«Φοβερό το μακιγιάζ σου!», αναφώνησε η σερβιτόρα του «Αστερ» μόλις αντίκρισε την Ιντρα Κέιν. Πράγματι, η χρωματική παλέτα κυρίως γύρω από τα μάτια της είναι εντυπωσιακή. «Ναι, η αλήθεια είναι ότι οι συγγενείς μου νομίζουν ότι είμαι η Μπιγιόνσε της Ελλάδας», λέει γελώντας αυτοσαρκαστικά εκείνη όταν της επισημαίνω ότι για κάποιους αποτελεί μέλος της ελληνικής σόουμπιζ. Είτε έτσι είτε αλλιώς, η Κέιν είναι σίγουρα δημιουργική και πολύ απασχολημένη αυτόν τον καιρό, αφού ενώ επί χρόνια την ξέραμε βασικά ως τραγουδίστρια, πλέον είναι και πλήρους απασχόλησης ηθοποιός. Οταν βέβαια υποδύεσαι στο θέατρο τη Νίνα Σιμόν (στο «Nina Simone: 4 οκτάβες ελευθερίας» του Σωτήρη Καραμεσίνη), το τραγούδι είναι αλληλένδετο με την ερμηνεία.
«Μιλάμε προφανώς για μια τεράστια μορφή, καλλιτέχνιδα και γυναίκα και είναι μεγάλη η χαρά μου να την ερμηνεύσω, μαζί με τη Σάσα Παπαλάμπρου. Ευτυχώς τώρα τελείωσαν οι πρόβες, γιατί αυτό είναι το δύσκολο κομμάτι και ξεκινάμε να παίζουμε», τονίζει η Ιντρα Κέιν. Ταυτόχρονα προετοιμάζεται για άλλες δύο παραστάσεις, ενώ τον Σεπτέμβριο κυκλοφόρησε ένα καινούργιο κομμάτι με τίτλο «Αυταπάτη». Εκείνο πάντως που της λείπει περισσότερo «είναι να κάνω ένα λάιβ με την μπάντα μου».
Βλέποντας και ακούγοντάς την θα έλεγε κάποιος ότι μεγάλωσε με τη φωνή της Νίνα Σιμόν από την κούνια της, ωστόσο η ίδια φροντίζει να καταρρίψει και αυτόν τον μύθο: «Η αλήθεια είναι ότι δεν έχω μεγάλη εξοικείωση ούτε με τη σόουλ ούτε με την τζαζ. Εχω ακούσει αρκετά από φίλους τζαζίστες κ.ά., αλλά δεν έχω εντρυφήσει ιδιαίτερα. Απλά όταν κάποιος βλέπει ότι είσαι μαύρη και τραγουδάς, αυτομάτως θεωρεί ότι τραγουδάς τζαζ. Είναι μια “ταμπέλα”, ένα στερεότυπο, αλλά δεν έχω και την απαίτηση να μην υπάρχει, τη στιγμή που ακόμη πρέπει να εξηγώ στον κόσμο γιατί μιλάω άπταιστα ελληνικά», αναφέρει η γεννημένη στην Κυψέλη Ιντρα.
Τα παιδικά ακούσματα
Στο σπίτι, η Ελληνίδα μητέρα της «επέβαλε» ακούσματα από αδελφούς Κατσιμίχα, Νταλάρα, Βασίλη Παπακωνσταντίνου, Πρωτοψάλτη, Κραουνάκη κ.ά. Ο πατέρας της από την άλλη, ο οποίος ήρθε από την Αφρική το 1967, έβαζε τις Κυριακές κασέτες με τραγούδια από την πατρίδα του την Ουγκάντα. Παράλληλα, η ίδια δηλώνει γνήσιο τέκνο (και) της μουσικής δεκαετίας του 1990, του MTV και της ποπ έκρηξης της εποχής. Αν κάποιος ακούσει τη δική της δουλειά, αγγλόφωνη και ελληνόφωνη, θα βρει μέσα της μεγαλύτερα ή μικρότερα θραύσματα από όλες αυτές τις μουσικές.
«Δεν σνομπάρω πάντως κανένα είδος. Δεν ακούω στο σπίτι λαϊκά και δεν πηγαίνω τακτικά στα μπουζούκια, αλλά όσες φορές πήγα πέρασα πολύ ωραία. Είναι άλλος πλανήτης. Ζηλεύω, για παράδειγμα, τη σύνδεση που έχει το κοινό με τον καλλιτέχνη· σε πολλές περιπτώσεις τον νιώθει δικό του άνθρωπο. Και το τραγούδι μιλάει στην ψυχή του».
Καταλαβαίνω ότι η πολιτική ορθότητα μπορεί να είναι αρκετά ενοχλητική για κάποιους λόγω ορισμένων υπερβολών, όμως πιστεύω ότι καμιά φορά πρέπει να πας από το ένα άκρο στο άλλο προκειμένου να βρεις τη μέση.
Οταν εκείνη βρίσκεται στη σκηνή είναι επίσης πολύ εκδηλωτική, θέλει ο κόσμος να συμμετέχει, να τραγουδάει μαζί της, να χειροκροτάει. Και ποιος καλλιτέχνης δεν το θέλει, όμως; «Μην το λες, μπορεί απλώς να είσαι εκεί για τα λεφτά», με αντικρούει. «Γίνεται, γιατί υπάρχει και η ψευδαίσθηση πως ο χώρος έχει πολλά χρήματα. Στα χρόνια που δίδασκα στο Ωδείο άκουσα πολλά· γενικώς από τη φωνητική περνάει κάθε καρυδιάς καρύδι, ακόμη και άνθρωποι που αντί να πάνε σε έναν ψυχολόγο λένε “θα πάω να κάνω τραγούδι”. Που δεν είναι κακό, εκτονώνεις την ψυχή σου. Κάποιοι βέβαια έχουν την εντύπωση ότι θα τους πάρει κάποια εταιρεία, θα τους κάνει σταρ και θα αλλάξουν lifestyle».
Οταν της επισημαίνω ότι οι νεότερες γενιές κάπως έτσι ξεκινούν για να ασχοληθούν με την τραπ μουσική, συμφωνεί: «Δεν έχω παρακολουθήσει στενά τη σκηνή, όμως σε κάθε περίπτωση χρειάζεται και κάποια κριτική ικανότητα ως προς το τι ακούς και πόσο σοβαρά το παίρνεις. Προσωπικά, τους αντιμετωπίζω περισσότερο σαν περσόνες. Ούτως ή άλλως, ζούμε στην εποχή της εικόνας και του Instagram, όπου όλοι χαζεύουμε στις οθόνες μας αυτούς που κάνουν μεγάλη ζωή».
Τι γίνεται, όμως, με εκείνους τους (περισσότερους) καλλιτέχνες στην Ελλάδα που δεν κάνουν μεγάλη ζωή; «Υπάρχει σίγουρα βιοποριστικό ζήτημα. Δεν μπορείς, δηλαδή, να επιβιώσεις κάνοντας μια δουλειά. Θα μου πεις πόσοι επιβιώνουν κάνοντας μια δουλειά στην Ελλάδα πλέον; Απλώς στο καλλιτεχνικό κομμάτι αυτό υπήρχε πάντα. Τουλάχιστον, έχει σχεδόν εκλείψει ο διαχωρισμός ανάμεσα σε “θεατρικούς” και “τηλεοπτικούς” ηθοποιούς. Εχει αλλάξει και ποιοτικά η τηλεόραση προφανώς, ξεκινώντας από το εξωτερικό».

Μιλώντας για διαχωρισμούς, επιστρέφω την κουβέντα στα παιδικά και νεανικά χρόνια της στην Αθήνα και όσα βίωσε ως «σπάνιο» μαύρο παιδί κατά τις δεκαετίες του 1980 και του 1990. Θα προτιμούσε να είχε μεγαλώσει στη σημερινή, πολυπολιτισμική Κυψέλη; «Δεν ξέρω, πάντα την αγαπούσα την Κυψελάρα», απαντάει γελώντας, όμως στη συνέχεια σοβαρεύει: «Τότε φυσικά δεν υπήρχε καν η αφρικανική κοινότητα. Υποθέτω ότι θα ήταν ωραίο να βγαίνεις στον δρόμο, να βλέπεις ανθρώπους σαν κι εσένα και να μην ξέρεις ότι όλοι θα γυρίσουν να σε κοιτάξουν γιατί είσαι σαν τη μύγα μέσα στο γάλα. Επίσης, θα ήθελα πολύ ο πατέρας μου να είχε περισσότερες επαφές με Αφρικανούς, γιατί είχε ελάχιστους συμπατριώτες που είχαν έρθει μαζί. Ο ίδιος δεν τα συζητούσε ποτέ αυτά, εγώ του άνοιξα την κουβέντα λίγο πριν πεθάνει, όμως σίγουρα πέρασε πολύ δύσκολα. Αλλη μεγάλη διαφορά είναι ότι τότε η Κυψέλη θεωρείτο “μπας κλας” και τώρα μας έρχεται κόσμος για ποτό μέχρι και από τη Γλυφάδα».
«Εχουμε δρόμο ακόμη»
Εχει δει πραγματική βελτίωση στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονται οι μετανάστες –ή τα παιδιά τους– στη χώρα μας, ιδίως οι Αφροέλληνες, μέσα από τις τάξεις των οποίων έχουν ξεπηδήσει «ήρωες» σαν τον Γιάννη Αντετοκούνμπο και τον Εμμανουήλ Καραλή; «Σίγουρα υπάρχει βελτίωση τα τελευταία χρόνια, όμως έχουμε πολύ δρόμο ακόμη. Εγώ, για παράδειγμα, εξακολουθώ να ακούω καφρίλες που άκουγα και πριν από τριάντα χρόνια. Τις προάλλες τσακώθηκα με έναν στο Instagram, ο οποίος σχολίαζε κάτω από μια ανάρτηση του Μανόλο, που έλεγε για τον ρατσισμό που είχε δεχθεί από κάποιον προπονητή. Και του έγραφε: “Αφού δεν είσαι μαύρος”. Δηλαδή δηλώνεις Ελληνας, δεν είσαι Ελληνας. Δηλώνεις μαύρος, δεν είσαι μαύρος. Παράνοια», απαντάει η Ιντρα Κέιν.
Ακούγοντάς την, αμφισβητώ και τον εαυτό μου: Μήπως ακόμη και αυτή η ερώτηση από μέρους μου φανερώνει έναν αθέλητο ρατσισμό; «Συχνά με ρωτούν, δεν έχεις βαρεθεί να λες γι’ αυτά στις συνεντεύξεις;», λέει εκείνη χαμογελώντας. «Σε έναν ιδανικό κόσμο θα θέλαμε να μην υπάρχει καν θέμα συζήτησης, αλλά αν δεν μιλήσω εγώ γι’ αυτό που το υφίσταμαι, ποιος θα μιλήσει;».
Και ως γυναίκα, πάντως, μου λέει ότι ελπίζει η κουβέντα που έχει ανοίξει περί απρεπών συμπεριφορών απέναντι σε κοινωνικές ομάδες, να μην είναι μόνο περαστική μόδα. «Ακόμη και μόδα να είναι, ας αφήσει κάτι. Καταλαβαίνω ότι η πολιτική ορθότητα μπορεί να είναι αρκετά ενοχλητική για κάποιους λόγω ορισμένων υπερβολών, ωστόσο πιστεύω ότι καμιά φορά πρέπει να πας από το ένα άκρο στο άλλο προκειμένου να βρεις τη μέση. Επίσης, αν ενοχλείσαι τόσο πολύ από την πολιτική ορθότητα –το βλέπω και στον εαυτό μου κάποιες φορές– ίσως είναι επειδή συνειδητοποιείς πόσο μη ορθός-σωστός είσαι. Από την άλλη, είναι απλό: όταν ξέρεις ότι κάποιες εκφράσεις πληγώνουν πολύ μια ομάδα ανθρώπων, σταμάτα να τις χρησιμοποιείς. Απλές λεξούλες είναι, δεν θα αλλάξει ο κόσμος σου ή ο τρόπος που ζεις».
Σίριαλ και δικαιοσύνη
Τι μουσική ακούει η Ιντρα Κέιν στο σπίτι της; Βλέπει ταινίες, σειρές όπου (ίσως) φαντάζεται και ότι παίζει; «Η αλήθεια είναι ότι τα τελευταία 1-2 χρόνια δεν βάζω σχεδόν καθόλου μουσική στο σπίτι. Παλιότερα άκουγα πάρα πολύ ραδιόφωνο. Μου άρεσαν οι μουσικοί παραγωγοί που σε ενημέρωναν για τις εξελίξεις, για τις νέες κυκλοφορίες κτλ. Το ξέρω ότι όλα αυτά μπορείς τώρα απλά να τα γκουγκλάρεις, αλλά δεν έχει την ίδια μαγεία.
Πλέον ραδιόφωνο ακούω μονίμως στο αυτοκίνητο, όσο είμαι μποτιλιαρισμένη –όπως οι περισσότεροι– κάπου στην κίνηση. Στο σπίτι λοιπόν βλέπω ταινίες και σειρές, κυρίως αστυνομικές, μυστηρίου, που τις λατρεύω. Εχω για παράδειγμα σοβαρό “πρόβλημα” με τα “Νόμος και Τάξη”. Εχω δει όλους τους κύκλους, όλες τις παραλλαγές. Εχω εξοικειωθεί τόσο πολύ με το είδος, που ειδικά όταν το σενάριο δεν είναι και τρομερά περίτεχνο, μπορώ να πω κατευθείαν: “Αυτός το έχει κάνει”. Επίσης μου αρέσουν πολύ και τα ντοκιμαντέρ, τα true crime, που υπάρχουν σε αφθονία πια στις διάφορες πλατφόρμες. Δεν ξέρω γιατί συμβαίνει όλο αυτό, μάλλον επειδή είμαι υπέρ της δικαιοσύνης…», καταλήγει γελώντας.
Η συνάντηση
Διάλεξε εκείνη το κρητικό μεζεδοπωλείο «Αστερ» (Τρώων 48) στα Ανω Πετράλωνα, το οποίο έτυχε να είναι και δικό μου αγαπημένο. Είχε μιάμιση ώρα μπροστά της πριν φύγει για πρόβα, η οποία κύλησε αβίαστα με πρόσχαρη διάθεση και χαλαρή κουβέντα στο ηλιόλουστο τραπέζι μας. Ηπιε μόνο νερό, προκειμένου να παραμείνει διαυγής για την πρόβα, ενώ εγώ δεν αντιστάθηκα στο τσίπουρο, που πηγαίνει εξαιρετικά με τους μεζέδες του «Αστερ»: πράσινη σαλάτα με ψητή φέτα, ξύγαλο, συκώτι με καπνιστή πάπρικα, καραμελωμένη μπριζόλα, αστεροπατάτες. Ο λογαριασμός ήταν 58 ευρώ.

