Ο ίδιος είχε επιλέξει να καθίσει σε ένα τραπέζι μακριά από την κίνηση του εστιατορίου. Αποφεύγει την πολλή συνάφεια του κόσμου όσο μπορεί. Δεκαπέντε λεπτά πριν από την άφιξή μου μεταφέρθηκε σε ένα άλλο τραπέζι πιο κεντρικό και κυρίως πιο φωτεινό, ακολουθώντας τις οδηγίες του φωτογράφου Βαγγέλη Ζαβού. Εξαίρεση για την «Κ» η αποδοχή της φωτογράφισης. Λέει αστειευόμενος ότι είναι σαν τους Ινδιάνους: πιστεύει ότι η φωτογραφία κλέβει την ψυχή του εικονιζόμενου προσώπου.
Ο Πέτρος Βέργος θεωρείται σήμερα μία από τις πλέον εμβληματικές φυσιογνωμίες στον χώρο των ελληνικών δημοπρασιών. Με βαθιά γνώση της τέχνης και του συλλεκτικού αντικειμένου, αλλά και με πάθος για το βιβλίο και την ιστορική μνήμη, ίδρυσε το 1989 στην Αθήνα τον οίκο Vergos Auctions, που για περισσότερες από τρεις δεκαετίες διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στην εγχώρια αγορά έργων τέχνης και σπάνιων τεκμηρίων. Σήμερα, έχει πλέον επικεφαλής τον Ανδρέα Βέργο, γιο του Πέτρου, και παραμένει σημείο αναφοράς στην ελληνική αγορά τέχνης, αναπτύσσοντας παράλληλα νέες κατηγορίες, όπως κοσμήματα και αντικείμενα συλλεκτικής αξίας.
Το ξεκίνημα
Αρχικά, ο οίκος επικεντρώθηκε στις δημοπρασίες σπάνιων βιβλίων, χειρογράφων, χαρτών και χαρακτικών ελληνικού ενδιαφέροντος, μια περιοχή που έως τότε δεν είχε αναπτυχθεί οργανωμένα στην Ελλάδα. Αλλά η συζήτηση στη διάρκεια του γεύματος δεν ξεκίνησε από αυτό το σημείο. Πήγε πίσω στη δεκαετία του 1960, όταν ο Πέτρος Βέργος έφυγε από την Ελλάδα για να σπουδάσει κινηματογράφο στο Βέλγιο. «Το 1967 επέστρεψα για λίγες μέρες, έγινε το πραξικόπημα των συνταγματαρχών, μου πήραν το διαβατήριο κι έτσι εγκλωβίστηκα στην Αθήνα. Οπως αποδείχθηκε, ήταν για πάντα», λέει.
Αρχισε να δουλεύει κοντά στον πατέρα του, ο οποίος είχε εμπορικές αντιπροσωπείες και κάποια στιγμή αποφάσισε να ασχοληθεί με τις εκδόσεις βιβλίων. «Την πρώτη κιόλας ημέρα της Μεταπολίτευσης πήρα τηλέφωνο τον Περικλή Κοροβέση, που τότε βρισκόταν στη Σουηδία. Τον ρώτησα ποιος θα εκδώσει το βιβλίο του στην Ελλάδα. “Κανείς”, μου είπε. Του απάντησα: “Αν θέλεις, θα το βγάλω εγώ”. Δέχθηκε με χαρά. Το βιβλίο κυκλοφόρησε και έκανε αίσθηση. Εκείνη την εποχή όλα ήταν ριψοκίνδυνα – υπήρχαν φόβοι, απειλές, πιέσεις. Αλλά ήταν και μια περίοδος έντονης ζωντάνιας», θυμάται ο ίδιος.
Σε αυτό το σημείο διαπιστώνουμε ότι η πρώτη «συνάντησή» μας έχει πραγματοποιηθεί πριν από πολλά χρόνια, αφού ο 77χρονος κύριος με τον οποίο γευματίζω υπήρξε ο εκδότης του περιβόητου «αναρχικού» για την εποχή εγχειριδίου «Το κόκκινο βιβλιαράκι των μαθητών» που κατάσχεσε ο διευθυντής του σχολείου μου, αρχές της δεκαετίες του 1980.
«Παρότι δεν με ενδιέφερε τόσο ο χώρος των εκδόσεων ως επιχειρηματική δραστηριότητα, πάντα ήμουν μέσα στα βιβλία. Το σπίτι μας είχε μεγάλη βιβλιοθήκη, κυρίως από τη μεριά της μητέρας μου, που ήταν άνθρωπος με βαθιά καλλιέργεια. Εκείνη χαιρόταν πολύ που το παιδί της εξέδιδε βιβλία. Ο πατέρας μου, πιο πραγματιστής, μου έλεγε πάντα: “Δεν συμφωνώ μαζί σου, αλλά κάν’ το. Εγώ θα σε βοηθήσω”. Αυτό το είδος ελευθερίας που μου έδωσε, νομίζω, με καθόρισε», λέει ο κ. Βέργος.
Μέσα στα χρόνια, άρχισε να συλλέγει παλιά βιβλία και σπάνιες εκδόσεις. Σταδιακά οργάνωσε δικές του δημοπρασίες κατόπιν παρότρυνσης του φίλου του Μάνου Χαριτάτου, αρχικά μόνο με βιβλία. Σιγά σιγά έγινε γνωστός στον χώρο. Δημιούργησε καταλόγους βιβλίων με ιδιαίτερη φροντίδα, πιο επιμελημένους από ό,τι συνηθιζόταν τότε. «Οι δημοπρασίες μου ήταν διαφορετικές – φιλικές, σχεδόν οικογενειακές, με δέκα γνωστούς ανθρώπους γύρω από ένα τραπέζι. Ηταν μια ζεστή, ανθρώπινη διαδικασία», εξηγεί.
Κάποια στιγμή, σχεδόν για αστείο, είπε στους φίλους του: «Γιατί δεν κάνουμε δημοπρασίες όπως γίνονται στον κινηματογράφο, με κήρυκα και με σφυράκι;». Και όντως το έκαναν. «Με όλο το θράσος της νεότητας, ανέβηκα στο έδρανο και έγινα κήρυκας. Ετσι ξεκίνησαν όλα», θυμάται.
– Στις επόμενες δεκαετίες οργανώσατε δεκάδες δημοπρασίες υψηλού επιπέδου και από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, ο οίκος σας διεύρυνε τις δραστηριότητές του στον χώρο της ζωγραφικής και της γλυπτικής. Γιατί οι ξένοι οίκοι δεν κατάφεραν να μείνουν στην Ελλάδα;
– Η Ελλάδα, ιστορικά, ήταν μια φτωχή επαρχία που συχνά έπρεπε να επιβιώσει με «κόλπα». Αυτή η κοινωνική πραγματικότητα αντικατοπτρίζεται και στις συναλλαγές και στην αγορά τέχνης. Η ελληνική αγορά τέχνης έχει ιδιαιτερότητες. Οι ξένοι οίκοι συνήθως επιχειρούν σαν να κάνουν μπίζνες – δεν έχουν την τοπική ευχέρεια και την εμπειρία. Εδώ ξέρω τι να πω και ποιους να αποφύγω· ξέρω τις συμμορίες των πλαστογράφων, ποιοι είναι αξιόπιστοι και ποιοι απατεώνες. Επιπλέον, η ελληνική αγορά δεν έχει ισχυρούς θεσμούς ή συνέπεια, οπότε οι ξένοι συχνά χρειάστηκε να συνεργαστούν με αντιπροσώπους. Σε κάποιες περιπτώσεις πέτυχε, στις περισσότερες όχι.
Ο «Ορκος του Κολοκοτρώνη» του 19ου αιώνα είχε βρεθεί στα χέρια ιδιώτη. Τον εντόπισα, συνεννοηθήκαμε και τελικά το κειμήλιο αγοράστηκε από ίδρυμα, κάτι που με χαροποίησε ιδιαίτερα.
– Η αγορά της τέχνης σήμερα είναι ίδια με τότε που ξεκινήσατε;
– Η αγορά των πινάκων έχει διευρυνθεί – παλιά ήταν υπόθεση μιας ελίτ. Ολοι γνώριζαν όλους. Οι πίνακες βρίσκονταν σε λίγα χέρια, κυρίως στην Ελλάδα. Αντίθετα, τα βιβλία έχουν περάσει στο περιθώριο· ενδιαφέρουν πολύ λιγότερους. Οι τιμές τους έχουν μείνει στάσιμες επί είκοσι χρόνια – που σημαίνει πως στην πραγματικότητα έχουν πέσει.
– Ανάμεσα στα βιβλία και τα έγγραφα που έχετε δημοπρατήσει, υπήρξαν και σπάνια ιστορικά τεκμήρια;
– Ναι, ο «Ορκος του Κολοκοτρώνη» του 19ου αιώνα που είχε βρεθεί στα χέρια ιδιώτη. Τον εντόπισα, συνεννοηθήκαμε και τελικά το κειμήλιο αγοράστηκε από ίδρυμα, κάτι που με χαροποίησε ιδιαίτερα.
Πολλές φορές, λειτουργώ ως μεσολαβητής ανάμεσα σε ιδιώτες και φορείς. Αν κάποιος μου φέρει ένα σημαντικό αντικείμενο, μπορεί να το προτείνω πρώτα σε ένα μουσείο ή ίδρυμα. Κάποιες φορές, το ίδρυμα έρχεται και το διεκδικεί στη δημοπρασία – όπως έγινε με τη φορεσιά του Θεόφιλου και το Μουσείο Θεόφιλου στη Λέσβο. Εκεί όμως η τιμή ανέβηκε πολύ ψηλά. Ακόμα κι αν ένα μουσείο έχει τα χρήματα, συχνά διστάζει – φοβάται μήπως κατηγορηθεί ότι «πλήρωσε υπερβολικά». Εγώ βρίσκομαι στη μέση: πρέπει να είμαι τίμιος και προς τον πωλητή, που έχει δικαιώματα πάνω στην περιουσία του, και προς τον αγοραστή, που πληρώνει από την τσέπη του.
– Πρέπει να έχει κανείς πολλά χρήματα για να ξεκινήσει μια συλλογή τέχνης;
– Οχι, αυτό είναι ένας μύθος. Υπάρχουν υπέροχα πράγματα που δεν κοστίζουν ακριβά – σχέδια, χαρακτικά, μικρά λαογραφικά αντικείμενα ή κοσμήματα. Ενα ωραίο σχέδιο μπορεί να κοστίζει 500 ευρώ και να είναι αριστούργημα.
Για παράδειγμα, είδα πρόσφατα ένα μικρό σχέδιο του Λύτρα, ένα κεφαλάκι με μολύβι. Διαμαντάκι! Δεν θα το έβαζα σε δημοπρασία πάνω από 1.000 ευρώ. Και όμως είναι Λύτρας. Δεν έχει σημασία η τιμή· έχει σημασία η ψυχή του έργου. Ενας συλλέκτης με καλό μάτι μπορεί να βρει αληθινούς θησαυρούς χωρίς να ξοδέψει πολλά. Εργα τέχνης δεν είναι μόνο οι πίνακες. Μπορείς να αποκτήσεις κάτι όμορφο, μοναδικό, και να το έχεις δίπλα σου στο σπίτι.
– Υπάρχουν σήμερα νέοι συλλέκτες στην Ελλάδα;
– Ναι, υπάρχει μια καινούργια γενιά – κυρίως σαραντάρηδες και πενηντάρηδες που δουλεύουν, βγάζουν χρήματα και αγαπούν την τέχνη. Πολλοί προέρχονται από οικογένειες συλλεκτών· μεγάλωσαν σε σπίτια με έργα τέχνης και θεωρούν φυσικό να έχουν κι αυτοί. Αντίθετα οι παλιοί συλλέκτες έχουν γεμίσει τις συλλογές τους, έχουν ήδη ό,τι ήθελαν. Πλέον αγοράζουν λίγα, κυρίως για να νιώθουν πως παραμένουν «στο παιχνίδι».
– Τι σημαίνει τελικά να είσαι συλλέκτης;
– Είναι πάθος. Εχω πει χαριτολογώντας ότι ένας στους δύο ανθρώπους που ξέρω έχει πάει σε ψυχίατρο – αλλά αν είναι συλλέκτης, δεν χρειάζεται. Θα αγοράσει κάτι και θα του περάσει. Η συλλογή είναι βαθιά προσωπική υπόθεση. Ο αληθινός συλλέκτης ζει στα όριά του. Πάντα αγοράζει πάνω από τις δυνατότητές του. Γιατί αυτό το πάθος, αυτή η ανάγκη να αποκτήσεις κάτι που σε συγκινεί, είναι πάνω απ’ όλα.
Δεκαπέντε χρόνων στο Μοναστηράκι
Το πρώτο σκίρτημα του συλλέκτη το ένιωσε όταν ήταν 15 ετών, σε έναν περίπατο με τον πατέρα του στο Μοναστηράκι. Είδε σε μια βιτρίνα αρχαία νομίσματα, που τότε πωλούνταν ελεύθερα.
«Τράβηξα τον πατέρα μου και μπήκαμε μέσα. Αγόρασα ένα χάλκινο νόμισμα. Από τότε τρελάθηκα. Αρχισα να πηγαίνω στο Αρχαιολογικό Μουσείο και στο Νομισματικό Μουσείο, να μελετώ ώρες ολόκληρες. Μια μέρα με σταμάτησε η διευθύντρια και μου είπε: “Παιδί μου, εσύ δεν πηγαίνεις σχολείο;”. Στην πραγματικότητα, εγώ είχα κάνει σχολείο μου το μουσείο.
Ζούσα τότε στη Φιλοθέη, έπαιρνα το λεωφορείο, κατέβαινα στην Αθήνα και περνούσα όλη τη μέρα μελετώντας νομίσματα. Με τον καιρό απέκτησα μια μικρή συλλογή – όσα μπορούσα οικονομικά. Οταν αργότερα μπήκα πια στο εμπόριο, τα άφησα. Αλλά η τρέλα είχε ήδη ριζώσει μέσα μου».
H συνάντηση
«Αυτό το γεύμα θα έκανε έξω φρενών τον γιατρό μου», λέει σαν να κάνει μια ωραία σκανταλιά. Το εστιατόριο του Μουσείου Μπενάκη στο Κολωνάκι βρίσκεται κοντά στο σπίτι του, χώρος οικείος. Για πρώτο πιάτο μοιραστήκαμε χειροποίητο χοιρινό γύρο. Ως κύριο παρήγγειλε ένα μπέργκερ με πατάτες κι εγώ ψητό φιλέτο κοτόπουλο. Δεν πίνει αλκοόλ, ούτε καφέ. Ετσι, πήραμε ένα μπουκάλι νερό και δύο αναψυκτικά – εγώ στη light εκδοχή του, εκείνος την κανονική. Για επιδόρπιο επέλεξε ένα προφιτερόλ. Το σύνολο ήταν 77,60 ευρώ.


