για το χρόνο.
Η Ευγενία Φακίνου δεν επιστρέφει ποτέ στην ίδια θεματολογία, στην ίδια ιστορική περίοδο. Κάθε της βιβλίο είναι διαφορετικό. «Παρ’ όλο που έχω τις εμμονές μου. H μία είναι η σχέση των Ελλήνων με την ιστορία τους και πώς αυτοπροσδιορίζονται· η άλλη εμμονή είναι το υπαρξιακό θέμα των γυναικών, όχι όμως στον αισθηματικό τομέα, αλλά πώς οι ίδιες αλλάζουν τη θέση τους. Τη «Μεγάλη Πράσινη», την ενέταξαν μαζί με τον «Ανδρόγυ» της Αλεξάνδρας Δεληγιώργη, στα βιβλία που δεν αρκούνταν στο να καταγγείλουν ή να προσδιορίσουν· το χαρακτήρισαν μυθιστόρημα ανα-αυτοκαθορισμού. Δηλαδή βλέπω τη θέση μου, δεν μου αρέσει, αλλά προχωρώ. Ξαναορίζω τα πράγματα».
– Το στοιχείο του ανα-αυτοκαθορισμού σας χαρακτηρίζει και σας σαν άνθρωπο;
– A, βεβαίως. Νομίζω ότι είναι κληρονομικό χαρακτηριστικό. Και η μητέρα μου ήταν ένας άνθρωπος που δεν αφηνόταν παθητικά στη ροή των πραγμάτων και των γεγονότων. Θα περάσω τις μαύρες μου, θα περάσω τις απογοητεύσεις μου, αλλά μετά μαζεύω τα κουράγια μου και προχωρώ. Το θεωρώ βασικό και στο χαρακτήρα μου και στη θέση μου απέναντι στα πράγματα.
– H πρώτη μου εντύπωση όταν διάβασα το βιβλίο, είναι ότι σας αντιπροσωπεύει σαν χαρακτήρα πάρα πολύ. Τι πράγματα δικά σας υπάρχουν στις σελίδες του;
– Σ’ αυτό το βιβλίο κατάφερα να διοχετεύσω τους φόβους μου, κάτι που δεν είχα κάνει ως τώρα. Είχα πάντοτε το φόβο μήπως δεν είμαι εντάξει, τι θα πει ο κόσμος για μένα. Ηθελα να έχω την έξωθεν καλή μαρτυρία. Αυτό είναι πολύ περιοριστικό. Ξεκινώντας λοιπόν με το κορίτσι που προσπαθεί ν’ αντιμετωπίσει τους φόβους του, νομίζω ότι κατάφερα να του δώσω τη λύση που δίνω και σε μένα. Κι αυτή είναι η φαντασία, που βοηθάει πολύ. Αφού περάσει η κρίση πανικού, το καλύτερο φάρμακο είναι να φανταστείς κάτι αισιόδοξο και δημιουργικό. Οταν ήμουν μικρή, δυο τρεις φορές, μου συνέβη κι εμένα ό,τι και στην Αρέθα: όταν ερχόταν, στο παιχνίδι, καταπάνω μου μια πέτρα, για να μη τη φάω στο κεφάλι, έπεφτα ξερή. Μεγαλώνοντας κατάλαβα ότι ήθελα ν’ αποφύγω τον πόνο· και αποσυρόμουν. Της έδωσα αυτό το χαρακτηριστικό αλλά της έδωσα και την αισιοδοξία. Στην προκειμένη περίπτωση, ένα βιβλίο που έχει τόσο βαρύ θέμα, όσο είναι ο φόβος, δεν είναι καθόλου βαρύ ή μονότονο, παρότι εκτυλίσσεται σχεδόν μέσα σ’ ένα δωμάτιο. Ομως επειδή υπάρχει το αντίπαλο δέος, ο αγαπημένος της, ο ταξιδιάρης, που μεταφέρει στην Αρέθα τις εικόνες, τα χρώματα, τα αρώματα και τις εμπειρίες, μετέχει κι εκείνη.
Εγώ ζωγράφιζα
– Και η Αρέθα γράφει…
– Ναι, παρ’ όλο που οι γνώσεις της ήταν πλημμελείς, αφού μόνο κατ’ οίκον μαθήματα μπορούσε να κάνει. Τα λίγα βιβλία που είχε διαβάσει προσπαθεί να τα συνδέσει με τη ζωή της. Εγώ δεν έγραφα, αλλά έβρισκα άλλους τρόπους. Επειδή ζωγράφιζα, πίστευα ότι αυτός θα ήταν ο δρόμος μου, και γι’ αυτό οι σπουδές μου ήταν σχετικές -έχω κάνει γραφικές τέχνες. Τίποτα δεν πάει χαμένο. H διαδικασία, όμως, είναι η ίδια. O ζωγράφος επίσης περιγράφει την ώρα που ζωγραφίζει. Αλλάζει απλώς το εργαλείο.
– Υπάρχει μια άποψη, από μερίδα κριτικών, ότι τα βιβλία σας είναι, θα έλεγα, αβαθή. Τι έχετε να πείτε σ’ αυτό;
– Οτι είναι πέρα για πέρα λαθεμένο. Νομίζω ότι κάποιοι έχουν παρασυρθεί από τη γραφή, που είναι λιτή. Οχι απλοϊκή, αλλά λιτή. Το γεγονός ότι είχαν προηγηθεί τα παιδικά βιβλία και η «Ντενεκεδούπολη» και η μεγάλη εμπορική επιτυχία της «Αστραδενής», νομίζω ότι αυτομάτως με ενέταξε σ’ ένα άλλο πλαίσιο. Αν τα βιβλία μου είχαν επάνω το όνομα μιας άλλης συγγραφέως, από αυτές που εκτιμούν παρά πολύ, η αντιμετώπιση, πιστεύω, θα ήταν διαφορετική.
Δύο συγγραφείς σ’ ένα σπίτι
– Κάτι διαφορετικό: συμβιώνετε μ’ έναν άνθρωπο, τον Μιχάλη Φακίνο, που είναι επίσης συγγραφέας. Πώς συνυπάρχετε σ’ ένα σπίτι δύο συγγραφείς;
– Εγώ είμαι εξαρτημένη από τον Μιχάλη. Δηλαδή θα του πω το θέμα, θα του διαβάσω το κομμάτι της ημέρας, ή θα του λέω τις αγωνίες μου για τη συνέχεια. O Μιχάλης είναι πιο αυτάρκης, πιο ολύμπιος. Θα τελειώσει το βιβλίο και μετά θα το συζητήσουμε. Προσπαθούμε να μη γράφουμε την ίδια εποχή, γιατί είναι πάρα πολύ δύσκολο να συμβιώνεις μ’ έναν συγγραφέα την εποχή που γράφει. Δεν ξέρω αν το υποψιάζεται ο κόσμος, αλλά εγώ που είμαι ένας εξωστρεφής άνθρωπος, όταν γράφω δεν είμαι καθόλου έτσι. Νομίζω ότι ο Μιχάλης έχει την υπομονή, ξέρει τη διαδικασία και επομένως έχει τη γνώση και δίνει την απαλλαγή. Κάτι που κάνω κι εγώ με τη σειρά μου. Την εποχή που γράφει ο ένας, τα πρακτικά του σπιτιού τα επωμίζεται ο άλλος, γιατί εγώ όταν γράφω δεν θέλω να βγαίνω καθόλου απ’ το σπίτι. Γράφω με αφοσίωση ασκητή, σηκώνομαι στις 3 τη νύχτα απ’ το άγχος. O Μιχάλης ελέγχει περισσότερο το υλικό του, εγώ καθόλου. Αντίθετα παθιάζομαι πάρα πολύ, και γι’ αυτό δεν μπορώ να κρατήσω μεγάλο διάστημα γραφής.
– Πόσο διάστημα μεσολαβεί συνήθως ανάμεσα σε δύο βιβλία σας ή δεν είναι κι αυτό ορισμένο;
– Συνήθως δεν γράφω τίποτα για έναν – ενάμιση χρόνο περίπου. Κατόπιν αυτή η έλλειψη αρχίζει να γίνεται βάρος, υπάρχει μια αγωνία του τι γίνεται, τι κάνω τώρα και κάπου εκεί αναδύεται το βιβλίο. H αφορμή μπορεί να είναι οποιαδήποτε. Στην «Αστραδενή» η αφορμή ήταν ένα κοριτσάκι, που έμενε στο ίδιο σπίτι με μένα και σκούπιζε. Τη ρώτησα «τι κάνεις;» και μου είπε: «Περνάω την ώρα μου». Εχω ένα πρόβλημα με το χρόνο, γιατί προέρχομαι από μία οικογένεια που κινείται γρήγορα. Πιστεύω ότι δεν θα έχω το χρόνο μπροστά μου. Δηλαδή αυτό που κάνει η Ζατέλη, που λέει ότι γράφω για επτά χρόνια και θα ξαναγράψω σε επτά, εγώ το θαυμάζω. Για μένα αυτές οι επταετίες δεν είναι δεδομένες.
Το πιο αγαπημένο
– Ποιο από τα βιβλία σας είναι το πιο αγαπημένο σας;
– Δεν μπορώ να διαλέξω κάποιο. Πάντοτε, για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, αγαπάμε το τελευταίο βιβλίο που έχουμε γράψει, και μετά παίρνει τη θέση του. Σ’ αυτό νομίζω ότι έχω ιδιαίτερη αδυναμία. Στο προηγούμενο ήξερα γιατί την είχα: ήταν η ιστορία της μάνας μου, ήθελα να τη γράψω, πέρασαν δώδεκα χρόνια από το θάνατό της μέχρι να μπορέσω να το κάνω. Στη «Μέθοδο της Ορλεάνης», αναρωτιέμαι: τόσο πολύ εγκλωβισμένη έχω νιώσει στη ζωή μου, και τόσο πολύ έχω ταυτιστεί με την Αρέθα; Δεν μπορώ ακόμα ν’ απαντήσω.
– Τα διαβάσματά σας ποια είναι;
– Την περίοδο που γράφω δεν διαβάζω. Μετά προσπαθώ να ενημερωθώ, και στην ελληνική και στην ξένη λογοτεχνία, γιατί θέλω να ξέρω τι γίνεται. M’ ενδιαφέρει πάρα πολύ η ελληνική λογοτεχνία, διότι δείχνει όψεις του σήμερα, της Ελλάδας, των ανθρώπων, τι είναι ο τόπος. Διότι οι περισσότεροι από τους συγγραφείς είναι φίλοι μου και θέλω να δω πώς κι εκείνοι βλέπουν αυτόν τον τόπο.
– Σε σχέση με την ξένη λογοτεχνία, πώς θα κρίνατε την ελληνική;
– Μια χαρά τη βρίσκω. Πιστεύω ότι πάρα πολλά ελληνικά βιβλία αν είχαν γραφτεί από ξένους συγγραφείς θα είχαν μια σπουδαία πορεία. Δηλαδή δεν βρίσκω τι διαφορετικό έγραψε η Αρουντάτι Ρόι, και έγινε τόσο αποδεκτό, που δεν θα μπορούσαν να το έχουν γράψει η Δούκα, η Καρυστιάνη, η Γαλανάκη, η Ζατέλη, ο Θέμελης…
Βιβλία και θέματα
Η Ευγενία Φακίνου δημιούργησε, το 1976, το κουκλοθέατρο «Ντενεκεδούπολη». Από τότε έχει γράψει και εικονογραφήσει πολλά παιδικά βιβλία μέχρι να μπει στο χώρο της λογοτεχνίας των ενηλίκων. Τα μυθιστορήματά της έχουν μεταφραστεί σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες. H ίδια τα παρουσιάζει ως εξής: «Στην «Αστραδενή» το θέμα είναι η εσωτερική μετανάστευση· στο «Εβδομο Ρούχο» είναι το σπάσιμο της παράδοσης, η μικροϊστορία και πώς αγγίζει τους ανθρώπους· στη «Ζάχαρη στην άκρη» είναι η εκμετάλλευση των ονείρων από επιτήδειους· στο «Μερόπη ήταν το πρόσχημα» είναι πάλι η παράδοση· στους «Εκατό δρόμους» είναι πάλι η παράδοση και πώς τα «φαντάσματα» μπαίνουν στη σύγχρονη ιστορία και δημιουργούν ένα παλίμψηστο· η ιστορία της μητέρας μου, το «Ερως, Θέρος, Πόλεμος», εκεί ήθελα να πω άλλα πράγματα. Ηθελα να μιλήσω για την ιταλική Κατοχή στα Δωδεκάνησα, για τον ελληνισμό της Αιγύπτου, που όλοι νόμιζαν ότι ήταν πάντοτε πλούσιοι και μορφωμένοι ενώ δεν ήταν αυτή η πραγματικότητα, και τον αγώνα ενός απλού ανθρώπου να σταθεί παρ’ όλες τις αντιξοότητες. Στη «Μέθοδο της Ορλεάνης» το θέμα είναι ο φόβος και πώς η αγάπη, είτε είναι σε φαντασιακό επίπεδο είτε είναι πραγματική, μπορεί να σε κρατήσει».
Τι ξεκουράζει τον συγγραφέα
«Παρηγοριέμαι με το γράψιμο, με τα φυτά μου, με τα κεντήματά μου, με τους φίλους μου, ασφαλώς με τον άντρα μου και τα παιδιά μου, γιατί μου δημιουργούν τις προϋποθέσεις μιας φυσιολογικής ζωής. Οταν ήταν τα παιδιά μου μικρά, αυτή η πίεση της καθημερινότητας, με οδηγούσε με πιο έντονο ρυθμό στη διαφυγή. Είχα αναγκαστεί να γράφω σε ώρες και σε εποχές σχολείου. Δεν στερήθηκα τίποτα. Ζοριζόμουν λίγο περισσότερο. Αλλά εμένα το ζόρι μ’ αρέσει. Γιατί δεν είμαι διατεθειμένη, με τίποτα, να πέσω στη ρουτίνα».

